(Συνέχεια του άρθρου «Μεταξύ ουρανού και γης» αλλά μπορεί να διαβαστεί και χωριστά)
«…‘Έτσι, θα ήταν δυνατό να αποδείξουμε ότι δεν μπορεί παρά να υπάρχουν δύο πιθανοί κόσμοι για το ανθρώπινο πνεύμα, ο ιερός (ή για να μιλήσουμε τη χριστιανική γλώσσα, ο κόσμος της θείας χάρης) και ο κόσμος της εξέγερσης. Η εξαφάνιση του ενός ισοδυναμεί με την εμφάνιση του άλλου…».
– Αλμπέρ Καμύ, “Ο επαναστατημένος άνθρωπος”
Το μακρόχρονο ταξίδι του ανθρώπου για την τάξη μεσα στον παράλογο κόσμο φαίνεται να τον εξάντλησε. Είτε πρέπει να αποδεχτεί την περατότητα της ζωής και να την καμουφλάρει είτε, πολλές φορές, να μη την κοιτάζει καν.
Και στα δύο το μέσο που θα χρησιμοποιήσει είναι το ίδιο: «Αφού δεν μπορούμε να φτιάξουμε έναν κόσμο που θα τους χωράει όλους, ας φτιάξει ο καθένας τον δικό του όπως τον θέλει». Και εδώ είναι η φράση-κλειδί της φιλοσοφίας του 21ου αιώνα.
Ο Μεταμοντερνισμός ξεκινάει το 1990 με τον Μισέλ Φουκό που ισχυρίζεται ότι ο καθένας ορίζει την ταυτότητα του μόνος του. Η υποκειμενική αλήθεια αντικαθιστά την έννοια της γενικής αλήθειας που θα υποστήριζε όλη την ανθρωπότητα. Η τελευταία, άλλωστε, ιστορικά απέτυχε. Άρα είτε δεν υπάρχει είτε δεν θα είμαστε σε θέση ποτέ να τη γνωρίσουμε. Αν ο άνθρωπος δε βρίσκει νόημα στον κόσμο, το ψάχνει στον εαυτό του για να αξίζει η ζωή του.
Ο κόσμος, τελικά, θα αποκτήσει το νόημα που θα του δώσει ο καθένας, όλα είναι σχετικά. Ωστόσο, η αδιαπέραστη αλήθεια της θνητότητας, εκ των πραγμάτων θέτει ως (μοναδικό;) σκοπό την επιβίωση. Άρα εύλογα θα υποστήριζε κανείς ότι η μόνη αρχή που διέπει εν τέλει αυτόν τον κόσμο είναι η ατομική επιθυμία- το γούστο, το επιβιωτικό συμφέρον. Αυτή γίνεται η μόνη πυξίδα. Άλλωστε, πραγματοποιείται εύκολα και δεν έχει κάποιο ανώτερο στόχο και κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση που να τη δεσμεύει. Αφού το αιώνιο δεν υπάρχει, πρέπει το προσωρινό, με το οποίο ζούμε, να απολυτοποιηθεί, να αποκτήσει κοσμικές διαστάσεις. Η ψυχολογία (το τι αισθάνομαι και τι θέλω) αντικατέστησε την οντολογία (το τι είμαι)(1).
Μέχρι πρότινος, ο άνθρωπος, δικαιολογημένα, ζητούσε μια αλήθεια που θα τον αντιπροσώπευε, θα περίκλειε όλη την ανθρωπότητα και θα φώτιζε το παράλογο. Οι εξεγερμένοι πίστευαν στην ανθρωπότητα. Πίστευαν στον κοινό τόπο των ανθρώπων και σε μια αλήθεια, απροσδιόριστη ακόμα, που όμως θα είναι ικανή να τους εκπληρώνει όλους. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, ο άνθρωπος προσπαθεί να ορίσει μόνος του την αλήθεια και την ηθική και αυτή τη φορά χωρίς καμία επαγωγική αιτιολόγηση και αναφορά και, ίσως, κανένα πανανθρώπινο στόχο.
Ενώ κάποτε έψαχνε το νόημα για να ζει στη σχέση του με τους άλλους, με τους οποίους τον έδενε η κοινή θνητή μοίρα, τώρα το νόημα το βρίσκει (;) στον εαυτό του. Η πίστη στις δυνάμεις του ανθρώπου μετουσιώθηκε σε αυτοαναφορικότητα που δε λογοδοτεί πουθενά.
