– Έλα μαμά, έφτασα!
Αυτό το “έφτασα” που τόσο καιρό περίσσευε από τα χείλη των παιδιών, τώρα ήταν ο μόνος πόθος για τόσους γονείς.
Όχι. Τίποτα άλλο. Εύχονταν απλά να άκουγαν αυτήν την λέξη. Έστω να την διάβαζαν σε ένα βιαστικό μήνυμα, έστω να σήκωνε απλά το τηλέφωνο και να τους την έλεγε, έστω και ψιθυριστά.
Σιωπή.
Αυτή η σιωπή που τηρούν όλοι όσοι δεν ταξίδεψαν και απλά κοιτούν, ευχόμενοι ίσως να είχαν ταξιδέψει οι ίδιοι στο βαγόνι του παιδιού τους.
Αυτή η σιωπή που τηρούν όλοι όσοι ταξίδεψαν και βγήκαν ζωντανοί από εκείνο το τρένο.
Αυτή η σιωπή που τηρούν όλοι όσοι ταξίδεψαν και συνέχισαν το ταξίδι πιο πέρα, ίσως πιο ζωντανοί από πριν.
Σύγκρουση…
και σε λίγο τρομοκρατημένες φιγούρες αναζητούν απεγνωσμένα την ίδια αγκαλιά που τους αποχαιρέτησε τόσες και τόσες φορές. (Τι γιατρειά αυτές οι διψασμένες αγκαλιές)
Μα…
Πόσες αγκαλιές εκείνο το βράδυ άνοιξαν άραγε, μη μπορώντας όμως να χωρέσουν αυτό το απέραντο κενό;
Χέρια που άνοιξαν για να δεχτούν απρόσμενα τον πόνο και την απώλεια.
Χέρια που ίσως σηκώθηκαν στον ουρανό φωνάζοντας ένα αβάσταχτο “Γιατί;”.
Που σηκώθηκαν αναζητώντας την απάντηση στο “Πού”. “Πού ήσουν τότε που έπρεπε να είσαι εκεί;”.
…
Μα, τι Θεός είναι αυτός που προστατεύει μερικούς, που μεριμνά για λίγους;
Άραγε ήταν μόνο με εκείνον που ξέχασε απρόσμενα το πορτοφόλι του και δεν επιβιβάστηκε ποτέ;
Απουσίαζε όταν ο άλλος έχασε το πρωινό τρένο και δεν αποβιβάστηκε ποτέ;
Άραγε, πού είναι ο Θεός όταν σου φέρνουν σε μια σακούλα το παιδί σου;
Πού είναι όταν ζητάς να το αντικρίσεις στο πρόσωπο και σου φέρνουν τα μέλη του;
Με ποιους επέλεξε να είναι όταν η φλόγα τους απανθράκωνε; Όταν τα σίδερα τους διέλυαν;
Τι Θεός είναι αυτός που παίρνει με απάνθρωπο τρόπο τα παιδιά από τις αγκαλιές των μανάδων και τα σώζει θαυματουργικά για κάποιες άλλες;
Πώς αντέχεται ένας Θεός διακρίσεων; Πώς αντέχεται αυτή η αβάσταχτη ιδέα ότι μπορεί να είσαι απλά επιλογή; Μια δυσνόητη και ακατανόητη μεροληψία;
Μα μια απορία μένει μετέωρη,
γιατί να είναι μόνο σε αυτούς που γύρισαν;
Γιατί να είναι μόνο με αυτούς που αγκάλιασαν και πάλι τους φίλους τους, με αυτούς ανέβασαν συγκινητικές αναρτήσεις και όχι με τον οδηγό ή ακόμα και τον σταθμάρχη;
Γιατί να στέκεται δίπλα σε αυτούς που το διάβασαν σαν είδηση και να αποχωρεί απ’ όσους παίρνουν τις τελευταίες τους ανάσες στην εντατική;
Γιατί να βρίσκεται σε όλα τα άλλα δρομολόγια και όχι σε αυτό;
Σε όλες τις άλλες ράγες και όχι σε αυτή;
Γιατί να βρίσκεται στο τελευταίο και όχι στο πρώτο βαγόνι;
…
“Υπάρχει μια ρωγμή σε όλα. Από εκεί είναι που μπαίνει μέσα το Φως” γράφει κάπου ο Κοέν.
Και πράγματι είναι το Φως που διακριτικά περνάει μέσα από κάθε ρωγμή της καρδιάς, αν το επιθυμεί.
Πράγματι,
δεν μπορούμε να βάζουμε τον Θεό μόνο εκεί που η προσωπική μας οπτική, μας αναπαύει. Είναι πολύ μεγαλύτερος ο Χριστός για να τον χωρέσουμε αποκλειστικά και μόνο στα δικά μας θαύματα και στις προσωπικές μας χαρές.
Ο Χριστός είναι εκεί. Διακριτικά, αλλά εκεί. Εκεί και παντού.
Είναι δίπλα στην χαρά και στο μαρτύριο.
Είναι πάντα εκεί με διαφορετική βέβαια μορφή, όμως πάντα σαν ευλογία και δωρεά.
Είναι εκεί. Απλώς επιλέγει να επέμβει στον καθένα ξεχωριστά. Σε κάποιον για να τον αφυπνίσει και σε κάποιον ίσως να του χαρίσει αυτό που κάποιοι αγνοούμε και άλλοι ποθούν.
Ο πόνος που επιτρέπει είναι ένα μονοπάτι, ένας δύσβατος δρόμος που ανάλογα την διάθεση μπορεί να οδηγήσει και σε διαφορετικό προορισμό.
Πάντως αυτό που σίγουρα ζωγραφίστηκε στο βλέμμα χιλιάδων ανθρώπων είναι το “Ποτέ” και το “Πάντα”.
Ποτέ δεν μας περισσεύουν οι μέρες.
Είναι τόσο αφελής η βεβαιότητα ενός κάλπικου “Πάντα” που γράφει ημερομηνία αναχώρησης.
Ίσως λοιπόν αξίζει να ακουμπήσουμε το “Τώρα” και το “Αύριο” εκεί που κάθε τι κρύβει ένα “Δόξα τω Θεώ”. Εκεί που στο κάθε δάκρυ και χαμόγελο αναδύεται αυτή η Αγάπη. Η Αγάπη που απέχει από πρόσκαιρους συναισθηματισμούς, μα χαρίζει συγχρόνως την γνώση και την βεβαιότητα ότι βρισκόμαστε σε μια μικρή στάση.
Μια στάση που αξίζει να είμαστε έτοιμοι για την επιβίβαση. Μια επιβίβαση που αποζημιώνει την επίπονη αναμονή, που αναπληρώνει την μαρτυρική, μερικές φορές, προσμονή για το ταξίδι.
…
Μαμά έφτασα. Δόξα τω Θεώ. Ναι. Μπορεί να μην γευτώ ξανά την αγκαλιά σου μα μπορεί και να είμαι πιο κοντά από όσο νομίζεις.
Μαμά έφτασα. Δόξα τω Θεώ… και Του το λέω πιο κοντά από όσο νομίζεις.
Δόξα τω Θεώ
πάντων ένεκεν.