Θα αποκαλούσα το 2024 ως μία ασφαλή χρονιά για τον κινηματογράφο με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις.
Αξίζει, μπαίνοντας απευθείας στο «ψητό», να ρίξουμε μία ματιά στις ταινίες με τις μεγαλύτερες εισπράξεις για φέτος.
(Δεδομένα μέχρι τις 29/12/24)
Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι όλες οι ταινίες της 10αδας, εκτός από δύο (Wicked και YOLO), αποτελούν μέρη ή συνέχειες ενός ήδη υπάρχοντος franchise.
(Βέβαια ακόμα και το Wicked αποτελεί μέρος του σύμπαντος του Μάγου του Ωζ και είναι η κινηματογραφική μεταφορά ενός λατρεμένου από το κοινό μιούζικαλ του Broadway. Όσο για το YOLO που αποτελεί μία κινέζικη κωμωδία, δεν γνώριζα καν ότι υπάρχει μέχρι τη στιγμή που βρήκα την παραπάνω λίστα.)
Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από τα παραπάνω;
1) Ο κινηματογράφος έχει γίνει ασφαλής (και ταυτόχρονα βαρετός).
Είναι γνωστό ότι το budget για να φτιαχτεί μία ταινία πλέον είναι πραγματικά αστρονομικό. Το ποσό των 100 εκατομμυρίων δεν μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση για την παραγωγή μιας ταινίας σήμερα. Όταν το 2003 το ποσό αυτό χρησιμοποιήθηκε για την 3η ταινία Lord of The Rings («Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Επιστροφή του Βασιλιά») όλοι γνώριζαν ότι για να επενδύεται αυτή η εξωπραγματική ποσότητα χρημάτων σε ένα project, τότε πρόκειται για κάτι το οποίο θα ξεπεράσει όλες τις προσδοκίες. Και πράγματι, η ταινία αυτή έφερε καθαρό κέρδος πάνω από 1 δισεκατομμυρίων ευρώ και αποτελεί μία από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει, ιδιαίτερα μετά τον Covid, και τα κόστη παραγωγής ταινιών έχουν φτάσει στα ύψη. Το ποσό των 200 εκατομμυρίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πλάκα ακόμα και για ταινίες … της πλάκας. Είναι λογικό οι επενδυτές και τα μεγάλα studio να προτιμούν να μην ρισκάρουν με μία πρωτότυπη ιδέα αλλά να βασιστούν σε ένα πολυαγαπημένο εγκατεστημένο κινηματογραφικό σύμπαν για να φτιάξουν τις ταινίες τους.
Το Inside Out 2, το Deadpool & Wolverine, το Despicable Me 4, το Kung Fu Panda 4, όπως και αρκετά ακόμη, αποτελούν ασφαλή, υπολογισμένα ρίσκα για την βιομηχανία. Βασιζόμενες στην επιτυχία των προηγούμενων ταινιών και στην αγάπη του κοινού, οι ταινίες αυτές δύσκολα θα κόστιζαν στα studio παραγωγής.
Ακολουθώντας απλά, ασφαλή, προβλέψιμα, θα έλεγε κανείς, μοντέλα, χωρίς ιδιαίτερες πρωτοτυπίες ή επαναστατικές ιδέες και χρησιμοποιώντας την δύναμη της νοσταλγίας, οι παραπάνω ταινίες συνοψίζουν την γενικότερη γραμμή που ακολούθησε ο κινηματογράφος το 2024:
Την ασφάλεια, τον φόβο, την στήριξη στο γνώριμο και ταυτόχρονα την έλλειψη φαντασίας. Εν ολίγοις, ό,τι μισεί να είναι ο κινηματογράφος: βαρετός.
*Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν ουκ ολίγες ταινίες οι οποίες πατάνε σε αγαπημένα franchise αλλά αποτυγχάνουν στις εισπράξεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από φέτος: “Joker: Folie à Deux” και “Mad Max Furiosa”.
**Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπήρχαν πρωτότυπες, ενδιαφέρουσες ταινίες φέτος, όπως θα πω και στη συνέχεια, αλλά αφορούν την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην βιομηχανία.
