Επιλογές ποιημάτων για το Πάθος του Χριστού.


 

Νίκος Καρούζος: «Τα ποιήματα Β’» 

Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες;

τίποτα-: μονάχα ο ακάνθινος Ιησούς.

 

Νικηφόρος Βρεττάκος: «Τα γόνατα του Ιησού»

Καρφωμένα στ’ ἀγριόξυλο τοῦ σταυροῦ, σχηματίζουν
μι’ ἀμβλεία γωνία.
Εἶναι τά ἴδια γόνατα
πού προβάτιζαν, παίζοντας, γύρω ἀπ’ τό κόκκινο
φουστάνι τῆς μάνας του, ὅταν
ἤτανε βρέφος δέκα μηνῶν.

Πού ἀργότερα, ἔφηβος, τ’ ἀκούμπαγε κάτω
στή γῆ πριονίζοντας τό ξύλο ἑνός κέδρου.
Πού λύθηκαν κ’ ἔπεσαν, ἕνας σωρός,
-μιά νύχτα πού ἡ ἄνοιξη ἦταν ἀβάσταχτη
καί μύριζε ἡ γῆς κι’ ὁ οὐρανός λεμονάνθι-
στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.

Κι’ εἶναι ἀκόμη τά γόνατα
πού κάθιζε, σιωπηλός, δύο-δύο τά παιδιά
κι’ ἁπλώνοντας δίπλα του, πάνω στή γῆ,
τό ἀπέραντο χέρι του, τά φίλευεν ἕνα
λουλουδάκι –
κομμένο
ἀπ’ τόν πλοῦτο τοῦ σύμπαντος.

 

Κωστής Μοντής: «Μια εικόνα Παναγιάς κι ο Ιησούς» 

Απ᾽ εκείνο το σφίξιμο στην αγκαλιά Της

καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε

απ᾽ εκείνο το βλέμμα που μας βλέπει

καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε.

 

Κώστας Βάρναλης: «Οι πόνοι της Παναγιάς»

«Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις

Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό

να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,

κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,

χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!

Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!

Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»

 

Νικηφόρος Βρεττάκος: «Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή»

«Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.

Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας.

Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Εχουμε πατρίδα.

(…)Επαιξες τη φωτιά. Επαιξες το Χριστό.

Επαιξες τον Αη-Γιώργη και το Διγενή.

(…)Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κ’ έπαιξες τον Ανθρωπο!»

 

Στέφανος Μαρτζώκης: «Ο σταυρός»

Παράτησα τα ουράνια

και ντύθηκα την ύλη

κ’ αισθάνθηκα στα χείλη

τη δίψα του φιλιού

Αισθάνθηκα στα σπλάχνα

του στεναγμού τη φλέβα,

κ’ είπα σεμνά στην Εύα

τραγούδια τ’ ουρανού.

“Ανέβα, ανέβα, ανέβα”,

μου φώναζαν τα ύψη,

κ’ εγώ μέσα στη θλίψη

ζητούσα να κρυφτώ.

“Ανέβα, ανέβα, ανέβα”,

μου φώναξαν τ’ αστέρια,

κι άνοιξα ευθύς τα χέρια

στη γη να σταυρωθώ.

 

Νίκος Καρούζος: «Άσμα μικρό»

Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.

 

Κ.Καρυωτάκης. «Στο σταυρό»

Κι ακολούθησε του Γολγοθά το δρόμο

φορώντας αγκαθένιο ένα στεφάνι

κι ένα σταυρό σηκώνοντας στον ώμο.

Αυτός που ’ρθε να ζήσει, να πεθάνει,

προς την Αλήθεια για ν’ ανοίξει κάποιο δρόμο.

 

Να Του καρφώσουν άφησε τα χέρια

και σα ληστή με τους ληστές κοιτούσε

να Τον κοιτάνε —οι ματιές σαν μαχαίρια.

Αυτός που τη χαρά μόνο σκορπούσε

και μοναχά για να βλογάει είχε τα χέρια.

 

Σαν άνθρωπος στα νύχια του θανάτου

παράδερνε, σαν άνθρωπος τη φύση

εχάιδεψε με τη στερνή ματιά Του.

Αυτός που είχε τη ζωή στον κόσμο χύσει

και που ήταν πάνω από τους νόμους του θανάτου.

 

Νίκος Γκάτσος: «Μεγάλη Πέμπτη»

Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρεμάται σήμερα σε ξύλο
ίλεως, Κύριε, γενού
και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε «παιδί μου!»

Με τ’ Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή
κι όλα τ’ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη

Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
Αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού
κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.

 

Νικηφόρος Βρεττάκος: «Επί του Όρους Ομιλία» 

Έκλινε το άσπρο τριαντάφυλλο
το κεφάλι του, σαν του Ιησού.
Σε τρεις μέρες μόνο, είπε
κι΄ ελάλησε, έκαμε όμοια
στον κόσμο το χρέος του.
(κάθε λουλούδι είναι κι ένας Ιησούς)

 

Εικόνα άρθρου: «Εσταυρωμένος Χριστός» – Diego Velázquez