Μια φορά κι έναν καιρό…ήμασταν όλοι παιδιά.

Προσωπικά, θα ήθελα ακόμη να ήμουν.

Τι όμως είναι ένα παιδί;

 

Ας ψάξουμε για αρχή σε ένα λεξικό.

Ως παιδί ορίζεται ο “άνθρωπος, αρσενικού ή θηλυκού γένους, μικρής ηλικίας (που δεν έχει ακόμα μπει στην εφηβική ηλικία ή που δεν έχει ενηλικιωθεί)“.

Φαινομενικά αντικειμενικός χαρακτηριστισμός, που μάλλον βασίζεται στη διάρκεια ζωής ενός ατόμου και τη φυσιολογία του σώματός του.

 

Όμως, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, το ίδιο λεξικό, λίγες σειρές παρακάτω,

στην απόδοση του όρου παιδιάστικος αναφέρεται :

“που ταιριάζει σε παιδί· παιδιακίσιος.

α. αθώος: π.χ. Παιδιάστικη χαρά. Παιδιάστικες φωνούλες.

β. παιδαριώδης, αφελής ή ανόητος: π.χ. Παιδιάστικα καμώματα”

Εδώ φαίνεται καθαρότερα πώς ένα παιδί συσχετίζεται εξίσου με μια αντίστοιχη ψυχική, συναισθηματική, διανοητική κατάσταση.

 

Η λάμψη των γιορτών, σιγά σιγά σβήνει.

Έτσι κάπως έσβησαν σε πολλούς από εμάς και τα παιδικά αισθήματα μέσα στο πέρας των χρόνων.

Κάποτε πιστεύαμε στον Άι Βασίλη.

Θα μας έφερνε τα δώρα μας στις γιορτές, αφού κατέβαινε από την καμινάδα.

Μπορούσαν άραγε οι μεγάλοι να κάνουν τόσο λάθος;

Γιατί η πιθανότητα να ψεύδονταν, εσκεμμένα, δεν είχε καν διασχίσει το μυαλό μας.

 

Κάποτε η υπόσχεση μιας βόλτας στην παιδική χαρά αρκούσε για να μας κρατήσει ενθουσιασμένους όλη την προηγούμενη νύχτα.

 

Παραθέτω ένα απόσπασμα από μια σειρά παιδικών (η μάλλον, τώρα που το ξανασκέφτομαι, παντός ηλικίας) βιβλίων.

Πρωταγωνίστρια: ένα χαριτωμένο κορίτσι, η Πολυάννα.

Σκοπός της; Η μετάδοση της απλότητας, και της χαράς που αυτή καλλιεργεί, σε κάθε έναν γύρω της.

“Αυτό το παιχνίδι μου το έμαθε ο πατέρας μου. Είναι, ίσως, το πιο σπουδαίο πράγμα που κληρονόμησα μετά τον θάνατό του. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή… Ο πατέρας μου κι εγώ ήμασταν πολύ φτωχοί και ζούσαμε από φιλανθρωπίες. Μια μέρα, ευχήθηκα, ανάμεσα στα πράγματα που θα μας χάριζαν από την εκκλησία, να υπήρχε και μία όμορφη κούκλα. Αντί γι’ αυτό, στα χέρια μου έφτασαν μερικές παιδικές πατερίτσες. Τότε, ο πατέρας μου μού εξήγησε ότι δεν είχα κανένα λόγο να στενοχωριέμαι. Αντίθετα, θα έπρεπε να χαίρομαι που δεν είχα ανάγκη να τις χρησιμοποιήσω! Έτσι, κατάλαβα ότι πίσω από κάθε θλίψη υπάρχει κάτι που θα μας κάνει χαρούμενους. Όσο πιο δύσκολο είναι να το βρούμε, τόσο πιο διασκεδαστικό γίνεται το παιχνίδι. Σιγά σιγά, όλοι οι κάτοικοι της πόλης θα αρχίσουν να παίζουν το παιχνίδι της μικρής Πολυάννας και η ζωή τους θα πλημμυρίσει χαρά και αισιοδοξία.”