2)Το κοινό προτιμάει το οικείο (και αποφεύγει τα ρίσκα)
Η βιομηχανία εξαρτάται και καθορίζεται κυρίως από ένα πράγμα: από το κοινό που καταναλώνει το περιεχόμενό της. Όσο κι αν πολλές φορές φαίνεται να επιδιώκει να χειραγωγήσει και να περάσει μηνύματα που το ευρύτερο κοινό δεν συμμερίζεται (βλέπε woke ατζέντα), η βιομηχανία πάντα ακολουθεί την ζήτηση του κοινού.
Έτσι, οι ταινίες με τις μεγαλύτερες εισπράξεις δείχνουν πάνω απ’ όλα τι είναι αυτό που ζητάει το κοινό: την οικειότητα, την σιγουριά, την νοσταλγία.
Οι θεατές δεν αντιμετωπίζουν τον κινηματογράφο πλέον ως έναν χώρο ανακάλυψης όμορφων ταινιών, ως μία ευκαιρία για κάτι καινούριο, ως πηγή διανοητικών και συναισθηματικών ερεθισμάτων.
Αντίθετα, ο σύγχρονος θεατής πηγαίνει στον κινηματογράφο για να δει κάτι το οποίο πιστεύει ότι μάλλον θα του αρέσει. Ο κινηματογράφος έχει χάσει την δύναμη την οποία κάποτε είχε.
Βέβαια σε αυτό παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες.
Πρώτον, με τα social media πλέον μπορούμε από τις πρώτες κιόλας προβολές να καταλάβουμε αν μία ταινία γενικά «αρέσει» ή όχι, ενώ οι υψηλές τιμές των εισιτηρίων και η δυνατότητα προβολής ταινιών από το σπίτι (νόμιμα ή παράνομα) δεν παροτρύνουν τον θεατή να ρισκάρει να δει κάτι που μάλλον «δεν θα αξίζει». Συνδυάζοντας τα παραπάνω με το χαμηλό attention span, ο σύγχρονος θεατής δεν θα ρισκάρει να χάσει δύο ολόκληρες ώρες από τον πολύτιμο χρόνο του για να δει κάτι το οποίο ίσως να μην είναι καλό. (Θα προτιμήσει να αξιοποιήσει αυτό τον χρόνο βλέποντας αστεία reel στο Instagram).
Όπως και να έχει, ο κινηματογράφος έχει χάσει την μαγεία του. Η αγορά των popcorn, το περπάτημα με φορτωμένα χέρια μέχρι την αίθουσα, η ανυπομονησία και η περιέργεια για την ταινία, η αντίδραση των ανθρώπων στο cinema και πολλά άλλα που χτίζουν την εμπειρία της κινηματογραφικής προβολής έχουν σε μεγάλο βαθμό χαθεί και αντικατασταθεί από ασφαλείς προβολές μη πρωτότυπων ταινιών που γνωρίζουμε πάνω κάτω ότι θα μας αρέσουν.
Θα ακουστώ απίστευτα απαισιόδοξος, αλλά τελικά, ίσως, σε γενικές γραμμές,
ο κινηματογράφος να είναι νεκρός. Και εμείς να τον σκοτώσαμε.
Παρόλα αυτά, πάμε να δούμε κάποια φωτεινά και κάποια ενδιαφέροντα παραδείγματα ταινιών που το κοινό ξεχώρισε την φετινή χρονιά.
Ταινίες που συζητήθηκαν / ξεχώρισαν το 2024 (Spoiler Free)
DUNE: Μέρος 2ο (Σκηνοθέτης: Dennis Villeneuve)
Imdb: 8,5/10 , Letterbox: 4,4/5
Μία λέξη: Ε Π Ο Σ.
Προσωπικά ίσως η καλύτερη εμπειρία μου σε κινηματογράφο, το Dune 2 καταφέρνει να θέσει τα απόλυτα κριτήρια για μία sci-fi ταινία:
- Εξαιρετική φωτογραφία. Γνωρίζοντας και αγαπώντας τον Dennis Villeneuve και τον κινηματογραφιστή Greig Fraser (“The Batman”, “Rogue One”) δεν προκαλεί εντύπωση η απίστευτα καλή φωτογραφία της ταινίας. Τα τοπία της απέραντης ερήμου προκαλούν ρίγος ενώ κάθε πλάνο διαπνέεται από μία παράξενη ομορφιά που σε βάζει με μοναδικό τρόπο στον κόσμο του Dune. Και μόνο για αυτό το στοιχείο αξίζει κανείς να εκτιμήσει αυτό το αριστούργημα.
