Πρόταση: Η ανάγνωση του κειμένου να συνοδεύεται από το παρακάτω μουσικό κομμάτι:

For privacy reasons YouTube needs your permission to be loaded. For more details, please see our Πολιτική Απορρήτου.

Πρέπει να ήταν μια εποχή σαν αυτή, αλλά 7 χρόνια πριν, όταν ο σκηνοθέτης Ντάμιεν Σαζέλ παρέσυρε το κινηματογραφικό κοινό σε ένα μοναδικό ταξίδι μέσα από την νέα του ταινία. Το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερο και μαγευτικό, συνοδευόμενο από ένα αίσθημα χαρμολύπης μετά το γλυκόπικρο τέλος. Η δεύτερη ταινία του Σαζέλ μετά το βραβευμένο με τρία Όσκαρ «Whiplash», θεωρείται από πολλούς ως η κορυφαία ταινία της προηγούμενης δεκαετίας.  Ο λόγος φυσικά γίνεται για το αριστουργηματικό «La La Land».

Μουσική-Χορός-Ρομάντζο σαν να λέμε Φώτα-Κάμερα-Πάμε.

Λος Άντζελες-Τζαζ-Χόλιγουντ σαν να λέμε Νάξος-Καλοκαίρι-Διακοπές.

Τα τρίπτυχα αυτά της επιτυχίας του Σαζέλ έφεραν σίγουρα αέρα επιτυχίας αλλά και μια δόση νοσταλγίας. Όπως και ο ίδιος εξομολογήθηκε λίγα χρόνια μετά την πρεμιέρα, επιθυμία του ήταν να επαναφέρει στην επικαιρότητα το παλιό κλασικό χολιγουντιανό μιούζικαλ (Singin’ in the Rain, West Side Story, Mary Poppins κλπ), εμποτισμένο όμως με το άρωμα του σήμερα. Και χωρίς αμφιβολία τα κατάφερε.

Το La La Land είναι η ταινία αυτή που όσο την παρακολουθείς σε κάνει να θέλεις να σηκωθείς να χορέψεις, και που μετά το τέλος της σε αφήνει να σιγοψιθυρίζεις μηχανικά τους ρυθμούς της στον δρόμο και στο αμάξι.


Πάμε λίγο όμως να δούμε το ζητούμενο, δηλαδή το πώς κατάφερε ο πανούργος Σαζέλ να υπνωτίσει το κοινό, παντρεύοντας τα όνειρα, τη μουσική και τον ρεαλισμό, μέσα από την ιστορία δύο ανθρώπων. Με άλλα λόγια, πάμε να δούμε τέσσερις από τους βασικότερους λόγους, που μας έκαναν να αγαπήσουμε τόσο το La La Land.

  1. Η αρχή της ταινίας

Είσαι μποτιλιαρισμένος κάπου στον περιφερειακό του Λος Άντζελες (L.A. Land).

Κόρνες, νεύρα, κακό.

Κάθε αμάξι, ένας διαφορετικός κόσμος που έχει ορίσει ο εκάστοτε οδηγός με τις ραδιοφωνικές επιλογές του.

Πόσο καλά μπορεί να πάει αυτό;

Σίγουρα όχι μια καλή ιδέα για να ξεκινήσει μια ταινία, θα σκεφτόταν κάποιος.
“Μουσική, χορός, Πάμε!” σκέφτηκε κάποιος άλλος.

Η ταινία από τα πρώτα δευτερόλεπτα του μήκους της, δίνει στον θεατή την αίσθηση που θα τον συνοδεύσει μέχρι το τέλος της. Μέσα από ένα από τα πιο ανεβαστικά μουσικά κομμάτια που έχει να προβάλει, το “Another Day of Sun” ανοίγει την αυλαία  με τον φαντασμαγορικό ρυθμό του και ανεβάζει τη διάθεση στα ύψη. Η χορογραφική αυτή πανδαισία ξεδιπλώνεται με τη βοήθεια μιας προσεκτικά επιλεγμένης ποικιλίας ανθρώπων, αμαξιών, ειδών χορού, ρούχων και χρωμάτων, που όλα μαζί συναντιούνται υπό το πρίσμα ενός και μόνο κοινού σημείου. Της μουσικής.