 

Κάποτε αρκούσε μια ώρα κοινού παιχνιδιού με κάποιον, για να του ζητήσουμε επίσημα να γίνει φίλος μας.

Τα παιδιά δεν έχουν γνωρίσει ακόμη την προδοσία, η οποία έχει οδηγήσει πολλούς ενήλικες να χάσουν την πίστη τους στον άνθρωπο. Ίσως γι’αυτό δέχονται ανοιχτόκαρδα τον κάθε έναν που τα προσεγγίζει, χωρίς πρώτα να ελέγξουν αν στα χέρια που δένουν πισώπλατα οι άλλοι κρύβεται μια ανθοδέσμη ή ένα σπαθί.

Όντως, όσο μεγαλώνει κανείς, συνήθως τόσο μικραίνει σε χωρητικότητα καρδιάς. Σαν να μη μπορεί πλέον να δώσει ευκαιρίες στους συνανθρώπους του, σα να έχει θέσει κωδικό στα κάγκελα της πόρτας της φυλακισμένης του καρδιάς και να επιτρέπει μόνο σε γνώριμους για χρόνια επισκέπτες να εισέλθουν.

Μέχρις ενός σημείου, φαντάζει λογικό. Άπαξ και λαβωθούν κάποια αισθήματα, κάποιος τρομάζει και μόνο στη σκέψη της αναβίωσης παρόμοιων καταστάσεων. Είτε από υπερευαισθησία, είτε άλλοτε από καθαρό εγωισμό.

Μα ακόμη κι αν αποφασίσει να ανοιχθεί στον άλλο, τον ξένο, μέσα του αγωνιά αν το άτομο απέναντί του έχει γκρεμίσει εξίσου τα τείχη των αμυνών του ή αν έστω κατανοεί την ενδότερη ανάγκη του για ρομαντισμό, ή απλώς έχει συμβιβαστεί με την ψυχρότητα, τη σκληρότητα και την τάση απομυθοποίησης του κόσμου των ενηλίκων.

 

Ο φίλος του Μικρού Πρίγκιπα σχολιάζει:

” Έδειξα το αριστούργημά μου στους μεγάλους και τους ρώτησα αν το σχέδιό μου τούς τρόμαξε. Γιατί να μας τρομάξει ένα καπέλο; μού αποκρίθηκαν.

Το σχέδιό μου δεν έδειχνε ένα καπέλο. Έδειχνε έναν βόα που χώνευε έναν ελέφαντα. Έπιασα τότε και σχεδίασα το εσωτερικό του βόα, για να μπορέσουν οι μεγάλοι να καταλάβουν. Πάντα τους χρειάζονται εξηγήσεις.

Τότε οι μεγάλοι με συμβούλεψαν να παρατήσω τα σχεδιάσματα του βόα, τ’ από μέσα και τ’ απ’ έξω του, και να προσέξω καλύτερα τη γεωγραφία, την ιστορία, την αριθμητική και τη γραμματική. Να πώς εγκατέλειψα λοιπόν, σε ηλικία έξι χρονών, μια θαυμάσια σταδιοδρομία ζωγράφου.

Οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν ποτέ το παραμικρό μόνοι τους, και για τα παιδιά είναι πολύ κουραστικό να τους δίνουν ξανά και ξανά εξηγήσεις.

Αναγκάστηκα λοιπόν να διαλέξω άλλο επάγγελμα κι έμαθα να οδηγώ αεροπλάνα.

Έτσι έκανα στη ζωή μου ένα σωρό επαφές μ’ ένα σωρό σοβαρούς ανθρώπους. Έζησα πολύ μαζί με τους μεγάλους. Τους είδα από κοντά. Κι αυτό δεν καλυτέρεψε και πολύ τη γνώμη που είχα γι’αυτούς.

Όταν συναντούσα κανέναν τους και μού φαινόταν πως βλέπει κάπως πιο καθαρά, πειραματιζόμουν απάνω του με το σχέδιό μου αρ. 1 που το φύλαγα πάντα. Προσπαθούσα να μάθω αν είχε πραγματική κατανόηση. Μα εκείνος πάντα μου απαντούσε:

“Είναι ένα καπέλο.”