- Μαγευτική μουσική. Δεν χρειάζεται να πω κάτι παρά μόνο ένα όνομα: Hans Zimmer. Τα υπόλοιπα είναι περιττά.
- Ενδιαφέρουσα πλοκή. Μη γνωρίζοντας την ιστορία των βιβλίων του Frank Herbert, οφείλω να πω ότι η ταινία μου κράτησε την προσοχή από την αρχή μέχρι το τέλος. Η εξέλιξη της προσωπικότητας του Paul Atreides (Timothée Chalamet), η ερωτική του σχέση με την Chani (Zendaya), η δυναμική του με την μητέρα του (Rebecca Ferguson) και τα διάφορα πολιτικά και προσωπικά συμφέροντα των χαρακτήρων, διαμορφώνουν μία ιστορία που ξεδιπλώνεται με πολύ ενδιαφέρον τρόπο, παρόλο που δεν αποτελεί κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί στην μεγάλη οθόνη.
- Άψογη ηθοποιία. Είναι γεγονός πλέον ότι ο Timothée Chalamet είναι πολλά παραπάνω από το ωραίο παιδί του Hollywood, αποτελώντας ίσως τον κορυφαίο ηθοποιό της γενιάς του. Στην παρούσα ταινία όχι μόνο δεν απογοητεύει, αλλά μεταμορφώνεται κυριολεκτικά στον φιλόδοξο και ευφυή Paul Atreides, ο οποίος σε κάποιες σκηνές είναι πραγματικά ανατριχιαστικός. Όλο το cast βέβαια, αποτελούμενο από εξαιρετικούς ηθοποιούς, κάνει την δουλειά του, με τον Austin Butler ως τον ψυχοπαθή Feyd-Rautha και την Rebecca Ferguson ως Jessica, μητέρα του Paul, να ξεχωρίζουν, προσδίδοντας βάθος και αυθεντικότητα στους χαρακτήρες. Βάζω έναν αστερίσκο στο «άψογη ηθοποιία» για την ερμηνεία της Zendaya η οποία, όπως συνηθίζει, δε μου γέμισε το μάτι, χωρίς να σημαίνει ότι έκανε κακή ερμηνεία.
- Ζωντανή δράση. Όσο προφανές και αν είναι μία ταινία δράσης να έχει… καλή δράση, αυτό σίγουρα δεν άπτεται της πραγματικότητας. Συγκρίνοντας με τις τελευταίες ταινίες Star Wars, που οι σκηνές μάχης είναι το λιγότερο κάκιστες και άσχημα χορογραφημένες, το Dune καταφέρνει να παρουσιάσει μάχες τεράστιας κλίμακας οι οποίες σε μαγνητίζουν και σου προκαλούν δέος. Τα απίστευτα εφέ επίσης βοηθούν πολύ.
Δεν χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω. Η ταινία είναι αριστούργημα και είμαι σίγουρος ότι σε 20 χρόνια από τώρα θα θεωρείται από το ευρύ κοινό ως μία από τις καλύτερες sci-fi ταινίες όλων των εποχών.
Θα αναφέρω μόνο τη φράση που σκέφτηκα μόλις τελείωσε η προβολή της ταινίας στους κινηματογράφους (η οποία είναι γενικότερα η φράση που χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες του Dennis Villeneuve):
Η ταινία αυτή σε σέβεται. Νιώθεις ότι έρχεται ο σκηνοθέτης και σου σφίγγει το χέρι.
Γι’ αυτό σεβάσου την κι εσύ και δες την.
Προσωπική βαθμολογία: 5/5
Deadpool & Wolverine (Σκηνοθέτης: Shawn Levy)
Imdb: 7,6/10 , Letterbox: 3,5/5
Αναφέρθηκα και παραπάνω λίγο στο Deadpool & Wolverine και η αλήθεια είναι ότι η ταινία είναι απλά … ok.
