Πρόταση: Η ανάγνωση να συνοδεύεται από το παρακάτω μουσικό κομμάτι:
Ο κόσμος στην πόλη έχει ξεσηκωθεί. Θα αργήσω πολύ να βρω τον δρόμο μου μέσα από το πλήθος για να επιστρέψω σπίτι. Και σήμερα είμαι πραγματικά πολύ κουρασμένος από τη δουλειά και τους ανθρώπους…
Είναι παράξενο όμως. Αν και η πόλη συνηθίζει να είναι γεμάτη από ζωή, σπανίως υπάρχει τόσο πολλή φασαρία και τόσος πολύς κόσμος μαζεμένος.
Παραξενεύομαι για το τι συμβαίνει. Ρωτάω τους ανθρώπους γύρω. Σήμερα έχει σταύρωση, μου λένε.
Καθώς προχωράω, δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να προσπεράσω τους ανθρώπους. Νιώθω ασφυξία μεταξύ των σωμάτων. Δεν ξέρω προς τα πού πηγαίνω. Είμαι χαμένος. Ξαφνικά, παίρνω μία ανάσα αέρα και βρίσκομαι στην πρώτη σειρά ανθρώπων. Από το σημείο αυτό μπορώ επιτέλους να δω τον δρόμο τον οποίο το πλήθος έχει περιτριγυρίσει αλλά κανείς δεν βρίσκεται πάνω του. Αναρωτιέμαι γιατί.
Σηκώνω το κεφάλι και λίγα μέτρα μπροστά μου βλέπω μία φιγούρα. Ένας κόκκινος άνθρωπος βαδίζει αργά προς τα εμένα. Το σώμα του, γεμάτο πληγές, έχει κοκκινίσει το ιμάτιο που φοράει. Από το πρόσωπό του στάζουν χοντρές κηλίδες αίματος και ιδρώτα. Φοράει στεφάνι από αγκάθια σαν να είναι κάποιος γελοίος βασιλιάς. Ποιος είσαι, ξένε; Γιατί έρχεσαι προς τα εμένα; Γιατί είσαι γεμάτος πληγές; Όλοι γύρω σε φτύνουν και σε χλευάζουν. Κι όμως, γιατί στα μάτια σου βλέπω μια καρτερικότητα, γιατί νιώθω ότι πονάς περισσότερο στην ψυχή παρά στο σώμα;
Δυο στιβαρά χέρια με σπρώχνουν με δύναμη και με επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Ο Ρωμαίος στρατιώτης μού φωνάζει κάτι που δεν καταλαβαίνω, ενώ σταδιακά βυθίζομαι ξανά στο πλήθος των ανθρώπων, μακριά από τον δρόμο, μακριά από τον ξένο «βασιλιά».
Ως μακρινός παρατηρητής, πλέον, βλέπω τον ξένο με μία συνοδεία από στρατιώτες να προχωράνε οδεύοντας προς το περιβόητο όρος, το Γολγοθά. Ο ξένος κουβαλάει έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό. Πίσω του, ακολουθούν δύο άλλοι άνθρωποι –εγκληματίες μάλλον– με σταυρό.
Ρωτάω δίπλα. Ο ξένος ονομάζεται Ιησούς και είναι από τη Ναζαρέτ. Πριν λίγες μέρες, είχε έρθει στην πόλη και οι άνθρωποι τον υποδέχτηκαν ως βασιλιά. Διακήρυξε ότι είναι ο Μεσσίας, έκανε μάγια και θαύματα και είπε ότι μπορεί να γκρεμίσει τον Ναό του Σολομώντα και να τον ξαναχτίσει σε 3 μέρες. Καταδικάστηκε με θάνατο για βλασφημία.
Ένας υποκριτής που πήγε να κερδίσει την εύνοια των ανθρώπων, είπε κάποιος. Ένας τρελός, φώναξε κάποιος άλλος. Ο μεσσίας, είπε μια πνιγμένη φωνή, και δεν ακούστηκε ξανά.
Το ίδιο πλήθος που τον υποδέχτηκε, τώρα τον βρίζει και τον φτύνει. Γι’ αυτό, δεν είχα ποτέ στενή επαφή με τη θρησκεία. Θέλω να πιστεύω ότι η ευφυΐα μου με έχει καταστήσει ικανό να απορρίψω τα θρησκευτικά δόγματα. Είναι προφανές ότι δημιουργήθηκαν προκειμένου να πιστέψουν οι άνθρωποι κάπου, να πάρουν ελπίδα και να δώσουν νόημα στη μίζερη ζωή τους. Εκτός αυτού, είναι μέσα χειραγώγησης του πλήθους από τον εκάστοτε βασιλιά. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς οι άνθρωποι δεν το συνειδητοποιούν αυτό.