Αν τότε το παράλογο του κόσμου ήταν μια συνεχής πρόκληση, τώρα μπορεί να ανακουφιστεί πολύ αποτελεσματικά με την αυτοβελτίωση και την αυτοαναφορά. Αν στην κοινωνία του Μαρξ ο άνθρωπος έπρεπε να πειθαρχήσει στο γίγνεσθαι προκειμένου να βρει ο ίδιος τους κανόνες της ζωής, στη σημερινή κοινωνία δε χρειάζεται να πειθαρχεί πουθενά. Αντιθέτως, πρέπει να επιδίδεται συνεχώς, μιας και ο μόνος ορατός υπαρξιακός ορίζοντας είναι τα ατομικώς καθορισμένα όρια, τα οποία επιδέχονται (και απαιτούν) διαρκή επέκταση. Τώρα δεν αρκείται στο ότι το μέλλον θα δικαιώσει το παρόν, αλλά το παρόν δικαιώνεται συνεχώς και τίποτα δεν το αρνείται.
Αν, λοιπόν, άλλοτε μετρούσε να προχωράει σε δράσεις που θα φέρουν αποτέλεσμα κοινωνικό για να μάθει ποιά είναι η ανθρώπινη φύση, τώρα σημασία έχει να είναι αποδοτικός για τον εαυτό του.
Ο μόνος κανόνας, που χρειάζεται αυτό το σύστημα, υπάρχει ήδη και είναι το γούστο. Αν τότε, o άνθρωπος επιβεβαιωνόταν μέσα στη κοινωνία, τώρα επιβεβαιώνεται μόνο από τον ίδιο. Η νέα φυλακή αποκαλείται ελευθερία (2).
Στη νέα αυτή πραγματικότητα ο πρότερος στοχασμός και η αναζήτηση δεν είναι απαραίτητοι, αφού δε δίνουν άμεσα αποτελέσματα και δεν είμαστε συνηθισμένοι να περιμένουμε για απαντήσεις- πόσο μάλλον να δεχτούμε ότι μπορεί να μην τις πάρουμε και ποτέ. Έτσι, ο καθένας δίνει τις απαντήσεις στον εαυτό του με την υπογραφή της ατομικής του αλήθειας. Αποφεύγουμε να συνειδητοποιήσουμε τη θνητότητά μας και της ταπεινότητας που πρέπει να επιδεικνύουμε απέναντι στα πράγματα που δε μας ανήκουν. Κάθε γνώση δεν είναι πια αφομοίωση του εγώ απέναντι σε ένα αντικείμενο αλλά καθαρή κατάκτηση και επέκταση του εγώ σε αυτό.
Η ίδια η ηθική δεν είναι, πια, ο κοινός παρονομαστής των ανθρώπων, γιατί δεν έχει κανέναν οντολογικό χαρακτήρα αλλά ο καθένας μπορεί να την ορίσει όπως εκείνος θέλει (3). Ο δυνατότερος νικάει, λοιπόν;
Πρόκειται για μια νέα κατάσταση πραγμάτων από την οποία απουσιάζει κάθε αρνητικότητα (4). Αυτή η αρνητικότητα προερχόταν από τον Άλλο, τον διαφορετικό και ο,τιδήποτε δικό του μπορούσε να παρέμβει και να περιορίσει την απεριόριστη ελευθερία μου. Αρνητικότητα εξέπεμπε και ο παράλογος κόσμος που δεν μπορούσα να ορίσω και να καταλάβω. Αν η αλήθεια προέρχεται μόνο από το Ίδιο, τότε έχουμε μια θετικότητα που πολλαπλασιάζεται επ’ αόριστων. Σε αυτήν, όλα παρουσιάζονται σε υπερθετικό βαθμο: υπερεπικοινωνία, υπερπληροφόρηση, αυθ-υπερβαση.
Ωστόσο, η σκέψη η ίδια δεν είναι συνεχής πρόσθεση, πρέπει να μπορεί να διακρίνει και να κάνει μια αξιολογική κρίση που θα προσανατολίζει την πράξη της. Η ζωή δεν είναι μόνο επιλογή αλλά προϋποθέτει αξιολόγηση των πραγμάτων, διάκριση ανάμεσα σε θεμιτό και μη. Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα που για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη του και να διαμορφώσει χαρακτήρα αρνείται.
