Για σένα,
και για όποιον σου έμοιαξε ποτέ.
Συγχώρεσέ με.
 

Όταν γεννήθηκες, λέει ο μπαμπάς σου, θυμάται το κλάμα σου να σκίζει στα δύο τη σύγχυση στην αίθουσα τοκετού, κι άλλη μία, τη σύγχυση της ζωής του. Για πρώτη φορά ήξερε τί έχει σημασία και τί όχι, και πού συνέκλιναν όλα τα “γιατί” του ως τότε, και για πάντα στο εξής. Τα χέρια σου, δύο μικροσκοπικά κοχυλάκια, μπορούσαν να βαστάξουν μόλις το δάχτυλό του, κι εκείνον, ολόκληρο. Κλαίγατε κι οι δύο όταν κράτησε το εύθραυστο κορμάκι σου για πρώτη φορά – εσύ, γιατί δε σε προειδοποίησε κανείς ότι θα έρθεις στον αμφίσημο κόσμο μας, κι εκείνος, επειδή δεν τον προειδοποίησε κανείς γι’αυτό το χαρμάνι αγάπης και φόβου.

Η μαμά σου χαμογελούσε κουρασμένα, σα ζωγράφος που είχε μόλις βάλει την τελευταία της πινελιά στο magnum opus της.

Σε ονόμασαν Ζωή, γιατί αυτό ήσουν. Δεν το πήρες από τη γιαγιά. Ήθελαν το όνομά σου να είναι κάτι σαν υπόσχεση. Ήθελαν, κάθε φορά που θα σε φώναζαν, να θυμούνται, και να ελπίζουν, σε μια Ζωή με κεφαλαίο “Ζ”, σαν αυτήν ακριβώς που τους έφερες εσύ κλαίγοντας, ενώ τόσοι λαμποκοπούσαν και γελούσαν. Και κάπως σα φυλαχτό∙ ήθελαν να σε σκεπάζει και να σε προστατεύει το στιβαρό, μεστό σφρίγος της λέξης. Άλλωστε, τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς ζωή; Περίπου ό,τι κι ένας πατέρας χωρίς το παιδί του.

Μου είπε για τα πρώτα σου βήματα, σαν πεταλούδα σε τεντωμένο σπάγγο, εκεί, στο ίδιο σαλόνι που τα λέγαμε, με το μικρό καθιστικό, το χειροποίητο τραπεζάκι και τα ξύλινα πατώματα που έτριζαν. Όσο άγαρμπα ήταν τα χεράκια σου, προσπαθώντας να ισορροπήσεις, τόσο τεταμένο ήταν το βλέμμα σου. Ένα, δύο, τρία τα βήματα – και μετά η πτώση, αλλά σηκωνόσουν. Τότε, και κάθε άλλη φορά.

Κι έπειτα άρχισες να μιλάς. Τα πρώτα σου λόγια έπεφταν σα σποράκια στο χώμα∙ αδέξιες λέξεις, αταίριαστες, κάποιες τελείως φανταστικές που όμως ξαναχρησιμοποιούσες επίμονα, αλλά γεμάτες υποσχέσεις για όλους τους κόσμους που θα δημιουργούσες. Κάθε λέξη κι ένα άλμα – πολύ νωρίς το “μαμά”, το “μπαμπά”, κι έπειτα όλα τα υπόλοιπα. Πολύ νωρίς ακόμα, το “γεια” και το “αντίο”.

Μεγάλωνες, λέει, “σαν ποτάμι που δε χωρά στις κοίτες του”. Μου άρεσε πολύ η διατύπωση. Κι όταν έκλαιγες, ο μπαμπάς σου ήθελε να χαλάσει τον κόσμο, να τον ξηλώσει, για να μη χρειαστεί ποτέ να κλάψεις ξανά. Κι είχες κι εκείνο το τελετουργικό που πάντα του έσφιγγες το χέρι προτού το αφήσεις, μια πρόβα αποχωρισμού που δεν καταλάβαινε, ο ομφάλιος λώρος που με πίκρα κοβόταν ξανά και ξανά.