Οφείλω να ομολογήσω, βέβαια, ότι αυτό που ζηλεύω από τους θρήσκους ανθρώπους είναι ότι έχουν κάποιο σκοπό στη ζωή τους. Ξέρουν πού πηγαίνουν, παρ’ όλο που αυτό που πιστεύουν είναι ψέμα. Τουλάχιστον βλέπουν ένα φως στο τέλος του δρόμου.
Η απογοήτευση, οι επιφανειακοί φίλοι, οι αποτυχημένοι έρωτες, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, η καταπίεση από την εξουσία, η προδοσία, το αφόρητο άγχος, η απελπισία… αυτά συνιστούν τη ζωή. Το έχω καταλάβει καλά αυτό. Όσο ζω πάντα εκπλήρωνα χωρίς περιορισμούς όλες τις επιθυμίες που μπορούσα να υλοποιήσω. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα μπορούσα να πω ότι έχω ζήσει μία ευτυχισμένη ζωή. Σε τελική ανάλυση, η δυστυχία πάντα είναι περισσότερη από την ευτυχία. Αυτό το έχω παρατηρήσει και στη ζωή όλων των κοντινών μου ανθρώπων. Η δυστυχία πάντα επικρατεί. Αυτός είναι ο κανόνας της ύπαρξης. Στον παραλογισμό αυτό, το μόνο που μπορούμε να αντιτάξουμε είναι να γινόμαστε χαρούμενοι με κάθε ευκαιρία, έστω και στιγμιαία. Έτσι κι αλλιώς όλοι έχουμε την ίδια κατάληξη… όλοι πεθαίνουμε. Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και σηματοδοτεί ότι η ζωή υπάρχει για να περάσουμε καλά όσο την έχουμε. Γι’ αυτό και τρέχουμε όλοι να προλάβουμε να ευχαριστηθούμε τα πάντα όσο μπορούμε. Και πάλι όμως, παρατηρώ ότι μένουμε δυστυχισμένοι. Μήπως όλα αυτά που κάνουμε μάς επιφέρουν την απελπιστική αυτή δυστυχία; Δεν γνωρίζω και μάλλον ούτε θα μάθω ποτέ.
Αρκετά όμως με τον θάνατο. Αυτό είναι ένα ζήτημα που προτιμώ να μην σκέφτομαι.
Κι όμως τώρα βρίσκω ξαφνικά τον εαυτό μου μπροστά από τρεις ψηλούς σταυρούς, σύμβολα του πόνου και του θανάτου. Παρασυρόμενος από τη σκέψη μου, πρέπει να ακολούθησα το πλήθος στην κορυφή του απαίσιου αυτού βουνού, του όρους Γολγοθά.
Υψώνω τα μάτια μου στον μεσαίο σταυρό και βλέπω τον περίεργο ξένο καρφωμένο πάνω του, σαν κάποιου είδους έκθεμα. Η ματιά του εξακολουθεί να με μαγνητίζει. Ομολογώ ότι έχει κάτι το απόκοσμο. Ακόμα και στην επιτομή του πόνου και της οδύνης μου φαίνεται μεγαλοπρεπής.
Ανοίγω τα αυτιά μου και ακούω τους ανθρώπους γύρω μου να τον βρίζουν και να τον ειρωνεύονται. Ο ξένος αυτός πραγματικά τους έχει εξαγριώσει και σαν λυσσασμένοι του επιτίθενται.
Ποιος το είπε αυτό; Στρέφω αμέσως το κεφάλι μου προς τα δεξιά. Κάποιος ψιθύρισε στο αυτί μου ότι σε 3 μέρες ο Ιησούς θα αναστηθεί. Πώς γίνεται να ζωντανέψει ο σταυρωμένος; Ποιος τολμάει να πει κάτι τόσο τολμηρό και συγκλονιστικό ανάμεσα στο πλήθος των μνησίκακων και τυφλωμένων ανθρώπων; Πραγματικά… συγκλονιστικό. «Ανάσταση». Η ζωή μας είναι διαμορφωμένη γύρω από το γεγονός ότι θα πεθάνουμε. Τι θα σήμαινε όμως να αναστηθούμε; Τι αξία θα είχε η ανάσταση του Ιησού;
Ξέφυγε πάλι η σκέψη μου. Είναι αδύνατο να αναστηθεί κάποιος. Δεν πιστεύω ότι πήγα να δομήσω τη σκέψη μου πάνω σε κάτι τόσο παράλογο.
