Τι είναι αυτό που έκανε τον – εξ’ Αμερικής – Στέφανο Κασσελάκη πρόεδρο ενός αριστερού (;) κόμματος; Ποιό είναι άραγε αυτό το «εξελιγμένο» μοντέλο της Αριστεράς και ποιους εκπροσωπεί σήμερα; Σε αυτούς και πολλούς ακόμα προβληματισμούς οι οποίοι εγείρονται για τη μεταμοντέρνα αριστερά, τον «πολιορκητικό κριό της κοινωνικής μηχανικής της εξουσίας», απαντάει ο συγγραφέας και πολιτικός στοχαστής Αδριανός Έριγκελ στο βιβλίο του «Κόκκινοι ή νεοφιλελεύθεροι: Η αποδόμηση της μεταμοντέρνας αριστεράς», το οποίο συνιστώ ανεπιφύλακτα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τι είναι ο μεταμοντερνισμός και γιατί χαρακτηρίζεται ως η «ταφόπλακα» του μαρξισμού και των συλλογικών διεκδικήσεων;
Ο μεταμοντερνισμός (ή μετανεωτερικότητα) είναι ασφαλώς επί της αρχής ένα ευρύτατο και πολύπλοκο πολιτισμικό και πνευματικό φαινόμενο. Ωστόσο, ενώ ως προς την πολιτική του οντολογία προέκυψε – μεταξύ άλλων – ως αντίδραση στον ατομικισμό του αυτοαναφορικού Διαφωτιστικού υποκειμένου και τη διάβρωση της παραδοσιακής έννοιας της κοινότητας, φαίνεται πως ορισμένες του εκφάνσεις πήραν άλλη ιστορική τροπή…
Πιο συγκεκριμένα, ο μεταμοντερνισμός φιλοσοφικά απορρίπτει κάθε αξίωση περί διατυπώσεως θεωριών, διδασκαλιών, ιδεών και προσταγμάτων που προβάλλουν την μια αλήθεια καθολικής ισχύος, την οποία αντιλαμβάνεται ως πρόθεση εξουσίας. Αντιθέτως η μετανεωτερικότητα συλλαμβάνει τον κόσμο ως ένα ρευστό και χαώδες πεδίο, το οποίο στερείται κάθε αντικειμενικού θεμελίου διαμέσου του οποίου μπορούμε να τον γνωρίσουμε. Έτσι κάθε νόημα είναι υποκειμενικό, σχετικό και κυμαινόμενο. Καθετί που προβάλλεται ως καθολική αλήθεια με οικουμενική ισχύ θεωρείται απλώς μία «μεγάλη αφήγηση»: μία υποκειμενική αναπαράσταση του κόσμου, η οποία, ως τέτοια, είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί, διότι κάθε αποδεικτικό κριτήριο είναι πάντοτε υποκειμενικό και σχετικό και άρα μη αντικειμενικό. Έτσι κάθε λόγος που εγείρει δεσμευτικότητα πέραν του ίδιου του υποκειμένου που τον αρθρώνει υποκρύπτει σε τελική ανάλυση μία εξουσιαστική πρόθεση χειραγωγήσεως όσων τον αποδέχονται και αποκλεισμού όσων τον απορρίπτουν
Ο Μισέλ Φουκώ είναι ο κατ’ εξοχήν θεωρητικός του ύστερου μεταμοντερνισμού. Αυτός είναι ο πατέρας της σύγχρονης θεωρίας περί φύλου, των ρευστών ταυτοτήτων, της νέας εποχής της διεμφυλικότητας (των ατόμων δηλ. που δεν ταυτίζονται με το βιολογικό τους φύλο). Για τον Φουκώ η ιδέα ότι κάπου πρέπει να υπάρχουν όρια είναι απορριπτέα. Ο εχθρός είναι «το Υποκείμενο», δεδομένου ότι για την ιδέα του Υποκειμένου η δυτική μεταφυσική παράδοση έχει επεξεργασθεί την φιλοσοφική έννοια της ταυτότητας. Αυτή η ταυτότητα στηρίζει το άτομο μέσα σε ένα σύνολο συλλογικών προσδιορισμών (έθνος, φυλή, φύλο, θρησκεία) και μετατρέπεται έτσι σε συνώνυμο του «φασισμού». Ο Φουκώ – όπως και η «Γαλλική Θεωρία» και οι «μεταμοντέρνες σπουδές» – θα αποδομήσει αυτές τις ταυτότητες και θα τις αντικαταστήσει με ταυτότητες αιωρούμενες, μεταβλητές και απροσδιόριστες. Ο Φουκώ είναι ο φιλόσοφος των «ρευστών χρόνων».
