Στη μνήμη όλων όσων αγάπησα εκεί,
ειδικά αυτών που δε με ήξεραν καλά, ή καθόλου.
“Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα
ρόδο μου αμάραντο.”
Σ’αγαπώ θα πει – θυμάμαι.
Η Αναστασία ήταν συμμαθήτρια μου στο Λύκειο. Είχαμε μόλις μια καλημέρα και ούτε. Περισσότερο θυμάμαι ένα πολύ πλατύ χαμόγελο, ένα μπουκλωτό, καστανό, καρέ μαλλάκι και δύο λίγο σχιστά αλλά πολύ σπιρτόζικα, λαμπερά μάτια – είχε και μια χαριτωμένη, χαρακτηριστική ελίτσα στο μάγουλο, κάπως σαν τη Μέριλιν Μονρόε. Καμιά φορά της την έλεγε ο μαθηματικός. Είχε κάτι λίγο χορευτικό στις κινήσεις της, πολύ καθαρή άρθρωση όταν μιλούσε, και πάντα στα διαλείμματα περιστοιχιζόταν από αρκετά μεγάλη παρέα. Είμαι σίγουρος ότι όποτε δε γελούσε, έστω χαμογελούσε.
Ο Αλέξανδρος, συμμαθητής μου στο Δημοτικό. Ένα γλυκύτατο, στρουμπουλό προσωπάκι, αρκετά αργός στον νου – πολλά παιδιά λέγανε ότι προοριζόταν για άλλο σχολείο, απ’αυτά που δεν είναι για κανονικά παιδιά. Το χαμόγελό του είχε μια παραπονεμένη ζαβολιά, σαν κάτι να έκρυβε μονίμως και να περίμενε κάποιος να νοιαστεί να το βρει. Σίγουρα πάντως έκρυβε επιμελώς τον πόνο του που ποτέ δεν τον δέχτηκαν τα άλλα παιδιά – λίγο τα κιλά του κι η κλονισμένη του υγεία, λίγο το βραδύκαυστο της σκέψης του – που όμως δεν τον βοήθησε να μην καταλαβαίνει την απόρριψη. Η μανούλα του τον λάτρευε και τον υπερασπιζόταν πάντα, ακόμα κι όταν μια φορά είχε παραφερθεί πολύ και η διεύθυνση ήθελε να τον διώξει από το σχολείο.
Ο Νίκος πάλι, ήταν κάπως άγαρμπος αλλά ήσυχος, κουτάβι, λίγο μουντρούχος. Κλειστό παιδί, δεν ήθελε πολλά-πολλά, ούτε του έπαιρνες πολύ εύκολα κουβέντα. Καμιά φορά είχε εκρήξεις θυμού στις οποίες όμως διατηρούσε το κουταβίσιο του προφίλ. Του άρεσε πάντως πολύ να τρέχει. Ένας φίλος μας για κάποιο λόγο τον αποκαλούσε “παλιάτσο”, και πάντα το έβρισκα αστείο γιατί δεν του ταίριαζε. Έγινε κάποτε αθλητής έμαθα, αλλά τα παράτησε. Αργότερα λίγο έως αρκετά αλητάκος, και ακόμα αργότερα, “έμπλεξε”.
Περάσανε πάνω από δέκα χρόνια κι έχουν θαμπώσει στη μνήμη μου τα μάτια, τα χαμόγελα, οι μορφασμοί, οι κινήσεις, όλα.
Σαν τώρα θυμάμαι όμως τις κηδείες τους.
Οξύ πνευμονικό οίδημα, καρδιακή προσβολή, αυτοκτονία.
Σ’αγαπώ θα πει – ξέρω τον δρόμο.
Κυρίως βουβαμάρα, παγωμένα γυάλινα βλέμματα, απότομες εκρήξεις κλάματος από ορισμένους.
Πιο πολύ, θυμάμαι τις μητέρες των παιδιών.
Βρεθήκαμε όλοι οι παλιοί συμμαθητές, άλλοι με στενή σχέση με τα παιδιά, άλλοι όχι· άλλοι παλιές παρέες, άλλοι “τσακωμένοι” – όλοι πια μαζί, υπό την παράλυση του παραλόγου που αντικρίζαμε, ελπίζοντας κάπως να κατορθώσει να ‘ναι εφιάλτης.
Στη μέση της εκκλησίας δέσποζε το κρύο, άκαμπτο σώμα ενός παιδιού, το οποίο σχεδόν ούτε φυσιογνωμικά δεν έμοιαζε τώρα πια στο παιδί που ξέραμε κάποτε εμείς, λες κι ο θάνατος φεύγοντας του πήρε και το πρόσωπο, και άφησε πίσω του “κάτι” σα θαμπή φωτογραφία.
Λίγο μετά ρίξαμε στη φωτογραφία αυτή από λίγο χώμα, και, είτε το καταλάβαμε είτε όχι,
ρίξαμε άλλο τόσο στον εαυτό μας.
***
Σ’αγαπώ θα πει – τελικά υπάρχω.
