Σε παλαιότερα κείμενα μου έχω ασχοληθεί -μεταξύ άλλων- με τα θέματα της γραφής και της συγγραφής [1], της γλώσσας και της ελεύθερης έκφρασης [2], της δημοκρατίας και της σημασίας της ελεύθερης επιλογής [3], έχω γράψει για τα νέα ξεκινήματα της ζωής [4]. Όμως, ως τώρα, δεν έχω θίξει ένα ζήτημα που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να επιφέρουμε οποιαδήποτε αλλαγή σχετικά με τα παραπάνω θέματα, ένα ζήτημα που αποτελεί φυσική ιδιότητα των ανθρώπων και συνάμα χάρισμα: αυτό της ακοής ή καλύτερα της «ακρόασης».

Ακοή είναι «η αίσθηση που επιτρέπει την αντίληψη των ήχων» [5], είναι έμφυτη στον άνθρωπο, και όταν αυτή εκπίπτει δυσχεραίνει συχνά τη συνύπαρξή μας με άλλους ανθρώπους (π.χ. ηλικιωμένοι με απώλεια ακοής δυσκολεύονται να ενταχθούν σε συζητήσεις ή παρέες). Η ακρόαση είναι κάτι άλλο, μια διαφορετική έννοια, είναι «η προσεκτική παρακολούθηση ομιλίας, μουσικού έργου ή άλλης πηγής ήχου» [6]. Παρόλα αυτά, καθημερινά χρησιμοποιούμε το ρήμα «ακούω» για να προσελκύσουμε την προσοχή του άλλου ή για να του δείξουμε ότι τον καταλαβαίνουμε. «Το ακούω αυτό που λες» ή «άκουσε με λίγο», λέμε, και όχι «ακροάζομαι αυτό που λες» ή «ακροάσου με λίγο» (εκτός κι αν απευθυνόμαστε σε γιατρό).

Γιατί απλοποιούμε την έννοια της ακρόασης και την αποδίδουμε ως «ακοή»; Ίσως ο λόγος είναι επειδή αναγνωρίζουμε ότι η αίσθηση της ακοής – σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις τουλάχιστον – είναι ανούσια αν δε συνοδεύεται από την πραγματική προσπάθεια να κατανοήσουμε τον άλλο σε βάθος. Η ακρόαση, επομένως, είναι εξίσου ζωτική. Ίσως πάλι, λέμε «εντάξει, το άκουσα», μάλλον λίγο επιπόλαια, όταν θέλουμε να εκφράσουμε πως οι λέξεις έφτασαν μεν τον νου μας, δυσκολεύομαστε δε να αντιληφθούμε το πραγματικό νόημα των λεγομένων του άλλου, είτε διότι δεν προσπαθούμε αρκετά εμείς, είτε διότι ο άλλος δεν τα έχει εκφράσει καταλλήλως.

Αυτό, λοιπόν, που μας πληγώνει δεν είναι τόσο το να μην μας ακούσουν, αλλά το να μη μας ακροαστούν, και αντίστροφα το να μην ακούσουμε κάτι δεν είναι μεμπτό, το να μην ακροαστούμε, όμως, πολλές φορές είναι. Η ακοή -εν μέρει- μπορεί να υποκατασταθεί ή να ενισχυθεί από τη γραφή, από μηνύματα, από τη νοηματική γλώσσα, ακόμη και από την απλή επανάληψη όσων λέχθηκαν πριν από λίγο, παρότι μπορεί να γίνει εκνευριστικό. Η ακρόαση όμως δεν υποκαθίσταται. Δε θα ζητήσουμε από κάποιον φίλο μας να φτιάξει ένα “reel” που να παίζει μια «ρομποτική» φωνή ΑΙ, πάντοτε με Subway Surfers στο υπόβαθρο, για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε αυτά που θέλει να μας εκμυστηρευτεί, όσο κι αν μπορούμε να αφοσιωθούμε σε αυτές τις…διηγήσεις που συναντάμε, καθώς περιηγούμαστε (mindless scroll [7]) ατελείωτα στο Instagram ή στο TikTok.

«Η πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δέ ἀκοή διά ῥήματος Θεοῦ» (Προς Ρωμαίους 10:17) λέει ο απόστολος Παύλος. Πέρα από τη θεολογική του σημασία, το χωρίο αυτό μας υπενθυμίζει ότι για να πιστέψουμε, ή γενικότερα για να καταλάβουμε, πρέπει να ακούσουμε προσεκτικά, άρα να ακροαστούμε. Σημαίνει όμως και ότι παίζει σημαντικό ρόλο και ποιος θα είναι αυτός που θα διατυπώσει το «ρήμα», πώς θα το εκφράσει, αλλά και τονίζει ότι η ακρόαση συμμετέχει στη διαμόρφωση των πεποιθήσεών μας, άρα και της στάσης που θα τηρήσουμε.