Καταλαβαίνω γιατί άρεσε αρκετά σε πολύ κόσμο και οφείλω να παραδεχτώ ότι έχει έξυπνα fight scenes, το γνωστό «edgy» και dark humor του Deadpool και την κλασική καλλιεργούμενη φιλία δύο ακραίων, περιθωριακών τύπων η οποία ποτέ δεν απογοητεύει. Ο Ryan Reynolds και ο Hugh Jackman έχουν εξαιρετική χημεία και είναι απολαυστικοί σε κάθε σκηνή, ενώ κατανοώ πως η ταινία μπορεί (και μάλλον θέλει) να χαρακτηριστεί ως love letter στην παλιά Marvel φέρνοντας πίσω παλιούς, ξεχασμένους θρύλους.
ΠΑΡΟΛΑΥΤΑ.
Με πολύ λίγα λόγια, κατά τη γνώμη μου η ταινία δεν έχει αρκετή ψυχή.
Αποδομώντας ό,τι χτίζουν με παραδόξως όμορφο τρόπο οι προηγούμενες δύο ταινίες, όπως οι σχέσεις του Wade Wilson με τους φίλους και την κοπέλα του, η αποδοχή της αξίας του και η αγάπη για τους άλλους που οδηγεί στην αυτοθυσία, ο Deadpool που παρουσιάζεται εδώ φαίνεται εγωκεντρικός και μίζερος.
Ο Wolverine, παρά την άψογη ερμηνεία του Hugh Jackman, είναι μία ξεπατικωτούρα του Wolverine που είδαμε στο Logan: παραμελημένος, αλκοολικός, άσκοπα περιπλανώμενος.
Η πλοκή έχει πολλά plot holes (“anchor being”… όντως;), βασίζεται σε συμπτώσεις και δεν διαπνέεται από ιδιαίτερο συναίσθημα ή νόημα για τα περισσότερα που συμβαίνουν.
Στο τέλος -SPOILER- οι δύο ήρωες επιλέγουν μία μάλλον προβλέψιμη πράξη αυτοθυσίας (η οποίοι βέβαια δεν οδηγεί καν στον θάνατο τους) για να νικήσουν έναν κακό που προσπαθεί “να καταστρέψει τον κόσμο” (κούρασε αυτό το κλισέ) και ο οποίος ξεχνιέται πιο εύκολα και από το μεσημεριανό που έφαγα χτες.
Τελικά, με πολλά δολώματα νοσταλγίας, πολύ σαματά για το τίποτα, μία γλυκιά αλλά προβλέψιμη σχέση δύο μανιακών χαρακτήρων και μία πλοκή που δεν πρέπει να διπλοσκεφτείς για να μην καταρρεύσει, η ταινία ίσως αδυνατεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη της πέρα από μία ευκαιρία να συνεργαστούν οι κολλητοί Reynolds-Jackman με την δυνατότητα να πρηστούν παραπάνω τα ήδη πρησμένα πορτοφόλια όσων συμμετείχαν στην παραγωγή της.
Όσο κι αν φαίνομαι ισοπεδωτικός, η ταινία δεν είναι σε καμία περίπτωση κακή. Είναι σίγουρα καλύτερη από την πλειοψηφία των ταινιών της Marvel τα τελευταία 5 χρόνια, το οποίο βέβαια δεν είναι και ιδιαίτερα δύσκολο. Είναι ευχάριστη, διασκεδαστική αλλά μέχρι εκεί. Είναι μέτρια.
Και πράγματι, με το ασφαλές μοντέλο που ακολούθησε, το Deadpool & Wolverine κατάφερε να γίνει η R-rated ταινία με τις περισσότερες εισπράξεις στην ιστορία, ξεπερνώντας το Joker, και η δεύτερη πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία για το 2024. Δεν το λες και άσχημα.
Προσωπική Βαθμολογία: 2,5/5
Gladiator II (Σκηνοθέτης: Ridley Scott)
Imdb: 6,7/10 , Letterbox: 3,4/5
Ως τεράστιος fan του πρώτου Gladiator ήμουν το λιγότερο μπερδεμένος όταν άκουσα για το sequel που ετοιμάζεται από τον ίδιο σκηνοθέτη.