“Μπαμπά, κοίτα!” θα άκουγε μια ζωή να λένε τα παιδάκια στους γονείς τους, και στη συνέχεια να κάνουν ένα λίγο αστείο τσίρκο από ανόητες χειρονομίες. “Μπαμπά, κοίτα!” έλεγε το δικό του παιδάκι – και κοιτούσε πάντα – με μάτια που όχι απλά ρουφούσαν κάθε λεπτομέρεια του θεάματος, αλλά και που σίγουρα έπιαναν με χειρουργική λεπτομέρεια και σπουδή το τόσο σοφό του μήνυμα.

Χάζευε τις ζωγραφιές με τα αστεία μπαρμπαδέλια που τον προσκαλούσαν και τον υποδέχονταν στον κόσμο σου, τις εκθέσεις που έγραφες με εκείνα τα αστεία καλλιγραφικά γράμματα, τα κοχύλια και τα πετραδάκια που μάζευες από τις καλοκαιρινές διακοπές και τα έδειχνες στη μαμά σου, και μετά τους βαθμούς που έφερνες περήφανη και γεμάτη προσδοκίες, λες και τους χρειαζόταν για να σε λατρεύει.

Γλίστρησε ο χρόνος κι η μανιέρα σου έγινε, λέει, μεγάλης γυναίκας. Οι κούκλες έγιναν βιβλία· τα βιβλία έγιναν συναυλίες και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα που έκρυβες απ’τον μπαμπά, και οι πρώτες σιγές και απογοητεύσεις, στις οποίες σε προστάτευε από απόσταση – ήθελε, όπως λέει, “να σε μάθει να κολυμπάς”.

Δεν ήθελες ποτέ να σε περιορίζουν. Δεν είναι ότι ήσουν καλικάντζαρος και αντιδραστική, αλλά αντιστεκόσουν με κάποιο πείσμα σε κάθε περιορισμό που δε σου έβγαζε νόημα, ενώ ήσουν τόσο ώριμα συγκαταβατική όταν με τα πολλά σε έπειθαν. Παρ’όλα αυτά, κάτι κουβάλαγες πάντα, που δεν το χώραγε ο κόσμος. «Σαν ποτάμι», ξαναείπε ο μπαμπάς, «που δε χωρά στις κοίτες του».

Και χρόνια μετά, εκείνη η βραδιά στο μπαλκόνι. Σαν τώρα το θυμάται η μαμά σου:

Θέλω να αξίζει που έζησα.”

Δεν ξέρει γιατί, της προκάλεσε ένα δέος, μια απορία.

Πράγματι, όταν πήγα στο δωμάτιο σου, δέσποζαν σημειώσεις, αποφθέγματα, αρκετές εικόνες αγίων, και μικρές προτάσεις που τις είχες γράψει με μαρκαδόρο και τις διάβαζες πριν κοιμηθείς. Κι εκεί ανάμεσα, «Να αξίζει που έζησα» – σαν παντιέρα, έτσι σκέτο.

Και μετά;

Όπως έσκισε στα δύο τόσες ζωές το κλάμα σου, τις ξανάσκισε η σιωπή σου.

Δεν είμαι σίγουρος αν αυτός που σου πήρε τη ζωή ήταν “κάποιος” ή “κάτι”. Όσο θυμάμαι τον φρικαλέο τρόπο που σε σκότωσε και που σε βρήκανε, τόσο τον σκέφτομαι σαν σώμα χωρίς κεφάλι, σα στη θέση του προσώπου να έχει μια μουτζούρα με αυτό το απροσδιόριστο “χρώμα” που βλέπεις όταν κλείνεις τα μάτια σου.