Ίσως να φαίνεται παράλογο, όμως η σκηνή αυτή αποτέλεσε ένα από τα ακριβότερα πλάνα της ταινίας. Ανεξάρτητα από την οικονομική ζημιά και αποφασισμένος να μείνει πιστός στο όραμά του, ο Σαζέλ έκλεισε όντως τον περιφερειακό του Λος Άντζελες για ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο και ζήτησε όσους περισσότερους ηθοποιούς, χορευτές και κομπάρσους μπορούσαν να γεμίσουν την παλέτα του πλάνου του. Και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Τελικά, χρειάστηκε μόνο πεντέμισι λεπτά για να μας εισάγει στον κόσμο του.

  1. Οι πρωταγωνιστές και η πλοκή

Στο ίδιο το Λος Άντζελες των φασαριόζικων αυτοκινητοδρόμων και της κοσμοπολίτικης κουλτούρας, δύο νέοι ερωτεύονται, ενώ παράλληλα κυνηγούν τους στόχους και τα επαγγελματικά τους όνειρα. Παρότι απλή, λίγο-πολύ αυτή είναι η πλοκή του ιδιαίτερου αυτού μιούζικαλ που ξεδιπλώνεται μέσα από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι της Μία (Έμα Στόουν) και του Σεμπάστιαν (Ράιαν Γκόσλινγκ).

Από τη μία, ο Σεμπάστιαν είναι ένας ιδεαλιστής πιανίστας – παθιασμένος με την τζαζ – που βρίσκεται εγκλωβισμένος τόσο στην ανιαρή μετριότητα των σύγχρονων piano bars, όσο και στο άδειο διαμέρισμά του. Μελαγχολικός και μοναχικός, ο χαρακτήρας του Σεμπάστιαν κρύβει ουσιαστικά μια ρομαντική και έντιμη καρδιά. Όντας αποφασισμένος να αντισταθεί στην παρακμή του σύγχρονου επαγγέλματος του πιανίστα, όνειρό του αποτελεί η δημιουργία ενός αυθεντικού μουσικού κλαμπ, ενός μέρους όπου κάθε βράδυ η τζαζ θα ξαναγεννιέται.

Από την άλλη, η Μία είναι και αυτή ένα ονειροπόλο άτομο που θα μπορούσε να είναι ηθοποιός. Όμως, δεν είναι παρά μια ακόμα νέα κοπέλα που δουλεύει ως σερβιτόρα ενώ προσπαθεί παράλληλα να κρατήσει ζωντανούς τους στόχους της, τρέχοντας από οντισιόν σε οντισιόν. Πρόκειται για τις ψυχρές αυτές ακροάσεις όπου μπαίνεις με ένα όνειρο και φεύγεις με ένα δάκρυ. Ταυτόχρονα δυναμική και ανασφαλής, η Μία είναι ένας ευαίσθητος και ειλικρινής άνθρωπος, αντιμέτωπος με τις προκλήσεις της ενήλικης, σκληρής  πραγματικότητας.

Η μαγνητική παρουσία των δύο πρωταγωνιστών είναι ικανή να κουβαλήσει την ταινία για ώρες. Σεμπάστιαν και Μία έχουν κατά κάποιον τρόπο μια χημεία μοναδική. Όσο ταιριαστοί και αταίριαστοι και αν είναι, όσο και αν ο ένας ολοκληρώνει τον άλλο, στην ουσία δεν είναι παρά το σπάνιο παράδειγμα δύο ανθρώπων που έτυχε να ζήσουν το ανεξήγητο μυστήριο του έρωτα.

Παρόλα αυτά, η ροή της ταινίας έρχεται να ανατρέψει τα πράγματα υπογραμμίζοντας ότι κάποιες φορές αυτό και μόνο δεν αρκεί. Η πλοκή του La La Land παρότι παραμυθένια, έχει και την δόση ρεαλισμού που της χρειάζεται.  Γιατί οι ειλικρινείς ανθρώπινες σχέσεις είναι περίπλοκες και δύσκολες. Γιατί οι σχέσεις επηρεάζονται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες. Γιατί παράλληλα έρχονται αντιμέτωπες με πολλά εμπόδια. Και τέλος, γιατί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι συχνά ο ίδιος μας ο εαυτός.