Υπάρχει κάποιος λόγος να έχουμε την συνέχεια ενός αριστουργήματος που βγήκε πριν από 24 χρόνια; Θα έχει αυτή η νέα προσθήκη κάτι το πρωτότυπο, το ενδιαφέρον, θα ενισχύσει την πρώτη ταινία και θα καλλιεργήσει παραπάνω τις ιδέες που εισήγαγε;
Ή, μήπως, θα αποτελέσει μία ακόμη προσπάθεια του Hollywood για εύκολο χρήμα στον βωμό μιας ήδη πολυαγαπημένης ταινίας;
Δυστυχώς, ισχύει το τελευταίο.
Το Gladiator II αποτελεί μία φθηνή απομίμηση της πρώτης ταινίας καταφέρνοντας να κάνει τα πάντα λίγο χειρότερα.
(Παρακάτω υπάρχουν λίγα spoilers για την ταινία αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ…)
Η πλοκή είναι σχεδόν ολόιδια, αλλά λίγο χειρότερη. Κάποτε αργή, κάποτε πολύ γρήγορη, η ταινία δεν επιτρέπει να αναπτυχθούν οι πολλοί χαρακτήρες που παρουσιάζει οι οποίοι, ως αποτέλεσμα, φαίνονται μονοδιάστατοι και πολλές φορές ρηχοί.
Ο πρωταγωνιστής Lucius (Paul Mescal) είναι σχεδόν copy paste του Μάξιμου (Russell Crowe) της πρώτης ταινίας, αλλά με το μισό γόητρο και με πλήρη ασάφεια στις προθέσεις και τα κίνητρα. Στην μισή ταινία μισεί την Ρώμη και την μητέρα του ενώ μετά, σχεδόν ξαφνικά, εκτιμάει την μητέρα του και είναι διατεθειμένος να πεθάνει για την πόλη που πριν λίγο απεχθανόταν.
Η εναλλαγή στους “αντιπάλους” στους οποίους διοχετεύει τον θυμό του επίσης δεν βοηθάει. Αρχικά μισεί τον στρατηγό Acacius (Pedro Pascal σε μία μέτρια ερμηνεία), μετά εντός λεπτών τον εκτιμάει και μισεί τους δίδυμους αυτοκράτορες (οι οποίοι αποτελούν μία καρικατούρα του Κόμμοδου από την πρώτη ταινία) ενώ με τον θάνατο τους, ο “ανταγωνιστής” γίνεται ο Macrinus (Daniel Washington σε μία ως συνήθως εξαιρετική ερμηνεία).
Η αντιπαλότητα του Μάξιμου και του Κόμμοδου από την πρώτη ταινία που της δίνει πνοή και αποτελεί την κατευθυντήρια δύναμη της, εδώ εναλλάσσεται μεταξύ του πρωταγωνιστή και πολλών προσώπων και σε καμία περίπτωση δεν φτάνει στο βάθος και την βαρύτητα που είδαμε στην ταινία του 2000.
Από άποψη φωτογραφίας η ταινία δεν έχει τίποτα το αξιόλογο. Δεν θυμάμαι καμία σκηνή που να ξεχώρισε για την εικόνα της κάτι το οποίο έρχεται σε έντονη αντίθεση με τα εντυπωσιακά πλάνα που βλέπουμε στην πρώτη ταινία.
Η μουσική είναι μέτρια, εκτός από τις φορές που είναι αριστουργηματική… τις φορές αυτές χρησιμοποιείται η μουσική από το πρώτο Gladiator.
Αξίζει να αναφέρω ότι τα εφέ είναι πολύ κακά, ειδικά στην πρώτη μάχη της ταινίας που πραγματικά μου φάνηκε σαν να είναι βγαλμένη από παιχνίδι του Playstation 4. Αν λάβουμε υπόψη και το budget των περίπου 350 εκατομμυρίων δολαρίων, τα άσχημα εφέ προκαλούν ακόμα χειρότερη εντύπωση.
Πάντως, για τα σημερινά δεδομένα του κινηματογράφου, η ταινία, αν προβληθεί ως μία αυτόνομη ιστορία, δεν είναι κακή.
Όταν όμως πατάς πάνω σε ένα αριστούργημα και φτιάχνεις ένα δεύτερο μέρος, το κοινό θα το κρίνει με βάση τα στάνταρ που έχουν ήδη τεθεί.
Και τα στανταρ είναι τόσο ψηλά που το Gladiator II ποτέ δεν θα τα έφτανε.