Από την άλλη πλευρά, ο νεοφιλελευθερισμός βασίζεται σε μία ατομιστική οντολογία. Εντός αυτού του πλαισίου οι ταυτότητες – οι οποίες πόρρω απέχουν από το να παραπέμπουν σε καθορισμένους προσδιορισμούς, όπως είναι το έθνος, η φυλή, η οικογένεια, η εκκλησία, το πολιτικό κόμμα – υπόκεινται σε μία κατάσταση διαρκούς ανακατασκευής με σκοπό την προσαρμογή τους σε ένα πρότυπο ατομικής βελτιστοποίησης, κάτι το οποίο συνάδει πλήρως με μία κοινωνία άκρως ανταγωνιστική. Και για αυτή την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, ο νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποιεί ως μέσο τον ναρκισσισμό, με την επιβλητική του παρουσία στον ψυχισμό του καπιταλιστικού υποκειμένου. Έτσι λοιπόν, ο νεοφιλελευθερισμός δεν ιδιωτικοποιεί αποκλειστικά και μόνον δημόσιες υπηρεσίες αλλά ιδιωτικοποιεί και τις ταυτότητες, αφού πλέον με εξατομικευμένες, ρευστές και μεταβαλλόμενες ταυτότητες, κάθε άτομο χτίζει τη δική του υποκειμενικότητα. Εκεί διεισδύει και η δυναμική της θυματοποίησης, του εργοστασίου κατασκευής ιδιαίτερων ταυτοτήτων, κατακερματισμένων και αποκομμένων από συλλογικούς προσδιορισμούς που εμπεριέχουν μία αυθεντική πολιτική διάσταση.
Α.Τάσσος: Τα παιδιά της ασφάλτου, 1974
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει πια υπεράσπιση συλλογικών συμφερόντων – η κοινωνία της «διαφορετικότητας» την καθιστά όλο και πιο δύσκολη – αλλά όλοι συμφωνούν στο ίδιο πράγμα: στη θρησκεία της κατανάλωσης και την ιδέα της υλικής ευημερίας ως μέγιστη έκφραση μίας ολοκληρωμένης ζωής. Αλλά όπως έγραφε ο Pier Paolo Pasolini «ο αληθινός φασισμός είναι αυτό που οι κοινωνιολόγοι έχουν πολύ καλοπροαίρετα αποκαλέσει “καταναλωτική κοινωνία”».
«Είναι που η υλοφροσύνη πήρε το χέρι και έζεψε τους ανθρώπους σε έναν ξεκαπίστρωτο ηδονισμό, που τους καθηλώνει στη ματαιοδοξία, στην αλαζονεία, στον φθόνο, στον ανταγωνισμό, στην μόνιμη ψυχική κόπωση, που προκαλείται από την απουσία νοήματος. Και, εντέλει, αυτός ο “καταναλωτικός ηδονισμός” αποστερεί από τους ανθρώπους από την ανθρωπιά τους αφήνοντάς τους μόνους μέσα στο μέγα πλήθος των άλλων μόνων, μόνους, χωρίς αναφορές, με χαλαρωμένους τους συγγενικούς και φιλικούς δεσμούς, χωρίς κοινότητα, χωρίς ιστορική συνείδηση και χωρίς μεταφυσικό κέντρο. Τους αφήνει μόνους, κατάμονους, τους ανθρώπους, ο νέος τρόπος, περιτριγυρισμένους και παραγεμισμένους με άχρηστα εμπορεύματα, να χαζεύουν βιτρίνες, βιτρίνες που κρύβουν έναν ανεπίγνωστο ολοκληρωτισμό της εποχής, που όσο στρατεύεται στο αντιφασιστικό μέτωπο, τόσο παραβλέπει ότι από την πίσω πόρτα έχει εισέλθει η προσχηματική δημοκρατία, η περιστολή ελευθεριών, η λογοκρισία κι η αυτολογοκρισία1, που δεν έχουν να κάνουν με τον ιστορικό φασισμό ή τον φόβο παλιννόστησής του αλλά με νέες μορφές Εξουσίας που ελέγχουν την καθημερινότητα χωρίς να επιτρέπουν εναλλακτικές.»2