Ο μπαμπάς σου δε θυμάται εκείνο το βράδυ καθόλου. Πιστεύει, μέχρι και σήμερα, ότι ο νους του δεν το κατέγραψε ποτέ – ακόμα και τη στιγμή που κατάλαβε ότι σε αντίκρυσε νεκρή, του την αφηγήθηκαν. Του είπαν ότι, παρά την κατάσταση που σε βρήκε, σου έσφιξε το χέρι, κι ότι έκανε λες και του το έσφιγγες κι εσύ, μια τελευταία φορά πριν τον αποχωριστείς. Αυτή τη φορά, θα πήγαινες πολύ μακριά.

Κι εγώ;

Σε ήξερα τόσο λίγο. Θα μπορούσες να είσαι η πολύ μεγάλη μου αδερφή.

Όμως όταν έφυγες, εγώ ξέρω ότι έχασα το παιδί μου. Όταν έκλαψε ο μπαμπάς σου την κορούλα του, ήμουν εκείνος, κι έχω όλο το θάρρος και το θράσος να το πω – για όσο μπόρεσα, έστω, μου δόθηκε και ψηλάφισα κάθε λεπτομέρεια του πόνου του. Ήμουν εγώ εκείνος που σε βάσταξε, που σε μεγάλωσε, που του έσφιξες το χέρι και του το άφησες ξανά και ξανά, και μετά μιά και καλή· που τον ξέχασες, που λησμόνησες την υπόσχεσή σου, τη Ζωή που του έφερες κλαίγοντας.

Σε έμαθα τόσο καλά εκείνο το βράδυ, και σε μαθαίνω συνέχεια, κάθε μέρα που σε μνημονεύω – εσένα, και τόσους άλλους που σου έμοιαξαν στη μοίρα. Δεν ξέρω αν ποτέ με θυμήθηκες, ήταν όμως γραφτό μου να σε θυμάμαι εγώ, συνέχεια.

Δεν μπορώ να σε ξεχάσω ποτέ. Ακόμα πιο βέβαιος είμαι όμως ότι δε θέλω, κι ας είσαι ένα κάρβουνο που με καίει πάντα το ίδιο.

Ο άνθρωπος, ξέρεις, δεν αγαπά ποτέ έννοιες. Δεν αγαπά “τους πονεμένους”, “τους αδικοχαμένους”, “τους άτυχους” – όλες αυτές οι αφαιρέσεις είναι μικροί φόνοι, είναι κλειδαρότρυπες από τις οποίες δεν περνάνε άνθρωποι, παρά μόνο ένας καπνός, ένα σαχλό, άψυχο απόσταγμά τους. Όχι – αγαπάμε κάποτε κάποια Ζωή, κι εκείνη, μαζί με άλλους, είναι για πάντα το παράθυρο, κι ο φάρος που μας φωτίζει τον δρόμο για όσες Ζωές χωρέσει η τόσο μικρή μας καρδιά – κι εκεί βρίσκουν τον χώρο να είναι μοναδικές, λαμπερές, αλαβάστρινες, ανεπανάληπτες.

Γιατί όμως εσένα; Ήσουν ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, εν πολλοίς άγνωστο σε εμένα. Γιατί βρέθηκες εσύ, μια Ζωή, να με κόψεις στα δύο; Γιατί δυστυχώς, όταν έφευγες, ήταν υπό διάλυση η δική μου ζωή. Κι έπρεπε να μου συμβεί, για να ξεκινήσω να μαθαίνω ν’αγαπώ. Αν δεν ήσουν εσύ, θα ήταν κάποιος που σου μοιάζει, κάποιος άλλος που θα με πλήγωνε όσο εσύ, και θα με μάθαινε εκείνος να σε νιώθω σαν παιδί μου, εσένα, και τόσους ανθρώπους που τους έμελλε να μείνουν σα σβησμένα τσιγάρα στο τσιμέντο, σαν τα ματαιωμένα όνειρα κάποιων – μαζί και δικά μου.