Ειδικά, όταν δεν έχεις να προσφέρεις τίποτα πρωτότυπο και βασίζεσαι στην οικειότητα και στη νοσταλγία του κοινού, η ταινία σου είναι καταδικασμένη να αποτύχει, κρυμμένη στη σκιά της πρώτης.
Τελικά, το Gladiator II εκφράζει πλήρως τη γενικότερη κατάσταση του κινηματογράφου το 2024: μία ασφαλή και βαρετή απομίμηση ενός λαμπρού παρελθόντος.
Προσωπική βαθμολογία: 1,5/5
Anora (Σκηνοθέτης: Sean Baker)
Imdb: 7.9/10 , Letterbox: 4.1/5
Έχοντας κερδίσει το υψηλότερο βραβείο στο φεστιβάλ Καννών, το Palme d’Or, και ακούγοντας αρκετά θετικά λόγια για την ταινία, ομολογώ πως είχα περιέργεια να δω την τελευταία προσθήκη του Sean Baker.
Καταρχάς να πω εδώ ότι η ταινία είναι άκρως ακατάλληλη, με πολλές σκηνές 18+ και πολύ άσχημο λεξιλόγιο.
Λίγα λόγια για την πλοκή επειδή πολλοί δεν γνωρίζουν καθόλου την ταινία (χωρίς spoilers εννοείται).
«Η ταινία ακολουθεί την Άνι, μια νεαρή σεξεργάτρια από το Μπρούκλιν. Η ζωή της αλλάζει δραματικά όταν γνωρίζει και παντρεύεται παρορμητικά τον Βάνια, τον 21χρονο γιο ενός Ρώσου ολιγάρχη. Αυτό που ξεκινά ως παραμυθένιος έρωτας, σύντομα μετατρέπεται σε εφιάλτη, καθώς η οικογένεια του Βάνια προσπαθεί να ακυρώσει τον γάμο και να τον επαναφέρει στη Ρωσία. Η ταινία συνδυάζει κωμικά στοιχεία με αυθεντικό δράμα, προσφέροντας μια σύγχρονη εκδοχή της “Σταχτοπούτας” με ενήλικο περιεχόμενο.»
(Ναι με βοήθησε το ChatGPT για την παραπάνω σύνοψη και δεν ντρέπομαι καν).
Η ταινία έχει αρκετά θετικά στοιχεία τα οποία αξίζει να αναφερθούν.
Καταρχάς η ερμηνεία της Mickey Madison ως την πρωταγωνίστρια “Ani” είναι πραγματικά εξαιρετική και η ηθοποιός «κλέβει την παράσταση» σε κάθε σκηνή.
Επιπλέον, η πλοκή είναι αρκετά απρόβλεπτη και ενδιαφέρουσα ενώ η ταινία τολμάει να πρωτοτυπήσει αλλάζοντας σχεδόν πλήρως το ύφος της, το οποίο στην αρχή είναι πολύ έντονο παρουσιάζοντας την φιλήδονη και ανεύθυνη ζωή της Άνι με τον Βάνια, ενώ στην συνέχεια αποκτά πολλά στοιχεία κωμωδίας με πραγματικά πολύ επιτυχημένο τρόπο. Και οφείλω να παραδεχτώ ότι η ταινία έχει κάποιες ειλικρινά πολύ αστείες σκηνές.
Το τέλος, χωρίς να πω τι συμβαίνει, είναι επίσης εξαιρετικό, αρκετά βαρύ και θεωρώ ότι ίσως δικαιώνει όλη την ταινία.
Οι βασικές μου ενστάσεις είναι πως η ταινία είναι λίγο «στεγνή».
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν νοιάστηκα ειλικρινά για τους χαρακτήρες γιατί δεν μου δίνεται αρκετό περιεχόμενο για να δεθώ μαζί τους. Καταλαβαίνουμε πως η Άνι παλεύει να βγάλει το μεροκάματο της για να ζήσει, αλλά κατά την γνώμη μου, δεν σκιαγραφείται αρκετά το ποια είναι, τι έχει περάσει, αν μισεί ή όχι τη δουλειά που κάνει, ενώ ειλικρινά δυσκολεύτηκα να καταλάβω ακόμα και αν όντως νοιάστηκε για τον Βάνια ή αν τον παντρεύτηκε απλά και μόνο για το status, την ζωή και τα χρήματα που προσέφερε.