Τότε κι εγώ δεν του ανάφερνα μήτε βόες, μήτε παρθένα δάση, μήτε αστέρια. Χαμήλωνα στο δικό του ανάστημα. Του κουβέντιαζα για γκολφ, για την πολιτική και για γραβάτες.

Κι ο μεγάλος ευχαριστιόταν πολύ που γνώριζε ένα τόσο λογικό άνθρωπο.”

 

Όμως, τι μας ωφελεί περισσότερο;

Να προστατέψουμε φαινομενικά τον εαυτό μας από όσους ίσως στραφούν να μας βλάψουν ή έστω να μη διαφυλλάξουν την αξιοπρέπεια των σκέψεων και των αισθημάτων μας ;

Ή να ενδώσουμε στην παιδική πλευρά μας που επιμένει να θέλει να τα βλέπει όλα αθώα, μέχρι αποδείξεως του εναντίου;

Ίσως να απογοητευτούμε μία ακόμη φορά. Εν τέλει όμως, αν πάψουμε να ανησυχούμε για τις προθέσεις του καθενούς, αν κινούμαστε με απλότητα και ειλικρίνεια, μάλλον ησυχότερα θα κοιμόμαστε τις νύχτες.

 

Θα πει κανείς (ενήλικας μάλλον):

Όταν είσαι παιδί, σε χαρακτηρίζει -εν αγνοία σου- μια άγνοια κινδύνου.

Οπότε, οι “μεγάλοι” αντιπροτείνουν το δικό τους ρητό:

“Μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Θα σε προδώσουν. Θα σε εκμεταλλευτούν.” 

 

Σίγουρα, συνήθως τα παιδιά δε διαθέτουν ακόμη ολοκληρωμένη και ώριμη σκεψη ώστε να διακρίνουν τις περιστάσεις. Θα έλεγε κανείς πώς οι αποφάσεις τους εξέρχονται από συλλογισμούς επιπόλαιους και πως η αθωότητά τους τρέφεται από την απειρία τους.

Όμως, το ζήτημα δεν είναι να απαλλαχθούμε από τη σωστή κρίση των καταστάσεων και τη διαχείρηση τους, ούτε να αγνοήσουμε τον ανθρώπινο πόνο μέσα μας και γύρω μας.

Δε σημαίνει ότι πρέπει με κάθε δυσκολία να διαφεύγουμε σε κόσμους ψεύτικους, ροζ, πλαστικούς για να επαναπαυτούμε ή να στρουθοκαμηλίζουμε.

Ούτε ότι παραδίδουμε απερίσκεπτα, με κλειστά τα μάτια, την ψυχή και το σώμα μας στον καθένα.

 

Αφού ως “μεγάλοι” διαθέτουμε περισσότερη διάκριση, ας παραδειγματιστούμε από την όμορφη πτυχή του παιδικού ψυχισμού και ας αποφύγουμε τις αδυναμίες τους.

 

Καμιά φορά μόνο και μόνο μια ανάγνωση της παγκόσμιας, της εθνικής, της τοπικής ιστορίας αρκεί για να πεισθεί κανείς ότι θηριωδίες συνέβαιναν, συμβαίνουν και μάλλον θα συμβαίνουν (Ναι, όπως τον 20ο αιώνα, τότε που επίσης η ανθρωπότητα θεωρούνταν πολιτισμένη, αλλά παρ’όλα αυτά κανείς αναρωτιέται αν κάποιο θηρίο της φύσης θα επιθυμούσε έτσι την ταπείνωση ενός οποίου του), όσο ο άνθρωπος μανιωδώς πλουτίζει σε πάθη.

 

Πώς μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τον άλλο άνθρωπο, λαμβάνοντας υπόψιν την εν δυνάμει πανουργία του;

Όμως, όπως ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί στη δαιμονική του άβυσσο, έτσι μπορεί και να ανυψωθεί με την προοπτική ακόμη της θέωσης, αν απαλλαχθεί από τα πάθη του και καλλιεργήσει τις αρετές του.