  1. Η μουσική

Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι μνεία στο La La Land χωρίς ξεχωριστή αναφορά στην μουσική του δεν γίνεται. Ο ταλαντούχος συνθέτης Justin Hurwitz, για μια ακόμη φορά μετά την μελωδική επιτυχία του “Whiplash”, κατάφερε να δημιουργήσει μια αξεπέραστη μουσική συλλογή. Η ακουστική επένδυση αυτή λειτουργεί σαν βηματοδότης σε κάθε σημείο της πλοκής σε σημείο τέτοιο που σε κάνει να απορείς αν οι νότες πατάνε στο σενάριο ή μήπως αντίστροφα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι ο Hurwitz έχτισε πανέξυπνα τις μουσικές επινοήσεις του σε πλήρη αρμονία με τις «ανθρώπινες» φωνές της Έμα Στόουν και του Ράιαν Γκόσλινγκ, χωρίς να επιβάλλεται κάποια ανάγκη υπερβολής ή επιτηδευμένης κορύφωσης στον τόνο των κομματιών που ίσως να τους εξέθετε. Πότε γρήγορη και ρυθμική και άλλοτε αργή και δραματική, η μουσική του La La Land είναι απλά υπέροχη.

Fun Fact 1: Ο σκηνοθέτης Damien Chazelle γνωρίστηκε με τον πλέον συνεργάτη και φίλο Justin Hurwitz, στα φοιτητικά έδρανα του Harvard. Έκτοτε, δεν έχει γυρίσει καμία του ταινία χωρίς εκείνον.

Damien Chazelle (αριστερά) & Justin Hurwitz (δεξιά)

Justin Hurwitz (από τη συνέντευξη του στο GC):

“Επιθυμία μας με τον Damien ήταν να γράψουμε τη μουσική με τρόπο τέτοιο που θα έμενε αιώνια και αυτούσια. Δεν θέλαμε δύο, τρία ποπ χιτάκια που θα τα ξεχνούσες δύο μέρες αφού έβλεπες την ταινία.

Πέρασα άπειρες ώρες στο πιάνο συνθέτοντας και σχεδόν κάθε φορά που έστελνα τα κομμάτια στον Damien η απάντηση ήταν ΟΧΙ, ΟΧΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΟΧΙ. Συνέχισα και συνέχισα μέχρι που κάποια μέρα αναφώνησε ΝΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ! ΤΟ ΛΑΤΡΕΥΩ! Νομίζω δε θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την στιγμή…”

Fun Fact 2: Το κομμάτι που τραγουδάει ο John Legend, γνωστό και ως “Start a Fire”, είναι το μόνο μουσικό κομμάτι της ταινίας που δεν συνέθεσε ο Hurwitz. Και αυτό διότι το έγραψε ο ίδιος ο John Legend.

  1. Το φινάλε

Ένας μεγάλος σκηνοθέτης της έβδομης τέχνης είχε αναφέρει κάποτε:
“Κάποιες σκέψεις αποτυπώνονται δύσκολα στον φακό.
Κάποια συναισθήματα ακόμα δυσκολότερα…”

Είναι λες και το κλείσιμο της ταινίας είχε σκοπό να αναιρέσει ακριβώς αυτά τα λόγια.

Το πρώτο σκέλος του φινάλε περιλαμβάνει ένα μεγάλο “what if”. Η ιστορία αυτή την φορά εξελίσσεται ιδανικά και το ζευγάρι καταλήγει μαζί. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, θα δει ότι στην εκδοχή αυτή είναι η Μία εκείνη που εκπληρώνει τα επαγγελματικά της όνειρα ενώ ο Σεμπάστιαν δεν ανοίγει ποτέ το πολυπόθητο κλαμπ. Παραμένουν όμως μαζί…

Στο δεύτερο σκέλος, το «όνειρο» αυτό σβήνει και επανερχόμαστε στη σεναριακή πραγματικότητα. Ο Σεμπάστιαν παίζει αργά και βασανιστικά τις τελευταίες νότες ενός κομματιού που κάποτε τον ένωνε με τον έρωτα της ζωής του. Με το πέρας, η Μία αποχωρεί. Χιλιοστά πριν φύγει από το μαγαζί τα μάτια τους συναντιούνται. Είναι η στιγμή εκείνη που τα μάτια «κλειδώνουν» για δευτερόλεπτα.
Βλέμμα που βουρκώνει.

Ανάσα που κόβεται.

Και τέλος ένα χαμόγελο.
Και κάπως έτσι δύο άνθρωποι είπαν με ένα βλέμμα, όσα για χρόνια προσπαθεί ο άνθρωπος να εξηγήσει με τραγούδια, ανθοδέσμες και ποιήματα…

Υ.Γ: Για όσους τα κατάφεραν μέχρι το τέλος του κειμένου, ακολουθεί bonus βίντεο.

Αν το La La Land ήταν 4 λεπτά και 54 δευτερόλεπτα, θα ήταν αυτό το βίντεο.

For privacy reasons YouTube needs your permission to be loaded. For more details, please see our Πολιτική Απορρήτου.