Ακόμα και ο χαρακτήρας του Igor ο οποίος φαίνεται ως ο καλόκαρδος και γλυκός μπράβος, αδυνατεί να μου δημιουργήσει κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα επειδή στην ουσία δε γνωρίζω σχεδόν τίποτα για το ποιος είναι.
Η τελευταία σκηνή, αν και εξαιρετική και άξια συζήτησης, φαίνεται λίγο ξένη προς την υπόλοιπη ταινία, η οποία φαίνεται να μην παίρνει τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά ειδικά από τη μέση και μετά, και προσωπικά δεν μου χτύπησε τόσο έντονα όσο διαβάζω άλλες κριτικές να λένε.
Παρόλα αυτά, το Anora αποτελεί μια πρωτότυπη ταινία, με ωραία φωτογραφία, πολύ καλή υποκριτική και κάποιο νόημα το οποίο θέλει να περάσει, το οποίο πιστεύω θα ακολουθήσει τον θεατή για αρκετό διάστημα μετά την προβολή.
Προσωπική βαθμολογία: 3/5
The Substance (Σκηνοθέτρια: Coralie Fargeat)
Imdb: 7.9/10 , Letterbox: 3.9/5
To “The Substance” κατέκλυσε μονομιάς τα φόρουμ των σινεφίλ στα social media από τις πρώτες κιόλας προβολές του.
Με απίστευτα αντικρουόμενες απόψεις, ο βασικός λόγος γινόταν για την πρώτη ταινία “φεμινιστικού body horror”, σκηνικά που θυμίζουν συνονθύλευμα David Lynch και Stanley Kubrick, και ένα τέλος που θα σε στιγματίσει για την υπόλοιπη ζωή σου.
Όπως είναι φυσικό, έπρεπε να το δω.
Και αυτό που έχω να πω είναι: ΜΗΝ ΤΟ ΔΕΙΤΕ.
Όχι επειδή είναι κακή ταινία. Ίσα ίσα, είναι μάλλον καλή ταινία με αρκετές αφορμές για συζήτηση.
Λέω να μην την δείτε γιατί δεν θέλω να έχει την ευθύνη ο Τάσος Ξύδης από το Φιλοsofa για τις ακραίες αηδίες και τις εξωφρενικές σκηνές που θα μείνουν μαζί σας για πολύ καιρό.
Άμα ενδιαφέρεστε ακόμα, συνεχίστε να διαβάζετε με δική σας ευθύνη. ΔΕΝ προτείνω αυτή την ταινία.
Λίγα λόγια για την πλοκή (ChatGPT entered the chat):
«Η ταινία εξερευνά την εμμονή με τη νεότητα και τις συνέπειες της αναζήτησης της αιώνιας ομορφιάς. Η ιστορία ακολουθεί την Ελίζαμπεθ Σπάρκλ (Ντέμι Μουρ), μια πρώην διάσημη ηθοποιό του Χόλιγουντ που πλησιάζει τα 50 και βλέπει την καριέρα της να παρακμάζει. Μετά την απόλυσή της από τον παραγωγό της, Χάρβεϊ (Ντένις Κουέιντ), λόγω της ηλικίας της, η Ελίζαμπεθ μαθαίνει για μια παράνομη ουσία που υπόσχεται να δημιουργήσει μια νεότερη, πιο όμορφη εκδοχή του εαυτού της. Αποφασισμένη να ανακτήσει τη δόξα της, χρησιμοποιεί την ουσία και δημιουργεί τη Σου (Μάργκαρετ Κουόλι), μια νεότερη εκδοχή της, η οποία «γεννιέται» ως ένα καινούριο σώμα από ένα σχίσιμο στην πλάτη της. Ωστόσο, η διαδικασία απαιτεί οι δύο εκδοχές (τα δύο σώματα) να εναλλάσσονται κάθε επτά ημέρες, με την καθεμία να παραμένει σε αδράνεια όταν δεν είναι ενεργή. Καθώς η Σου απολαμβάνει τη νέα της ζωή, η Ελίζαμπεθ βυθίζεται σε απόγνωση, και οι απρόβλεπτες παρενέργειες της ουσίας οδηγούν σε δραματικές εξελίξεις»
Με πραγματικά εξαιρετική φωτογραφία, εντυπωσιακές ερμηνείες και πλοκή που σε κρατάει διαρκώς σε εγρήγορση, το “The Substance” καταφέρνει με πρωτότυπο τρόπο να προσεγγίσει το ζήτημα της χαμένης ομορφιάς και τον αντίκτυπο της σε μία γυναίκα.