Σε ακριβώς αυτή την καταναλωτική κοινωνία η αντιπαράθεση είναι κομψή, φωτογενής και δημιουργός τάσεων. Ξεδιπλώνεται σε παγκόσμια κλίμακα, χορογραφείται από τα ΜΜΕ, από τη διεθνή σόου μπίζνες, τα Ηνωμένα Έθνη, τις κυβερνήσεις και τον Σόρος και Συντροφία. Η Εξουσία όμως δε φοβάται πια την κριτική, αλλά απεναντίας την υποκινεί: πρέπει να μεταβάλλεται συνεχώς – ή να φαίνεται ότι μεταβάλλεται – σε όλους τους τομείς της ζωής (εκσυγχρονιστικός συντηρητισμός) και η μεταμοντέρνα αριστερά εφοδιάζει τον καπιταλισμό με τα ιδεολογικά «λίφτινγκ» της σύγχρονης εποχής.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα, να πρέπει να αποδεχτούμε ότι μία γυναίκα μπορεί να είναι άνδρας και ένας άνδρας μπορεί να είναι γυναίκα, ότι η ομορφιά είναι μύθος επιβεβλημένος από την ετεροπατριαρχία και ότι δεν υπάρχουν φυλές, αφού όλοι γεννιόμαστε άφυλα και αφηρημένα άτομα, όλοι μπορούμε να επιλέξουμε ελευθέρως την ταυτότητά μας… Όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να αυτοπροσδιοριστούμε όπως μας αρέσει: άνδρας ή γυναίκα, μαύρος ή λευκός. Από εδώ και το εξής όλες οι ταυτότητες θα είναι σεβαστές, εκτός από εκείνες του λευκού ετεροφυλόφιλου χριστιανού Ευρωπαίου ή δυτικού άνδρα. Ο κατάλογος πλέον των εκατό «φύλων» που έχουν ήδη καταχωρηθεί στις ΗΠΑ, είναι μία ενδεικτική περίπτωση , όπου το φύλο δεν προσδιορίζεται από τη βιολογία (φυσική σταθερά) αλλά αποτελεί υποκειμενικό γεγονός.
1st Century Schizoid Man των King Crimson
Ο μεταμοντερνισμός είναι η φιλοσοφία του κατακερματισμού, της μοναδικότητος και της ατομικότητος. Πρόκειται για χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στο «πλήθος» και τον «κόσμο». Στο κάτω-κάτω ο «κόσμος» (και εδώ εδράζεται η διαφορά με τον λαό) είναι απλώς ένα άθροισμα ατόμων, ενώ η έννοια του πλήθους – όπως επισημαίνει ο Μαξίμ Ουελλέ – εμπίπτει σε μία ατομιστική οντολογία, η οποία ορίζει τον άνθρωπο βάσει των επιθυμιών του.
Άλλωστε οι ολιγάρχες γνωρίζουν πως μόνον οι λαοί κάνουν επαναστάσεις, ενώ ο «κόσμος» ή το «πλήθος» (τα πολιτικά αντικείμενα της φιλελεύθερης αριστεράς) το πολύ να προκαλούν χάος και αταξία. Γι’αυτό οι ολιγάρχες επιχειρούν να αποδημήσουν τους λαούς, να τους αναδιαμορφώσουν και να τους αντικαταστήσουν διαμέσου της μεταναστεύσεως, των μετεγκαταστάσεων των επιχειρήσεων και άλλων μεθόδων κοινωνικής μηχανικής, αφού έτσι μετατρέπουν το κοινωνικό χάος σε εργαλείο διακυβερνήσεως.