Σηκώνω και πάλι τη ματιά μου στον ξένο. Αυτός που δίδασκε ότι είναι ο Σωτήρας. Κι όμως δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του. Αυτός που δίδασκε ότι θα φέρει την ειρήνη. Κι όμως, ο όχλος γεμάτος μίσος θέλει να τον θανατώσει. Αυτός που δίδασκε ότι είναι ο Υιός του Θεού. Κι όμως, δεν βλέπω τον Θεό Πατέρα Του να τον βοηθάει.
Πραγματικά, ξένε, είσαι αξιολύπητος όπως σε βλέπω. Μου λένε ότι ο φίλος σου σε πρόδωσε ενώ οι άλλοι τα έβαλαν στα πόδια μόλις σε συνέλαβαν. Έμεινες ολομόναχος ενώ όλοι σε περιέπαιζαν. Οι δούλοι σε χαστούκισαν και σε έφτυσαν. Οι Ρωμαίοι σε ειρωνεύτηκαν και σε μαστίγωσαν σκληρά. Ο λαός που σε υποδέχτηκε με αγάπη, ελευθέρωσε έναν απαίσιο εγκληματία στη θέση σου. Γεμάτος αίματα κουβάλησες το εργαλείο της θανατώσεώς σου πάνω στο όρος. Κι όμως ποτέ δεν παραπονέθηκες. Και τώρα να ‘σαι. Σε βλέπω πάνω στον ψηλό σταυρό στο όριο του θανάτου. Ολομόναχο.
Κοιτάω καλά τον σταυρό. Βλέπω και αισθάνομαι όλο τον πόνο του Ιησού. Ξεσκισμένο δέρμα από το ρωμαϊκό μαστίγωμα. Καρφιά που τρυπούν τα χέρια και τα πόδια. Στεφάνι με αγκάθια που διαπερνούν το κρανίο. Ο σωματικός πόνος σε όλο του το μεγαλείο.
Κοιτάω καλύτερα τον σταυρό. Αισθάνομαι τον γιγάντιο ψυχικό πόνο του Ιησού. Η προδοσία και η εγκατάλειψη, η αφόρητη θλίψη, η πληγωμένη αγάπη. Όλη η οδύνη της ύπαρξης βρίσκεται μπροστά στα μάτια μου σε μία εικόνα. Και εγώ την βλέπω. Βλέπω τη ζωή ολόκληρη. Την δικιά μου ζωή, όσα έχω ζήσει και όσα έπεται να ζήσω. Τη ζωή των άλλων. Τη ζωή του κόσμου. Πράγματι, στα μάτια του Ιησού σαν να βλέπω τον κόσμο όλο.
Πώς αντέχεις ξένε και δεν συντρίβεσαι; Πώς αντέχεις;
Κοιτάω ακόμα καλύτερα τον σταυρό. Κοιτάω καλύτερα τα μάτια του Ιησού. Πονάω κι εγώ μαζί του καθώς εισέρχομαι στην άβυσσο του πόνου και της θλίψης που βρίσκεται μπροστά μου. Την άβυσσο που εγώ και οι υπόλοιποι προσπαθούμε να γεμίσουμε με την προσωρινή ικανοποίηση των διαφόρων ηδονών. Γελάω με τη γελοιότητα των πράξεών μου. Αυτή η άβυσσος δεν θα γέμιζε ούτε σε 1000 χρόνια. Προχωράω μέσα στην άβυσσο. Ψάχνω τον θάνατο, ψάχνω την ολοκλήρωση των ανυπέρβλητων βασάνων του Ιησού και της ζωής. Τον θάνατο που τόσο αποφεύγω αλλά προσδοκώ. Ψάχνω τον σωτήριο θάνατο, και περιμένω τον Ιησού να πεθάνει για να απαλλαχθεί από τη θλίψη.