Αν και καταδικάζει την ανδροκρατούμενη βιομηχανία της θέασης η οποία επιβάλλει τα πρότυπα ομορφιάς στις γυναίκες και τις αναγκάζει να ταιριάξουν σε κάτι άφταστο, νομίζω πως η ταινία δίνει εξίσου μεγάλη βαρύτητα στην ανεπάρκεια της πρωταγωνίστριας να βρει αξία στον εαυτό της πέρα από την ομορφιά της.
Η ταινία παρουσιάζει με πολύ έντονο τρόπο το παραπάνω, με χαρακτηριστική τη σκηνή που η Ελίζαμπεθ ετοιμάζεται να βγει ραντεβού και συνέχεια βάφεται και καλλωπίζεται παραπάνω, προτού τελικά ξεσπάσει κατανοώντας ότι ποτέ δεν θα φτάσει την ομορφιά μιας νεαρής κοπέλας.
Πάρα πολύς λόγος γίνεται για το τελευταίο κομμάτι της ταινίας το οποίο πραγματικά ξεφεύγει σε ακραίο βαθμό και έκανε πολλούς να την μισήσουν. Πράγματι, δεν είμαι σίγουρος τι πιστεύω, αλλά κλίνω προς την άποψη ότι το εξωφρενικό σκηνικό που λαμβάνει χώρα, ακριβώς επειδή είναι τόσο έντονο, καταφέρνει να τονίσει με έναν ιδιαίτερο τρόπο το βασικό νόημα της ταινίας. Παρόλα αυτά, καταλαβαίνω πλήρως γιατί κάποιος μπορεί να το θεωρήσει εντελώς ακατάλληλο και να διαγράψει τελείως ολόκληρη την ταινία λόγω αυτού.
Γενικά, το “The Substance” θα έλεγα ότι μου άρεσε επειδή είναι πρωτότυπο, τολμηρό αλλά προσγειωμένο (πλην του τέλους) και παρέχει ερεθίσματα για σκέψη και συζήτηση.
Τα ακραία σκηνικά του, όμως, και το πολύ έντονο στοιχείο του body horror θα αποτρέψουν σίγουρα το ευρύ κοινό από το να το εκτιμήσει, και δικαιολογημένα, και σίγουρα θα αποτρέψουν εμένα από το να το προτείνω στον οποιονδήποτε, ακόμα κι αν θα πέθαινα να δω τις αντιδράσεις των φίλων μου σε κάποιες από τις σκηνές της ταινίας.
Προσωπική βαθμολογία: 3,5/5
Κλείσιμο:
Εντάξει δεν νομίζω πολλοί να έφτασαν μέχρι το τέλος του κειμένου μιάς και μου βγήκε τεράστιο, αλλά αν έφτασες μέχρι εδώ πραγματικά το εκτιμώ.
Κάνε με ένα follow στο Letterbox αν έχεις : DrTace.
Και δώρο για τους πιο πιστούς αναγνώστες που με άντεξαν τόση ώρα, μία πρόταση ταινίας που είδα πρόσφατα:
Knight of Cups (2015) , σκηνοθεσία: Terrence Malick.
Ποιητικός κινηματογράφος με εξαιρετικό cast και πολύ ωραία μηνύματα που αρμόζουν πολλών συζητήσεων.
Βέβαια, μην περιμένετε να καταλάβετε και πολλά για το τι συμβαίνει, η ταινία δίνει βαρύτητα στο βίωμα και στο συναίσθημα και όχι στην πλοκή. Είναι όπως όταν διαβάζεις ένα ποίημα. Μπορεί να μην καταλαβαίνεις ακριβώς τι θέλει να πει ο ποιητής αλλά ξέρεις πως σε κάνει να νιώθεις. Αυτή είναι η μαγεία του, δυστυχώς παραμελημένου, ποιητικού κινηματογράφου.
Αυτά για τώρα.
Εύχομαι ένα δημιουργικό 2025 γεμάτο νόημα και όμορφες ταινίες.