Η μεταμοντέρνα διανόηση τρέφει μία τεράστια περιφρόνηση για τον «πραγματικό λαό», για τον λαό ο οποίος κατέχει μία ταυτότητα η οποία σφυρηλατήθηκε στην πορεία των αιώνων, καθώς αυτές οι ιστορικές ταυτότητες (συνήθως εθνικές & πολιτιστικές) είναι προβληματικές και άκρως «φασιστικές». Συνεπώς για τη «Γαλλική Θεωρία» και τους επιγόνους της η προβληματική για την αποδόμηση των βαθιά ριζωμένων ταυτοτήτων δίνουν τροφή σε μια κοινωνική μηχανική κατασκευή νέων ταυτοτήτων, κυρίως διαμέσου της πολυπολιτισμικότητας, της «επιμειξίας» και της θεωρίας περί φύλου – μία διαδικασία που έρχεται παραδόξως να θέσει το ζήτημα της ταυτότητας στο επίκεντρο της σύγχρονης πολιτικής, με τους εισηγητές να μιλούν για δήθεν “ελευθερία” του ατόμου.
Α.Τάσσος: Ο Παπαφλέσσας, 1951
«Ποιας ελευθερίας όμως; Της ελευθερίας να ιδιωτεύουμε και να θεωρούμε το πουλί μας κεντρικό πολιτικό ζήτημα; Ο καθείς, η καθεμία, το καθετί και το φύλο του, δηλαδή. Η ελευθερία, στα μουλωχτά, αντικαταστάθηκε από τον «αυτοπροσδιορισμό φύλου». Αλλά ο «αυτοπροσδιορισμός», τι σχέση έχει με την ελευθερία; Η χιλιάκριβη ελευθερία είναι συλλογικό κατόρθωμα […]»3
Η πολιτική ζωή ταλαντεύεται με αυτόν τον τρόπο γέρνοντας προς την κατεύθυνση μιας «κοινωνίας πολιτών» που καλείται να συμμετάσχει στη «διακυβέρνηση» για την ικανοποίηση «κοινωνικών αιτημάτων» που δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική άσκηση της ιδιότητας του πολίτη. Αυτή η γενική αποπολιτικοποίηση του δημοσίου χώρου είναι απολύτως συμβατή με το δόγμα «όλα είναι πολιτική», καθώς με την «πολιτικοποίηση της καθημερινής ζωής» που η μεταμοντέρνα αριστερά υπερασπίζεται, «όταν η πολιτική είναι παντού, δε βρίσκεται πουθενά»4. Επομένως το πολιτικό αποδυναμώνεται μέσα στο διαχειριστικό (management) και το δημόσιο μέσα στο ιδιωτικό. Έτσι συντελείται η εξαφάνισή μας από τον δημόσιο βίο. Δεν είμαστε πλέον πολίτες αλλά ικανοποιημένοι χρήστες! Πλέον δεν συνυπάρχουμε με τους άλλους, μόνο υπάρχουμε…
Στο πλαίσιο αυτού του «διαχειριστικού» και της αποπολιτικοποίησης, οι φιλελεύθεροι «οπαδοί του Χάγιεκ» ασχολούνται με τη διαχείριση της οικονομίας, ενώ η Αριστερά με τη διαχείριση «συνηθειών και ηθών», προβαίνοντας «στην εκχώρηση της δημόσιας οικονομίας, την αποσύνθεση των εργασιακών δικαιωμάτων, τη μεταβολή της χώρας κυριολεκτικώς σε αποικία», όπως σημειώνει ο Γιώργος Καραμπελιάς.