Εσύ μου το πρωτόμαθες, Ζωή, ότι η όποια διαφορά ανάμεσα στο να πεθαίνει και να υποφέρει ένας δικός μας, ή ένας “ξένος”, ή εμείς, δεν είναι τελικά παρά μια φαντασιοπληκτική ανοησία. Ένα ψέμα που λέμε ξανά και ξανά ο ένας στον άλλο μήπως και σύρουμε το τομάρι μας άλλη μια μέρα μέσα στην τύρβη των πολλών άσχετων σχέσεων, της πολλής δουλειάς, των πολλών ασχολιών, των πολλών στόχων και κατορθωμάτων, των πολλών εμπειριών, δραπετεύσεων κι απολαύσεων, και τέλος πάντων “των πολλών” της πολλής και τελείας πλην ασυνείδητης δυστυχίας μας, του ισόβιου μπερδέματος που φασκελοκουκουλώνουμε επιμελώς κι όμως όλο ξετρυπώνει τρόπους να σκάει ηχηρά στην επιφάνεια, και του πεντάρφανου εαυτού μας, που δεν απραγμανούμε λεπτό από τον τρόμο μην τυχόν κι αντικρίσουμε το χλωμό, γυάλινο βλέμμα του σε κάποια διασταύρωση της σκέψης μας.

Μου έμαθες να θυμάμαι. Όχι ασπόμαυρες, αλλά τεχνικολόρ, όλες τις φορές που μου εμπιστεύτηκε άνθρωπος τον πόνο του, ή τις φορές που σκόνταψα επάνω του. Τις φυλάω, τις τιμώ και τις μνημονεύω, για όλα αυτά τα κυκλάμινα, που ‘ναι λευκά σαν τα νιάτα που έχασες, που ό,τι πάθανε το έπαθα κι εγώ μαζί τους, κι ας μην το έμαθαν ποτέ. Φυλάω και τα βλέμματα τους, εκείνα που γλιστράνε πάνω στο δέρμα σαν άμορφο νερό, αλλά το λαξεύουν κι αφήνουν ρωγμές σε όλα τα σχήματα· τα λυπημένα, τα μισάνοιχτα, τα μουσκεμένα, κι εκείνα που σιωπηλά με παρακαλούσαν να μείνω λίγο ακόμη. Τα φύλαξα σαν παλιά γράμματα μέσα σε κουτιά, που παρά την υγρασία μοσχοβολάνε ακόμα.

Είναι ο πόνος, βλέπεις, το κοινό μας νόμισμα, η πλατεία όπου αγκαλιαζόμαστε όλοι. Ο πόνος είναι που κάνει το βλέμμα τρυφερό, το βήμα αργό κι υπομονετικό, το άγγιγμα τρυφερό, τη φωνή διαυγή, μεταξένια κι αξέχαστη, και την αγκαλιά σα φωτιά στο καταχείμωνο. Και από τότε που τον αναγνώρισα σε σένα, μου έμεινε κουσούρι να τον αναγνωρίζω παντού: στο βλέμμα του αγνώστου στο λεωφορείο, στο σφίξιμο του χεριού λίγο πριν το αφήσει, στον ζητιάνο που θυμάται ότι είναι άνθρωπος άπαξ και τον αγγίξεις, στο γέλιο που ακούγεται ένα δευτερόλεπτο πιο αργά απ’ όσο έπρεπε, στο δάκρυ που σκουπίζεται βιαστικά, μην τυχόν και το πάρω είδηση, λες και δε θέλω ή δεν πρέπει. Εκεί, μέσα σ’εκείνο το σπάνιο δάκρυ, καρτερούν όλοι οι λεμονανθοί, τα γαρύφαλλα και τα γιασεμιά που ‘χει κανείς καλά κρυμμένα απ’όλους.

Σ’αυτό το δάκρυ μου έμαθες να στέκομαι σα να είναι μύρο. Όχι να το ανατέμνω, όχι να το αποφεύγω με τεχνάσματα, ούτε να το σμικρύνω με εξυπνάδες, αλλά να αφήνω την αλμύρα του να μου τρυπήσει το μεδούλι, μήπως και το απαλύνω λίγο – άλλωστε, τα γόνατα λυγίζουν μόνο όταν κανείς δεν τα κοιτάζει, κι η ανάσα κονταίνει μόνο από βάρος που δε μοιράζεται.

