Την Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022, η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε τα στοιχεία της επίσημης απογραφής πληθυσμού, σύμφωνα με τα οποία ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας ανέρχεται στα 10.432.481 άτομα. Αριθμός τρομακτικός, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε 10 μόλις χρόνια, ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 382.716 άτομα. Τουτέστιν, εν έτει 2023, η ελληνική κοινωνία μοιάζει πολύ απλά να έχει παραιτηθεί από την αναπαραγωγή της…
Και ενώ αυτοί οι αριθμοί έπρεπε να είχαν προ πολλού κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, αισχρά συνθήματα όπως “στη… μήτρα μας το δημογραφικό σας” φιγουράρουν στην πρώτη γραμμή των ελληνικών social media. Τρανό παράδειγμα της σήψης και της παρακμής μας, αφού αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε πως η αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας είναι ένας στόχος όχι μόνο ανάλογος με εκείνον της εθνικής μας θωράκισης ή της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, αλλά πολύ σημαντικότερος. Κι αυτό γιατί το δημογραφικό αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα της κοινωνικής αναπαραγωγής, δίχως τον οποίο κανένα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά. Με άλλα λόγια, μαζί με τον πληθυσμό, αργοπεθαίνει ολόκληρο το έθνος.
Επειδή, όμως, δεν μπορούμε να αγνοούμε τη «μεγάλη εικόνα» και τις διεθνείς εξελίξεις, βλέποντας μόνο το τι συμβαίνει στον στενό περίγυρό μας, οφείλουμε να επισημάνουμε το εξής, φαινομενικά παράδοξο: τον Νοέμβριο του 2022 ο πληθυσμός της γης φέρεται να “άγγιξε” τα 8 δισεκατομμύρια, οξύνοντας το πρόβλημα του παγκόσμιου υπερπληθυσμού. Κάπως έτσι, πήραν φωτιά και οι new age προτάσεις, που δεν διστάζουν να κάνουν λόγο ακόμη και για ανάγκη άμεσης μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού, προκειμένου να… “σώσουμε τον πλανήτη”, και που έδεσαν τέλεια με την αδυναμία αγάπης του σύγχρονου ανθρώπου και την τάση αποφυγής της μητρότητας και της πατρότητας.
Το κρίσιμο εν προκειμένω είναι να καταλάβουμε πως στην Αφρική, στην Ασία και τον μουσουλμανικό κόσμο οι τάσεις είναι εντελώς διαφορετικές. Εκεί οι άνθρωποι αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς, διεκδικώντας ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο στις δυτικές χώρες. Έτσι, μοιάζει αναπόφευκτη η αντικατάσταση του πληθυσμού της «γηραιάς Ευρώπης» από άλλους πολιτισμούς, οι οποίοι αδυνατούν προδήλως να αφομοιωθούν, αλλά επιζητούν κυριαρχία στις χώρες όπου εγκαθίστανται.
Άρα, το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν πρέπει να εξεταστεί μόνο του, αλλά σε συνάρτηση με θέματα όπως η πληθυσμιακή αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, η εκδήλωση αναθεωρητικών πολιτικοστρατηγικών συμπεριφορών και, βεβαίως, το μεταναστευτικό. Αφού αυτό γίνει αντιληπτό, πρέπει να αναγνωριστεί και το ότι οι εισερχόμενοι μετανάστες αφορούν πληθυσμούς ασύμβατους με την ελληνική πολιτισμική ταυτότητα και δύσκολα αφομοιώσιμους, ιδιαίτερα όταν αποτελούν μεγάλους αριθμούς. Διότι εάν δεν εμπεδωθούν τα ανωτέρω, το βαρύ τίμημα θα είναι η εξαφάνιση της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας μέσα σε ένα «πολυπολιτισμικό» μοντέλο – και με τον προφανή κίνδυνο της πολιτικής χρησιμοποίησης αυτών των πληθυσμών από την Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται…
Προφανώς, τα ανωτέρω δεν αποτελούν μονάχα ελληνικό πρόβλημα: κάτι ανάλογο χαρακτηρίζει όλες τις μεταμοντέρνες ελίτ της Δύσης, που επιθυμούν να εγκαταλείψουν τα εθνικά κράτη και τις ταυτότητες για να μεταβληθούν σε «πολίτες του κόσμου». Η προώθηση πολυπολιτισμικών, πολιτικώς ορθών και άλλων παρόμοιων προτύπων ενισχύει ξεκάθαρα την προοπτική του αφανισμού. Με μια διαφορά: Εκεί, πρόκειται για χώρες πιο ισχυρές, που δεν απειλούνται – τουλάχιστον άμεσα – στην ίδια τους την ύπαρξη, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα. Γι’ αυτό και ο μεταμοντερνισμός των ελληνικών ελίτ καθίσταται πολύ πιο ακραίος και μετασχηματίζεται αναπόφευκτα σε εθνομηδενισμό, καθώς εδώ, το έθνος, ο λαός και το κράτος απειλούνται στην ίδια την ύπαρξή τους!
Επιπλέον, δεν γίνεται να μην επισημανθεί και το άγχος της βιολογικής νομοτέλειας, στον αντίποδα διάφορων νεοφεμινιστικών αφηγημάτων. Ισχύει, βέβαια, πως οι γυναίκες θα κάνουμε παιδί όταν (και αν) το θελήσουμε. Η φύση, όμως, δεν έχει ιδεολογία: ακολουθεί τη δική της, σοφή νομοτέλεια. Η έμφυτη επιθυμία για τεκνογονία, που εγγυάται και τη συνέχιση του ανθρωπίνου είδους, πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια ευλογημένη ανάγκη, με συγκεκριμένα χρονικά όρια πραγματοποίησης και όχι σαν μια κοινωνική επιταγή.
Έτσι, δεν μπορούμε να συζητάμε μόνο για πολιτικές που θα ενθαρρύνουν την τεκνοποίηση. Είναι, πρωτίστως, ζήτημα αλλαγής νοοτροπίας. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, αν αναλογιστεί κανείς όλες τις υποχρεώσεις με τις οποίες η κοινωνία έχει «επιφορτίσει» τη σύγχρονη γυναίκα και εν δυνάμει μητέρα. Εδώ ακριβώς έγκειται και η μεγάλη αποτυχία της δομής του σύγχρονου κόσμου. Όμως, αν συνειδητοποιήσουμε ότι η τεκνοποίηση αποτελεί μια προσδοκία ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους, η οποία επιβραβεύει από μόνη της, δεν θα προϋποτίθεται κανένα άλλο (οικονομικό / πολιτικό / κοινωνικό) κίνητρο.
Γκράφιτι σε τοίχο της Λευκωσίας – δεκαετία του ‘80
Αυτό λοιπόν που απαιτείται είναι να ανοιχτεί ένας σοβαρός δημόσιος διάλογος. Και δυστυχώς τίποτα τέτοιο δεν διαφαίνεται στην ελληνική κοινωνία. Ας ελπίσουμε, όμως, το 2023 να είναι η χρονιά κατά την οποία η υπογεννητικότητα θα μας απασχολήσει προνομιακά. Διότι εάν δεν αλλάξουμε πορεία άμεσα, η ελληνική κοινωνία των επόμενων δεκαετιών θα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που συνηθίσαμε. Και τότε, θα είναι πολύ αργά πια για δάκρυα…
Το γεύμα μιας ελληνικής οικογένειας – τέλη δεκαετίας του ‘40