Από την άλλη, ένας αληθής στοχασμός απαιτεί να βγει κανείς από τη δική του θέση και να καταλάβει την άλλη οπτική που απορρίπτει, να βρίσκει συνεχώς επιχειρήματα κατά του εαυτού του για να μπορέσει να επικυρώσει αυτό που αρχικά πίστευε.
Αν, όμως, η αλήθεια προέρχεται μόνο από τον εαυτό, που υπάρχει η άρνηση; Πώς είναι εφικτή η προσέγγιση μιας άλλης θέσης πέρα από την υποκειμενική αλήθεια; Αν οι μόνες εμπειρίες που έχει κανείς είναι αυτοαναφορικές και συνδεδεμένες με την απόλυτη ελευθερία, τη γενικευμένη επικοινωνία και την αυτό-έκθεση, πώς θα αποκτήσει διακριτική ικανότητα και θα αναπτύξει κρίση απέναντι στα γεγονότα; Τελικά, κάπου εδώ το καλό και το κακό μπερδεύονται μεταξύ τους. Τελικά, ελευθερώθηκε από τι; «Αν όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, δεν υπάρχει ελευθερία επιλογής…» (5).
Η θετικότητα, τελικά, σκότωσε τη σκέψη, σκότωσε και τον στοχασμό. Ο άνθρωπος υποτάσσεται μόνος του στα γεγονότα και εφόσον ενάντια στον εαυτό του δε μπορεί να αμυνθεί, πως μπορεί να διαμαρτυρηθεί και να εξεγερθεί; Αν η προσωπική του αλήθεια δε περικλείει την ανθρωπότητα ολόκληρη, μένει εγκλωβισμένος σε έναν τροχό που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του.
Για να πει κανείς ότι κάτι έχει αξία, σημαίνει ότι αυτό είναι σε υψηλότερη θέση στη κλίμακα ιεράρχησης και παράγει μεγαλύτερο νόημα σε σχέση με κάτι άλλο. Για να πει ότι κάτι είναι σημαντικό, αρνείται κάτι άλλο που δε θα έπρεπε να ισχύει. Ακόμα, για να διαμορφώσει ο άνθρωπος μια εικόνα του εαυτού του πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε πράγματα που δεν τον εκφράζουν και σε εκείνα που όντως εντοπίζει τον εαυτό του. Πρέπει, επομένως, να αρνηθεί.
Σε έναν θετικοποιημένο κόσμο είναι δύσκολο να έχει κανείς αξιακές αναφορές και να διαμορφώσει χαρακτήρα, μιας και τα παραπάνω χρειάζονται μια πρωταρχική άρνηση. Έτσι, εξυπηρετείται η κατανάλωση καθώς ο καπιταλισμός δε θέλει αναστολείς στην παραγωγική λειτουργία και τη συσσώρευση. Όσο πιο εύπλαστος είναι ένας ψυχισμός τόσο πιο εύκολα χειραγωγείται. Η απουσία οριστικών μορφών στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, τερματίζει στις μακροχρόνιες ελπίδες του Μαρξ και του Χέγκελ για το τέλος του ιστορικού γίγνεσθαι και την τελική εγκαθίδρυση μιας ανώτερης ανθρώπινης πολιτείας.
Τελικά, ενώ η απόλυτη ελευθερία ήταν το μέσο και ο σκοπός του σύγχρονου ανθρώπου, φαίνεται σαν να την παραχωρεί οικειοθελώς. Ενώ η υποκειμενικότητα ισχυριζόταν ότι θα τον απελευθέρωνε, ότι θα τον έκανε «ανοιχτόμυαλο» -αφού κάθε θέση θα ήταν αποδεχτή και δυνατή-, εν τέλει, μάλλον, πρόκειται για την πιο «κλειστόμυαλη» κατάσταση στην οποία τον παγιδεύει. Και αυτό γιατί, αν όλα είναι επιλογή του και τα δέχεται ως απόλυτη αλήθεια, δεν υπάρχει φωτισμός του πνεύματος, αμφιβολία, αναζήτηση και, τελικά, σοφία.
