Πρόταση: Η ανάγνωση του κειμένου να συνοδεύεται από το παρακάτω μουσικό κομμάτι:
Θεέ μου, πόσο δύσκολη έχεις κάνει την ζωή…
Για πόσο ακόμα θα κουβαλάω τον βαρύ αυτόν σταυρό;
Μία ζωή ανεβαίνω στο βουνό κουβαλώντας το βαρύ φορτίο στην πλάτη. Πότε θα ξεκουραστώ Κύριε;
Ο πόνος γίνεται αφόρητος πλέον. Ο σταυρός μου πιστεύω θα με συνθλίψει. Η ζωή μου γεμάτη εμπόδια και δυσκολίες, η ζωή των ανθρώπων γεμάτη οδύνη και αδιέξοδα. Και ο σταυρός αυτός με κάθε βήμα γίνεται και πιο βαρύς. Και το βουνό αυτό φαίνεται διαρκώς και πιο ψηλό.
Όμως, πόσο όμορφες είναι αυτές οι παπαρούνες που βρίσκω μπροστά στο μονοπάτι μου! Ας κόψω μία και ας την κρατήσω στο χέρι μου.
Γνωρίζω γιατί κουβαλάω τον σταυρό μου, Κύριε. Είναι δική μου επιλογή. Πηγαίνω προς τον προορισμό μου, ανεβαίνω στο όρος και αναμένω την σταύρωση. Μετά την σταύρωση ελπίζω για την ανάσταση και την αιώνια ζωή.
Όλο αυτά όμως φαίνονται τόσο απόμακρα… Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να τα φτάσω. (Εδώ υπάρχουν στιγμές που αμφισβητώ ότι υπάρχουν…)
Έχω γλιστρήσει πολλές φορές και μου έχει πέσει ο σταυρός από την πλάτη.
Υπάρχουν φορές που έχω αφήσει ο ίδιος τον σταυρό στην άκρη και έχω τρέξει στη βάση του όρους, μακριά από το επώδυνο μονοπάτι μου και την κορυφή.
Πόση θλίψη και απόγνωση βιώνω στη βάση όμως, Κύριε! Εκεί οι άνθρωποι είναι καθισμένοι στο έδαφος και κοιτάνε το χώμα και συζητάνε ασταμάτητα για αυτό. Όμως, κι εγώ βρίσκω τον εαυτό μου μαζί τους κάποιες φορές. Είναι ευχάριστη η αίσθηση να μην έχεις έναν μεγάλο σταυρό στην πλάτη. Το κενό που νιώθω χωρίς αυτόν πλάι μου, όμως, είναι αβάσταχτο.
Πώς τόσοι άνθρωποι δεν σηκώνουν το κεφάλι τους για να δουν το τεράστιο όρος που υψώνεται μπροστά τους; Πώς δεν βλέπουν το φως που ανά στιγμές φωτίζει το μονοπάτι προς την κορυφή;
Τεράστιος ο πόνος που βιώνω για τους ανθρώπους αυτούς, Κύριε. Γιατί δεν τους δείχνεις το μονοπάτι Σου; Γιατί είναι τόσοι λίγοι αυτοί που κουβαλάνε τον σταυρό τους στο βουνό;
Θεέ μου, πόσο δύσκολη έχεις κάνει τη ζωή!
Μία ζωή ανεβαίνω στο απέραντο όρος.
Κάποιες φορές νιώθω ότι ο σταυρός μου θα με συνθλίψει.
Τότε είναι που κόβω μία παπαρούνα και την φυλάω στη χούφτα μου.
Τότε είναι που βλέπω δίπλα μου και τους άλλους ανθρώπους με τους δικούς τους σταυρούς.
Ανεβαίνουν κι αυτοί…
Για δες, αυτός εκεί δίπλα έχει σταυρό διπλάσιο από τον δικό μου… κι όμως είναι πιο ψηλά στο μονοπάτι από εμένα.
Ανεβαίνει κι αυτός…
Να και οι φίλοι μου που με χαϊδεύουν απαλά στην πλάτη και μου χαμογελάνε νοερά. Πόσο μεγάλοι είναι οι δικοί τους σταυροί!
Ανεβαίνουν κι αυτοί… Μέσα στον πόνο της ζωής κουβαλάνε το σταυρό τους.
Και εγώ τους βλέπω να περπατάνε μπροστά μου και να γελάνε και ευφραίνομαι. Πού και πού προσπαθώ από πίσω να σηκώνω λίγο και τον δικό τους σταυρό. Μπορεί να μη συνεισφέρω στη χαρά τους, αλλά ελπίζω τουλάχιστον να κάνω το φορτίο τους λίγο πιο υποφερτό.
Ανεβαίνουμε στο όρος όλοι…
Και τα μονοπάτια μας προς την κορυφή συγκλίνουν όλο και περισσότερο.
Πλέον όμως έχει γίνει αφόρητος ο σταυρός μου, Κύριε. Η παρουσία σου δεν είναι φανερή όπως στην αρχή της πορείας μου. Σκοτάδι έχει πέσει τριγύρω μου, καθώς ανεβαίνω με αργό βήμα κουβαλώντας το βαρύ φορτίο στην πλάτη. Πέφτω και σηκώνομαι. Σταματάω και αναζητώ το φως Σου, αλλά δεν το βλέπω. Συνεχίζω.
Α, να άλλη μία παπαρούνα στο έδαφος. Σαν να μου φιλάει το χέρι καθώς την κόβω.
Ποιος φύτεψε τόσα λουλούδια στο μονοπάτι μου, Κύριε; Γέμισε παπαρούνες η αγκάλη μου. Πλημμύρισα ευωδίες κι ομόρφυνα, θαρρώ, μέσα στη θλίψη μου.
Και μέσα στα αρώματα και τον πόνο… Σε βλέπω ξανά στην κορυφή του Όρους! Είσαι μακριά μου αλλά κοντά μου, απλώνεις το χέρι Σου και νιώθω ότι μπορώ να το αγγίξω αλλά έχω ακόμα δρόμο μπροστά μου προτού Σε φτάσω.
Ανεβαίνω στο όρος γεμάτος λουλούδια και χρώματα και ελπίδα. Ο σταυρός μου είναι πιο βαρύς από ποτέ, αλλά δεν τον κουβαλάω μόνος πλέον…
Ένα μοναχικό δάκρυ κυλάει από τα μάτια μου, σέρνεται στο μάγουλο και φτάνει στο πηγούνι μου. Έχοντας μαζέψει αίμα και ιδρώτα, τελικά πέφτει από το πρόσωπό μου στο έδαφος δημιουργώντας μία μικρή κηλίδα. Ένα μικρό, ασήμαντο σημείο στο απέραντο μονοπάτι που διανύω.
Και τώρα… ποιος θα το πιστέψει! Από το σημείο αυτό αμέσως κιόλας μου φαίνεται ότι φυτρώνει μία… παπαρούνα!
Πόσα λουλούδια φυτεύει η οδύνη μου, Κύριε; Πώς η ομορφιά ξεπροβάλλει από την άβυσσο του πόνου; Πόσοι οδοιπόροι θα στριμώξουν φως στα χέρια τους από τα άνθη της ψυχής μου;
Μοσχοβόλησε η πλάση από χρώματα και δάκρυα και αγάπη.
Και ο ουρανός και το χώμα σαν να μου ψιθυρίζουν:
“Ο κόπος σου είναι η παρηγοριά του σύμπαντος!”
Θεέ μου… πόσο όμορφη έχεις κάνει τη ζωή!