Άρα, μήπως το άνοιγμα στο συνάνθρωπο και η έμπρακτη πίστη στην προοπτική του, μπορούν να αποτελέσουν ώθηση ή στήριξή του σε μια πορεία ανοδική;

Μήπως όταν η αγαθότητα συνοδεύεται από διάκριση, ωφελεί και τον μεν πομπό που ελαφρύνει τις σκέψεις του, και τον δε δέκτη που λαμβάνει κατανόηση και αισθάνεται πλέον ασφάλεια, όπως ένα μικρό παιδί εν παρουσία των γονιών του;

 

Αξίζει να ρίξουμε το τείχος που μας εμποδίζει να αγαπήσουμε τους άλλους επειδή φοβόμαστε να εμπιστευτούμε, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά.

Έτσι προσφέρουμε και στον άλλο την ευκαιρία να μας μιμηθεί και να φανερώσει την εσωτερική του ευαισθησία. Πώς αλλιώς θα χτιστεί μια απόλυτα ειλικρινής ανθρώπινη σχέση;

 

Ένας καλός λογισμός για τον πλησίον, η αθωότητα στην επικοινωνία μαζί του και η χαρά που εξασφαλίζεται με τα λίγα, μπορούν πάντοτε να περιβάλλουν την κάθε μας κίνηση, την κάθε μας σκέψη, το κάθε μας βλέμμα.

Δεν είναι όλες οι αγκαλιές κακόβουλες.

Ακόμη και στην ίδια την πράξη του έρωτα, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μέσα στο πρίσμα της οικογένειας και της αγάπης μεταξύ συζύγων, ο ένας μπορεί να αντικρίζει απονήρευτα την ύπαρξη του άλλου.

 

Κι αν συμβεί οι ανθρωποι να μην το εκτιμήσουν και να θελήσουν να καταπατήσουν την παιδική χαρά που χτίσαμε μέσα μας, ούτε τότε χάνουμε πραγματικά.

Μια ήσυχη, αγαθή ζωή, ξάστερη από περίπλοκες φοβίες και τείχη έναντι των άλλων, λευκή ως προς τον ρύπο της ψυχικής και σωματικής αισχρότητας, δεν εξαρτάται από τη βούληση τρίτων.

Ό,τι και να μας συμβεί, πρέπει να γνωρίζουμε ότι το καταφύγιό μας είναι Ένας. Από εκεί ο άνθρωπος μπορεί να αντλήσει πίστη, αγαθότητα, απλότητα.

Εν τέλει, ισχυρότερη δεν είναι η διεστραμμένη γνώση αλλά η δύναμη των παιδιών να την υπερβαίνουν χωρίς να επηρεάζονται από αυτή.

 

Μας λείπει η απλότητα στις κινήσεις.

Αυτή η αγαθή διάθεση – που ενίοτε χρησιμοποιείται από την κοινωνία για να περιγράψει άνθρωπο αφελή, και κατά πάσα πιθανότητα κατώτερο διανοητικά (βλ. τον όρο “αγαθιάρης”) – μας διαφεύγει, ή μάλλον την αγνοούμε επιδεικτικά, προτιμώντας τη χυδαιότητα της ενήλικης νοημοσύνης.

Τόσο ως προς τους συνανθρώπους μας, όσο και προς τον Θεό.

Δεν εμπιστευόμαστε τη ζωή μας σε Εκείνον.

Θέλουμε να κατευθύνουμε εμείς τη ζωή μας, όπως μας υπαγορεύει το ανθρώπινο (ή πλέον υπερανθρώπινο) νευρωνικό μας δίκτυο.

Άι Βασίλης δε θα μπορούσε να υπάρξει στη ζωή μας.

 

Εντάξει, μπορούμε να εξηγήσουμε σε ένα παιδί κάποια στιγμή ότι όντως, ο Άι Βασίλης αποτελεί ένα κύημα φαντασίας, στα όρια του θρύλου.

Όμως, ας μην τα υπερφορτώνουμε με αμφιβολίες ως προς την Πίστη.

Ας τα αφήσουμε να γνωρίσουν προσωπικά, να βιώσουν το πραγματικό υπερφυσικό.