Κι όποιος δεν έμαθε στη ζωή του να δακρύζει και να ζυγίζει το δάκρυ των άλλων, ό,τι κι αν κάνει, ας μην περιμένει να δει άσπρη μέρα όσο ζει, παρά μόνο μία παθητική σύγχυση που τη διαδέχεται δυστυχία και τούμπαλιν, κι ορισμένες ενδιάμεσες στιγμές μανίας που θα τις αποκαλεί “χαρά”, μόνο επειδή δε θυμάται την τελευταία φορά που χάρηκε στ’αλήθεια. Κι όλα αυτά, συχνά συγκεκαλυμμένα με ένα αναιδές, διάτρητο πέπλο κατά φαντασίαν μεταφυσικού γκλάμουρ: “η ζωή είναι στιγμές”, “το παρελθόν έφυγε, το μέλλον δεν το ξέρουμε, ζήσε το τώρα” κι άλλες τέτοιες περισπούδαστες ηλιθιότητες, μήπως και μασκαρέψει την ανοργασμικότητά του.

Μόνο τα ζωάκια ζουν “για τις στιγμές” και “για το τώρα” – ο άνθρωπος ζει μόνο για τη μελωδία που θα του παίξουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μονιασμένα, ταυτόχρονα, που είναι όλη μας η ζωή σαν ορατόριο· για το παραμύθι του “για πάντα”, αυτό που στο τέλος χάνει ο θάνατος – κάθε θάνατος – ενώ έχουμε μάθει να μας τα παίρνει όλα, που δε νοείται τίποτα αληθινότερο στον κόσμο από το παραμύθι αυτό. Αν δεν ξέρουμε καλά τη δύσκολη, οδυνηρή γλώσσα της αγάπης, αυτής που γυμνώνει και θεατρίζει κάθε εγωκεντρισμό, αυτής ακριβώς που είναι η κλωστή της ζωής μας, που υφαίνει τα σμπαράλια της και την κάνει κέντημα παντοτινό, θα πάει όλη στον βρόντο· το παραμύθι θα μας προσπεράσει για πάντα βουβό, απαρατήρητο, κρυμμένο μπροστά στα μάτια μας, κι εμείς θα καταντήσουμε “συλλέκτες στιγμών” μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, που δεν έχουν απολύτως τίποτα άξιο λόγου να πουν το ένα στο άλλο.

Κάθε άνθρωπος απορροφά τον χώρο, τον χρόνο, όλο τον κόσμο εντός του, και πάσχει γι’αυτόν – μαζί με τις ξεχασμένες πιθανότητες, τις χαμένες διασταυρώσεις, τα σβησμένα όνειρα, τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να ‘χουν υπάρξει κι όμως έμειναν καπνοί, σκιές. Κι έτσι δεν μπορεί παρά κάθε άνθρωπος να είναι ένας αστέρας διάττοντας, ένας τρισμέγας, ένας Θεός – ένας τέτοιος σβήνει, με κάθε άνθρωπο που χάνεται.

Και κάθε αγκαλιά σε όποιον αγαπάμε πρέπει να είναι σφιχτή, γιατί οι θάνατοι – οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να είναι η τελευταία – είναι δυστυχώς τόσο πολύμορφοι, τόσο πολυμήχανοι κι απρόβλεπτοι, και δεν ξέρουν τίποτα από έλεος.

Δεν έχει σημασία ποιός πονά, ποιός κραυγάζει, ποιός πεθαίνει – αυτός είμαι εγώ, πάντα εγώ, κι αλίμονό μου αν δεν το παραδέχομαι, αν πείσω τον εαυτό μου πως αδιαφορώ· τα δάκρυα που θα βαστάξω από το να χυθούν, θα είναι το φαρμάκι που θα με κάνει κτήνος και που θα με σκοτώσει χίλιες φορές. Και δεν έχει σημασία πόσα “γιατί” θα βρεθούν να μας διαλύσουν στη ζωή μας – αν κοιτάξουμε στα μάτια κάποιον που αγαπάμε, η απάντηση είναι πάντα “εσύ”.