Κι όμως, καθώς έχω βυθιστεί ολοκληρωτικά στην άβυσσο του πόνου του Ιησού, ομολογώ αλήθεια ότι στο βάθος σαν να βλέπω… αποκλείεται. Πραγματικά, πώς είναι δυνατόν; Πλησιάζω πιο κοντά για να δω καλύτερα. Ειλικρινά μου φαίνεται πώς βαθιά μέσα στην άβυσσο βλέπω ένα…φως. Προχωράω στον επώδυνο δρόμο με πείσμα και περιέργεια. Κοιτάω καλύτερα. Το φως είναι εκεί. Πώς; Πώς υπάρχει φως εδώ; Πώς!; Στο βάθος της αβύσσου γιατί υπάρχει φως ενώ περίμενα να υπάρχει το τέλος;
Σταματάω προς στιγμήν και τότε… σαν να γεννιέμαι για πρώτη φορά. Αυτό είναι το φως της αναστάσεως; Στο τέρμα όλου του πόνου δεν υπάρχει η ανυπαρξία αλλά η ζωή. Η σκέψη και μόνο με έχει συνεπάρει. Τι κι αν αντί να ζούσαμε για να πεθάνουμε, ζούσαμε για να αναστηθούμε; Ο παραλογισμός της ύπαρξης, η αφόρητη δυστυχία ξαφνικά αποκτούν αξία αφού οδηγούν τον άνθρωπο στον θάνατο και τελικά… στην ανάσταση. Η ελπιδοφόρος ανάσταση που νοηματοδοτεί την ύπαρξη περισσότερο από οτιδήποτε. Η ανάσταση του Ιησού… τι γεγονός θα ήταν!
Πραγματικά, αν υπάρχει ανάσταση, τότε θέλω να ζήσω. Θέλω να ζήσω για να αναστηθώ. Είμαι πρόθυμος να πονέσω, να προδοθώ, να απογοητευτώ, να παραμεληθώ προκειμένου να αναστηθώ. Είμαι πρόθυμος να κουβαλήσω τον σταυρό μου στο Γολγοθά ενώ όλοι με χλευάζουν ώστε να σταυρωθώ και να αναστηθώ. Η ζωή είναι γεμάτη άσκοπο πόνο αν όλα τελειώνουν με τον θάνατο. Ο πόνος όμως αποκτά σημασία όταν πηγάζει από τον πορεία κάποιου προς τον σταυρό και τελικά την ανάσταση. Αληθινά, αν ο Ιησούς αναστηθεί και ο θάνατος πεθάνει τότε… θέλω να ζήσω όπως Εκείνος.
Έχουν περάσει 3 μέρες από τον θάνατο του Ιησού πάνω στον σταυρό. Οι διάφορες σκέψεις έχουν πλημμυρίσει το μυαλό μου και η ελπίδα της αναστάσεώς Του φέγγει στην καρδιά μου.
Μοναχός περπατάω προς την Ιερουσαλήμ καθώς επιστρέφω σπίτι μετά από ένα ταξίδι στους Εμμαούς. Στην Ιερουσαλήμ ίσως να βρίσκεται ο αναστημένος Ιησούς. Ίσως…
Στο απέναντι μονοπάτι από το δικό μου, στο αντίθετο ρεύμα δηλαδή πηγαίνοντας προς Εμμαούς, βλέπω από μακριά τρεις φιγούρες. Στη μέση… πραγματικά Αυτός είναι! Ο ξένος, πραγματικά ξένος πλέον, μέσα σε ένα σχεδόν εκτυφλωτικό φως που απορώ πώς δεν τυφλώνει τους δύο συνοδοιπόρους Του. Είναι Αυτός αλήθεια, Αυτός που είδα νεκρό στο σταυρό. Αυτός που σαν εγκληματίας χλευαζόταν από τους ανθρώπους. Αυτός που νίκησε τον θάνατο. Αυτός ο ξένος που δεν ανήκει μεταξύ των ανθρώπων αφού αλήθεια από άλλο κόσμο έρχεται. Και τώρα απέναντί μου Τον βλέπω ολοζώντανο. Ολοζώντανο μέσα στη δόξα Του.
Τα μάτια Του, γεμάτα φως πλέον, εκδηλώνουν μία παραδεισένια ευτυχία. Και τώρα… πάνω στα δικά μου μάτια έχουν πέσει! Κοιτάει εμένα. Κοιτάει εμένα και από μακριά χαμογελά απαλά, και προς στιγμήν μου φαίνεται ότι έσβησε η δυστυχία από τον κόσμο όλο. Ειλικρινά, το χαμόγελο αυτό είναι αρκετό για να με κάνει να θυσιάσω τα πάντα για Εκείνον. Κι ας πονέσω, κι ας υποφέρω κι ας προδοθώ. Θα κουβαλήσω με καρτερικότητα τον σταυρό μου προς τον Γολγοθά και θα σταυρωθώ. ‘Ώστε να πεθάνω και να αναστηθώ ζώντας αιώνια μαζί Του. Μία ζωή αιώνια… μία ζωή για την οποία αξίζει κάθε θυσία.
Αλήθεια… αφού υπάρχει ανάσταση, θέλω να ζήσω!