Πώς θα κάνουμε πραγματικό διάλογο με άλλους, αν δεν είμαστε σε θέση να ακροαστούμε όσα μας λένε και αν το μόνο που σκεφτόμαστε όσο μας μιλάνε είναι τι θα απαντήσουμε εμείς; Παρόλο που είναι φυσική τάση του ανθρώπου να προσπαθεί να γεμίζει τα κενά, να «σπάει» τη σιωπή, και να αρχίζει να σκέφτεται απαντήσεις σε ερωτήσεις που καλά-καλά δεν έχουν ολοκληρωθεί, μάλλον επιζήμια είναι για τις συζητήσεις και τις σχέσεις των ανθρώπων. Μπορεί να έχει εδραιωθεί ως εθνικό σπορ (βλ. πολιτική) το σύστημα των «παράλληλων μονολόγων», αλλά αυτό δεν φέρνει τους ανθρώπους κοντά, δεν χτίζει γέφυρες, πράγμα το οποίο, υποτίθεται, πως υπηρετεί η γλώσσα, αλλά χτίζει τείχη.

Όταν κυριευόμαστε από αγανάκτηση, επειδή οι άλλοι δε μας ακούν (δεν μας ακροάζονται) λέμε υποτιμητικά «Ε! ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». Είναι εύκολο να το απαιτούμε, δύσκολο όμως να το υλοποιήσουμε. Δεν προσδοκώ να γράψω, σαν coach αυτοβελτίωσης, «πρακτικές» συμβουλές για το πώς να γίνεις καλύτερος ακροατής ή πιο χαρισματικός. Ωστόσο, κρίνω πως όλοι έχουμε χρέος, καταρχήν, να συνειδητοποιήσουμε πότε απλώς ακούμε και πότε ακροαζόμαστε και τι σημαίνει να ακροαζόμαστε, τέλος πάντων.

Όταν ακροαζόμαστε, υποθέτουμε a priori ότι το άτομο που έχουμε απέναντί μας μπορεί να γνωρίζει κάτι που εμείς αγνοούμε [8], είτε αυτό αφορά μια φιλία, είτε κάποιο εργασιακό/ακαδημαϊκό θέμα, είτε εμάς τους ίδιους. Όταν δεν ακούμε μόνο, αλλά δίνουμε και την απαιτούμενη προσοχή, οι άνθρωποι τείνουν να ανοίγουν την ψυχή τους, να μας λένε τι προβλήματα αντιμετωπίζουν εκείνοι (ή εμείς οι ίδιοι) και πώς αυτά θα λυθούν. Ακόμη, αν μάθουμε πώς να «ακροαζόμαστε» τον εαυτό μας καλύτερα, αν μαθούμε να ακούμε και τη δική μας φωνή καθώς συνομιλούμε με τους άλλους, μπορεί και να κατανοήσουμε τον τρόπο σκέψης μας, να αναγνωρίσουμε τα ταλέντα και τα πάθη μας.

«Άκου τον ασθενή σου, σου λέει τη διάγνωση», επαναλαμβάνουν συχνά οι καθηγητές στη Σχολή μου. Η φράση αυτή του Osler δεν αφορά όμως στενά την Ιατρική. Ο «ασθενής» είναι δυνητικά κάθε συμμαθητής, συμφοιτητής, συνάδελφος, συγγενής, φίλος ή και άγνωστος στον δρόμο. Ο «ασθενής» είμαστε συχνά εμείς οι ίδιοι.

Με την ίδια επιμέλεια, φροντίδα και στοργή που θα προσεγγίσουμε έναν άρρωστο αγαπημένο μας, θα τον ακούσουμε και θα του προσφέρουμε ό,τι χρειάζεται και ό,τι μπορούμε για να απαλύνουμε τον πόνο του, θα πρέπει να προσεγγίζουμε τους συνομιλητές μας και τους ίδιους μας τους εαυτούς, όχι επειδή είναι «άρρωστοι» σωματικά. Όχι. Ο λόγος που θα «ακροαζόμαστε» είναι επειδή επιθυμούμε να συνδεθούμε πραγματικά με τους άλλους, να γίνουμε κοινωνοί των βιωμάτων τους, αλλά και να έρθουμε αντιμέτωποι με τα πάθη μας, ώστε να ζούμε μαζί με τους άλλους και όχι απέναντί τους.

Μην ακούς, λοιπόν. Ακροάσου.

 

 


Παραπομές:

[1]: «Όταν γράφεις, έχεις ευθύνη»

[2]: «Επικίνδυνα παιχνίδια με τις λέξεις: Νέα Ομιλία»

[3]: «Ο κύκλος είχε προ αιώνων κλείσει για τη δημοκρατία…»

[4]: «Νέα αρχή: θα ιππεύσεις ή θα ταξιδέψεις με πλοίο;»

[5]: Βικιλεξικό

[6]: Βικιλεξικό

[7]: Mindless scroll ή Doomscroll είναι ο όρος που αποδίδει την παθητική περιήγηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βλέποντας φωτογραφίες/βίντεο, το ένα μετά το άλλο, χωρίς πραγματική προσπάθεια κατανόησης του περιεχομένου.

[8]: “Assume that the person you are listening to might know something you don’t”, 12 Rules for Life, Rule 9, J.B. Peterson

Πηγές εικόνων:

Οι εικόνες 1 και 2 δημιουργήθηκαν με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης.

Η εικόνα 3 λήφθηκε από εδώ.