 

Μακάρι να στέλναμε προσευχές στον ουρανό με την εμπιστοσύνη και την αμεσότητα που νιώθαμε όταν γράφαμε γράμματα στον Άι Βασίλη.

 

Αντί να μιμούμαστε την αθωότητά των παιδιών, εμείς, οι υποτίθεται γνώστες των πραγμάτων, τους μεταδίδουμε το σκοτάδι μας.

Γιατί πρέπει τα παιδιά να ταλανίζονται από φοβίες, άγχη και πάθη ενηλίκων;

Γιατί τα παιδιά πρέπει να μάθουν να τυραννιούνται με τις δεσμεύσεις της αλόγιστης “απελευθέρωσης” του σώματός τους και να μη χαρούν την ξεγνοιασιά της αθωότητάς τους;

 

Φέτος τα Χριστούγεννα, στις πλατείες που συχνάζουν τα παιδιά, αντί για κάλαντα, αντηχούν τραπ κομμάτια ανίδεα από αγνά αισθήματα.

Γιατί σε κάθε νέα γενιά, τα παιδιά, ολοένα μοιάζουν λιγότερο με παιδιά;

Μήπως επειδή κυριαρχεί ένα κλίμα ορθολογισμού χωρίς συναίσθημα, ευφυΐας χωρίς απλότητα, προγραμματισμού χωρίς πίστη και έρωτα χωρίς αθωότητα;

 

Η ομορφιά και η δύναμη της παιδικότητας εκφράζεται απροκάλυπτα:

 

“Αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών.” (Μτ. 18, 3).

 

Για να μην αποδοθεί αυθαίρετα η παραπάνω φράση, παρατίθεται ο σχετικός λόγος του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου:

“Η ψυχή του μικρού παιδιού είναι καθαρή από όλα τα πάθη. Δεν μνησικακεί εναντίον εκείνων που την έχουν λυπήσει, αλλά τους πλησιάζει σαν φίλους, σα να μη συνέβη τίποτε. Και όσο ξύλο κι αν φάει από τη μητέρα του, αυτήν επιζητεί, αυτήν προτιμάει από όλους. Κι αν ακόμη του δείξεις μια βασίλισσα με το στέμμα της, δεν την προτιμάει από τη μητέρα του, που φοράει ρούχα κουρελιασμένα, αλλά θα προτιμούσε περισσότερο να ιδεί εκείνη με τα κουρέλια της, παρά τη βασίλισσα με τα στολίδια της. Γιατί το δικό του και το ξένο γνωρίζει να το διακρίνει όχι με βάση τη φτώχεια και τον πλούτο, αλλά με βάση την αγάπη. Και από τα αναγκαία τίποτε περισσότερο δεν επιζητεί, παρά μόνον όσο να χορτάσει με το γάλα του μαστού, και μετά απομακρύνεται από τη θηλή. Το παιδί δεν λυπάται για εκείνα που λυπούμαστε εμείς, όπως για παράδειγμα για τη ζημιά από τα χρήματα και για τα παρόμοια. Ούτε πάλι χαίρεται για όσα χαιρόμαστε εμείς, δηλαδή γι’ αυτά τα φθαρτά πράγματα. Δεν κυριεύεται από σφοδρό πάθος για τα κάλλη των σωμάτων. Γι’ αυτό κι ο Κύριος έλεγε ”Η βασιλεία των ουρανών  ανήκει σ’ εκείνους που μοιάζουν με τα απονήρευτα παιδιά”, ώστε να κάνουμε με την προαίρεσης μας, αυτά, που τα παιδιά τα έχουν εκ φύσεως.”

 

(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιω. Χρυσοστόμου,

Τόμος Γ’, Κεφ. 334, Ψυχολογία των Παιδιών,

Χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας )

 

 

Εμπιστοσύνη, απλότητα, αγαθότητα. 

Το τρία, είναι σε πολλά παραμύθια ο λεγόμενος μαγικός αριθμός.

Ας μην αφήσουμε αυτό το “παραμύθι” να τελειώσει ποτέ.