Η εξέγερση που ξεκίνησε διεκδικώντας την ελευθερία μέσα στον παράλογο κόσμο, έχασε τον προσανατολισμό της γιατί χάθηκαν τα ισχυρά θεμέλια που έθετε. Ο μακροχρόνιος αγώνας της εξέγερσης ξεκίνησε με μια πρωταρχική άρνηση απέναντι σε ό,τι προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και η άρνηση αυτή συνοδεύεται πάντα από τη κατάφαση σε κάτι άλλο. Αυτό το άλλο που θα έπρεπε να ισχύει και αυτό που προστατεύει με όλες του τις δυνάμεις είναι το ανθρώπινο ιερό. Μπορεί να δυσκολεύεται να το προσδιορίσει αλλά αν δεν υπάρχει αυτό, δεν υπάρχει και ο ίδιος.
Παρόλα αυτά το ιερό, σήμερα, παίρνει τη μορφή της υποκειμενικής αλήθειας και δεν χρειάζεται να ταυτίζεται κάποιος άλλος με αυτή. Για να είναι, όμως, αυτή η πλαστή εικόνα, την οποία φτιάχνει κανείς για τον εαυτό του και το κόσμο, ακέραιη, πρέπει να γίνει θέαμα, ούτως ώστε ο άλλος να υποταχθεί στην προσωπική μας αλήθεια ως εγγυητής της.
Είναι η θέση της υποταγής και της εξαπάτησης η θέση που θέλουμε να έχει ο Άλλος; Γιατι αν είναι έτσι, καμία θνητή μοίρα δε μας δένει, πλέον, μαζί του.
Και αν ο σύγχρονος δικαιωματισμός φαίνεται να εντείνει το συλλογικό πνεύμα, γιατί εξακολουθεί να υφίσταται αυτή η ναρκισσιστική κατεύθυνση; Ποιο είναι το όραμα του δικαιωματισμού αυτού; Έχει την πρόθεση να εντάξει όλο τον κόσμο που τόσο πολύ υποστηρίζει τα δικαιώματά του; Μήπως αν όλες οι συζητήσεις σταματάνε στο «είναι δικαίωμά μου», η συζήτηση και ο διάλογος δεν είναι πια εφικτά; Μήπως κάπως έτσι υποδαυλίζεται η δημοκρατία; Μήπως εκεί που κορυφώνεται το ατομικό δικαίωμα, χάνεται κάθε συλλογικό;
Αν πρόκειται απλώς για πολλαπλά αυτοαναφορικά ιερά (που μετατρέπονται σε ατομικά δικαιώματα) χωρίς κοινό ορίζοντα, κοινές αναφορές και κοινά ανώτερα ιδανικά, πώς μπορεί να πάρει μορφή μια έξεγερση; Αν προκύπτει κάτι από μια κοινωνία διχασμένη σε προσωπικές αλήθειες, αυτό είναι μια επανάσταση χωρίς αρχή και, μάλλον, χωρίς τέλος, που πραγματοποιείται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Στην τελική, γιατί πρέπει να υπάρχει η επανάσταση; Ακόμα και να ισχύουν όλα τα παραπάνω, γιατί να πιστεύουμε και να θέλουμε την εξέγερση αν ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος με την προσωπική του αλήθεια;
Είναι όμως, τελικά το γούστο η μόνη του αλήθεια; Αρκεί, άραγε, για να του δώσει το πλήρες νόημα στον κόσμο του;
Μάλλον μένει να το δούμε να εξελίσσεται, αν δεν το έχουμε δει ήδη.
Παραπομπές
(1)Άρθρο: Δεξιόστροφη Αριστερά – Ραφαήλ Μιχαηλίδης
(2)Ψυχοπολιτική: Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνικές της εξουσίας, Μπιουνγκ Τσουλ Χαν, Εκδ. opera
(3) π. Ν. Λουδοβίκος, Ἡ ἐπανάσταση τῆς ἠθικῆς τοῦ γούστου σήμερα καί ἡ χριστιανική ζωή
(4)Κοινωνία της Κόπωσης, Μπιουνγκ Τσουλ Χαν, Εκδ. opera
(5)Ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα των social media; | Πες το κι έτσι #5