Περίμενα να πονέσω, μία, δύο, χίλιες φορές, μήπως και βρω τον δρόμο σ’εσένα, τον όποιο “εσένα” που χώρεσε η καρδιά μου, που ο κόσμος έχει τώρα πια το σχήμα σου, για να σε γνωρίσω επιτέλους στ’αλήθεια, για ν’αγγίξω τον κρυφό σφυγμό σου, για να μπορέσεις να ανασάνεις κοντά μου, όπως είσαι. Δεν μπορώ να κάνω θαύματα, δεν μπορώ να σου πάρω τον πόνο – μπορώ όμως ίσως να θέλω, μπορώ ίσως, να γίνω λίγο εσύ, κι ίσως έτσι ν’αντέξεις – ίσως και και να μου χαμογελάσεις, κι εμένα θα μου αρκεί.

Θυμάμαι σαν τώρα πριν πολλά χρόνια στο πάρκο της παλιάς μου γειτονιάς, ένα κοριτσάκι να ρωτά τη μαμά του, “για ποιον λόγο ήρθαμε στον κόσμο;” και να του απαντά εκείνη αβίαστα και γελαστά, “για να μάθουμε να αγαπάμε”. Λέω καμιά φορά λοιπόν: αν είναι έτσι, υπάρχει κανένα τίμημα που δεν αξίζει να σηκώσουμε; Κι αν δεν υπήρχε το τίμημα, αυτό το δάκρυ – τόσος πόνος, τόση αδικία, τόσο παράλογο στον κόσμο, ποιόν δρόμο άραγε θα βρίσκαμε ο ένας για τον άλλο; Ποιό νήμα θα βρισκόταν να ράψει τις ψυχές μας μεταξύ τους, σ’αυτόν τον αποστειρωμένο, “λογικό”, δίκαιο κόσμο που νομίζουμε ότι ονειρευόμαστε;

Κι όμως, οι γραμμές αυτές που σέρνω με βρίσκουν να ντρέπομαι που μιλάω για σένα, που λέω όλες αυτές τις ξελιγωμένες, γλυκανάλατες χοντράδες. Η αγάπη δεν είναι ξελίγωμα – δεν είναι ποτέ σλόγκαν, χημεία, πρώτη εντύπωση και πυροτέχνημα που όταν δε βγαίνουν τα κουκιά, το διαδέχονται ανασφάλειες, ερωτηματικά, και προδοσίες· είναι άλμα χωρίς δίχτυ, είναι καταφύγιο χωρίς στέγη – μόνο ουρανό, κι είναι μονοπάτι στρωμένο με αγκάθια και πέτρες μουλιασμένες στο αίμα όσων τόλμησαν να το βαδίσουν, όσων αποφάσισαν να γίνουν το καράβι που, αντί να κάνει ό,τι κάνει προσδοκώντας μία αγέρωχη σύμπλευση, θα σαπίσει βυθισμένο και στη θάλασσα αν χρειαστεί, για σένα, για να βρεις εσύ λιμάνι.