Σήμερα, τα νέα κοινωνικά κινήματα μεταθέτουν το επίκεντρο της κοινωνικής αντιπαράθεσης στον αγώνα κατά του ρατσισμού, της ετεροπατριαρχίας και της παραδοσιακής σεξουαλικής ηθικής, συμβάλλοντας έτσι στην εξουδετέρωση του αγώνος εναντίον των κοινωνικών ανισοτήτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος πρόνοιας μεταλλάχθηκε σε νεοφιλελεύθερο κράτος, ο αγώνας κατά του αποκλεισμού αντικατέστησε τον αγώνα κατά της εκμετάλλευσης και η προστασία των «μειονοτήτων» αντικατέστησε την προστασία των εργατών. Στον τομέα της κοινωνικής κριτικής ο Φουκώ προτείνει την αντιστροφή των προτεραιοτήτων: μολονότι οι οικονομικές ανισότητες και η φτώχεια εξακολουθούν να υφίστανται, κατά τη γνώμη του αυτά τα προβλήματα δεν έχουν την ίδια «επιτακτικότητα» όπως στο παρελθόν…5
Συνεπώς, ο κατακερματισμός της κοινωνίας, αποτέλεσμα της μετανεωτερικότητας και των κάθε λογής αυτοπροσδιορισμών, μετατρέπει τον λαό σε ένα απρόσωπο πλήθος ανίκανο να διεκδικήσει το οτιδήποτε. Κι ενώ ο πληθυσμός της γης συνεχώς αυξάνεται, οι άνθρωποι ζουν εγκιβωτισμένοι στον ατομισμό τους, κατάμονοι και αποκομμένοι από τους άλλους, σε έναν κόσμο ρευστό και χαώδη! Σε αυτόν τον κόσμο των μεταβλητών και απροσδιόριστων ταυτοτήτων ο αγώνας κατά του αποκλεισμού αντικατέστησε τον αγώνα κατά της εκμετάλλευσης και η προστασία των «μειονοτήτων» αντικατέστησε την προστασία των εργατών. Η μεταμοντέρνα Αριστερά που συχνά χαρακτηρίζεται ως «ριζοσπαστική» και «αντισυστημική», τελικά μάχεται για το σύστημα.
«Ξεκινάει ο παίκτης με τη μεγαλύτερη ζαριά και οι υπόλοιποι ακολουθούν δεξιόστροφα, όπως η φορά του ρολογιού». Κάπως έτσι κινείται και η παγκόσμια οικονομία σήμερα, δεξιόστροφα. Παντού συναντάμε μία «δεξιά» οικονομική πολιτική, , η οποία όμως κάνει βήματα προς τα… αριστερά. Προς μία αριστερά που κατέστη ιεροεξεταστής «συνηθειών και ηθών» της κουλτούρας του δικαιωματισμού, με την επανάσταση να μην είναι πλέον μία πολιτική ή οικονομική επιταγή. Προς μία αλλιώτικη αριστερά του «πλήθους» και όχι του λαού.
Παραπομπές
- Αυτολογοκρισία, δηλ «πολιτική ορθότητα»
- Θεόδωρος Ε. Παντούλας, Ο φασισμός των αντιφασιστών του Pier Paolo Pasolini, Εκδόσεις Manifesto, 2021
- »»
- Alain de Benoist, Les demons du Bien, Pierre Guillaume de Roux, 2013
- Θα ήταν άδικό όμως να πούμε ότι οι διεκδικήσεις των διαφόρων επιμέρους μεινοτικών κοινωνικών ομάδων και η κινητοποίηση μειονοτήτων δε διαθέτουν καμία πολιτική διάσταση. Αλλά η εναγωγή των κοινών προβλημάτων σε ειδικά ζητήματα είναι, στην πραγματικότητα, ένας παράγοντας αποπολιτικοποίησης. Με τη «μειονοκρατία» (απόσταγμα του φουκωκικού μεταμοντερνισμού) εγκαταλείπεται η μαρξιστική πολιτική πράξη, αφού οι μειονότητες αυτό που πρέπει να κάνουν δεν είναι να αναλάβουν τα ηνία του Κράτους, αλλά να δημιουργήσουν χώρους «αυτονομίας». Η έννοια των «ασφαλών χώρων» (safe spaces) έχει τις καταβολές της στα αμερικάνικα πανεπιστήμια και αποτελούσε μία πρακτική που επέτρεπε την πρόσβαση σε ορισμένα αμφιθέατρα, ούτως ώστε κάποιες ομάδες φοιτητών -συνήθως ομοφυλόφιλοι και διεμφυλικοί – να μπορούν να συναθροίζονται ανενόχλητες.
Πίνακας Εξωφύλλου: Α.Τάσσος: Τρύγος, 1953
Βιβλιογραφία
Αδριανός Έριγκελ, Κόκκινοι ή νεοφιλελεύθεροι: Η αποδόμηση της μεταμοντέρνας Αριστεράς, Εκδόσεις Έξοδος, Αθήνα 2020
Θεόδωρος Ε. Παντούλας, Ο φασισμός των αντιφασιστών του Pier Paolo Pasolini, Εκδόσεις Manifesto, 2021
Γιώργος Καραμπελιάς, Η Υπάρβαση: Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2016