Είναι αυτή η παλιά, γέρικη ελιά, που όσο την ξέχασαν και την πρόδωσαν, τόσο βάθυνε η ρίζα της – κι εκεί που όλοι σκουντουφλάνε στο σκοτάδι, εκείνη θυμάται, βλέπει, γνωρίζει, κι αγγίζει όσα κανείς δεν μπόρεσε καν να υποψιαστεί. Όσο η ψευδεπίγραφη “αγάπη” που οπλίζουμε κάθε τόσο κατά πάντων είναι θριαμβολογική, επιθετική, κραυγαλαία, απειλητική και χυδαία, άλλο τόσο αυτή είναι σκέτο χάδι, δεν μπορεί να δαγκώσει ακόμα κι αν προσπαθήσει, και ξέρει όλους τους τρόπους της αριστοκρατικής ευγενείας· να σε νοιάζεται λες και τέλειωσαν οι άνθρωποι στον κόσμο, να εξαφανίζεται αστραπιαία όταν της το ζητήσεις, να μηχανεύεται ερήμην σου χίλιους τρόπους να καταλάβει τις ανάγκες σου για να πάρει το σχήμα και το χρώμα τους, κι άλλους τόσους να ξεχάσει τα λάθη σου και να σε δεχτεί πίσω στην αγκαλιά της, αν την ξαναθελήσεις ποτέ.

Είναι αυτή που αγκαλιάζει τον κόσμο, που του ξημερώνει το χρυσό του φως, και που στο τέλος, θα τα πάρει όλα – σαν τα παλιά κλισέ γουέστερν που όλο νικάνε οι καλοί.

Είναι η γλώσσα του πραγματικού κόσμου, το κλειδί κάθε περάσματος, ο θάνατος κάθε θανάτου, κι ο λόγος που ο,τιδήποτε είναι σκόπιμο, ενώ η ίδια της είναι εντελώς άσκοπη.

Είναι αυτή ακριβώς, που έγραψα όλο αυτό μονοκοπανιά, για να καταλάβω πως κατόρθωσα τριάντα χρόνια να μην τη μάθω ποτέ.

Ελπίζω το τέλος μου να με βρει προσπαθώντας. Ελπίζω να μου μάθεις εσύ τίποτα, αν ποτέ σε ξαναδώ.

For privacy reasons YouTube needs your permission to be loaded. For more details, please see our Πολιτική Απορρήτου.

 

***

 

Στα λουλούδια που μαράθηκαν,

και σ’εκείνα που άνθισαν αλλά δεν τα χάρηκε κανείς.

Στα παιδάκια που δε θα γεννηθούν ποτέ,

και σ’εκείνα που θα γεννηθούν αλλά θ’αναρρωτηθούν γιατί.

Στους έρωτες που προσμένανε για πάντα αγχωμένοι την εκπλήρωση,

και σ’εκείνους που εκπληρώθηκαν αλλά θύμιζαν στο φινάλε πυρκαγιά και ναυάγιο μαζί.

Στα «σ’αγαπώ» που γεννήθηκαν και κηδεύτηκαν σφραγισμένα σε χείλη ματωμένα,

Και στα «σ’αγαπώ» που πέταξαν σαν πουλιά, αλλά καλύτερα να είχαν πεθάνει στο αυγό.

Στις μανούλες, που δε φέρανε παιδιά στον κόσμο κι ας θέλησαν,

και σ’εκείνες που τα γέννησαν και τ’αντίκρυσαν να παίρνουν δυο μέτρα γη.

Σε όσους δεν τους έλαχε και δεν μπόρεσαν να ονειρευτούν ποτέ,

Και σ’όσους είδαν τα όνειρα τους να σβήνουν στο χώμα σα φθηνά τσιγάρα.

 

Σε όλες τις πέτρες επί της Γης,

που όποιος τις στύψει θα δει

ποτάμι το αίμα και το δάκρυ να τρέχει,

ξέρω ότι αν κανείς γονατίσει

να τις φιλήσει μία-μία,

και να τους πει ότι τις αγαπά,

θα του πουν κι εκείνες στ’αυτί,

ότι κάπως τον αγάπησαν εκείνες πρώτες

κι ότι καμιά τους δε σωριάστηκε τυχαία

και ξέχωρα από την άλλη·

μα όλες μαζί γίνονται οικογένεια

και χτίζουν γελαστές στα κρυφά οχυρό

για να ζήσει ο κόσμος.

 

—-“Για να ζήσει ο κόσμος”, άνοιξη 2019

 

 

Να με προσέχεις.

Ξεκουράσου, Ζωή.