Πώς άραγε αγαπιόμαστε;
Συμβαίνει άλλοτε αργά-αργά, υπομονετικά, άλλοτε απότομα κι αναπάντεχα· πάντα μοιάζει με έκλειψη ηλίου, και πάντα τότε κάτι μας συνέχει και γινόμαστε ένα, χωρίς όμως να διαλυόμαστε εντός του ενός.
Ο άνθρωπος γεννιέται μόνος, εκτεθειμένος, ανόητος και μπερδεμένος. Υψώνει τα μάτια του στα όρια ενός κόσμου άπειρων ετεροτήτων, πιθανοτήτων και κινδύνων. Πώς άραγε πλοηγείται στον κόσμο αυτό; Ο μόνος τρόπος να απλοποιήσει και να καταλάβει τον κόσμο αρκετά ώστε έστω να επιβιώσει, είναι να βλέπει πολλά πράγματα σαν ένα, ενούμενα από κάτι.
Πράγματι, ό,τι αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος, δεν είναι παρά μία σύνθεση πολλών πραγμάτων που “κολλάνε” μεταξύ τους λόγω ενός σκοπού, ενός νοήματος, ενός ενδιαφέροντος. Ακόμα και αν ξεχωρίζει ένα δέντρο από το έδαφος στην αντίληψή του, είναι επειδή τα συστατικά του δέντρου – κορμός, δέντρα, φύλλα, καρποί – όλα μαζί εξυπηρετούν έναν ξέχωρο σκοπό: της σκιάς, της ομορφιάς, της χόρτασης.
Αυτό το ενδιαφέρον που συνέχει τον κόσμο, δεν είναι που μας ενώνει και μεταξύ μας;
Αγαπιόμαστε και γινόμαστε ένα μέσα στην ατμόσφαιρα, μέσα στο νερό, στον βυθό ενός κοινού νοήματος. Ακόμη κι όταν λέμε ότι “τα ετερώνυμα έλκονται”, στην πραγματικότητα αυτά έλκονται μόνο όταν με κάποιο δέος νοσταλγήσουν το ένα το άλλο· η ετερωνυμία τους απλά υπομνύει τη βαθιά τους ομοιότητα – το ότι πόθησαν, ότι ονειρεύτηκαν το ένα το άλλο.
Κι ίσως το βαθύτερο νερό στου οποίου τον βυθό αγκαλιαζόμαστε όλοι είναι το κοινό ποτήριο όλων όσων οι άνθρωποι απευχόμαστε: του θανάτου, της ματαίωσης, του πόνου.
***
Σ’αγαπώ θα πει – θα ματώσω, θα πνιγώ, θα καώ.
Ποιός στον διάβα της ζωής δεν είδε τις επιθυμίες του, τις αυτονόητες, τις ευγενέστερες, να γίνονται συντρίμμια από τη μία στιγμή στην άλλη; Ποιός δεν ένιωσε το κεντρί της τραγωδίας, της εγκατάλειψης, της προδοσίας; Ποιός δεν έχει νιώσει τον πάγο της απώλειας κάποιου, ψηλαφώντας έτσι και τη δική του;
Γίνεται άραγε ο άνθρωπος που έχει πορφυρωθεί από όλα αυτά τα αίματα, που έχει κεντημένη την καρδιά του από τον πόνο αυτό έστω μία φορά στη ζωή του, να αποστρέψει το βλέμμα του αδιάφορα από κάποιον άλλο που βιώνει το ίδιο, χωρίς να αποκτηνωθεί τελείως;
Γίνεται να μην έχει δει ιδίοις όμμασι, τον κοινό προορισμό, την κοινή στόφα, την κοινή καταβολή, το ότι κάπου είμαστε όλοι το ίδιο;
Μόνο σ’εκείνο το κάπου φαίνεται κανείς να σκοντάφτει επιτέλους στο προφανές, σ’αυτό που ήξερε πάντα κι ανέβαλε επ’ αόριστον ως πολυτέλεια. Όταν τα έχει δώσει κανείς όλα χωρίς ελπίδα πια, μετανοεί ο χρόνος, ανοίγει σα γαρύφαλλο η μνήμη κι ευθυγραμμίζονται όλα τ’αστέρια της ζωής για να τον οδηγήσουν ακριβώς εκεί κάτω.
Εκεί κάτω, που σώνονται οι λέξεις κι αντιστέκονται· και δε θέλουν να σταθούν ποτέ η μία δίπλα στην άλλη – θέλουν μόνο να πέφτουν όλες στο κενό και να τις διαδέχεται σιωπή.
Εκεί κάτω, που είναι βυθισμένα όλα τα καράβια της αγάπης σφηνωμένα στην άμμο, όσα φανταστήκαμε ότι θα πλέουν για πάντα. Όλες οι ιστορίες, οι σχέσεις, οι φιλίες των οποίων δεν καταλάβαμε την πλοκή, πότε άρχισαν και πότε τελείωσαν. Τα όνειρα που σβήσανε σαν τσιγάρα, οι προσευχές που νομίζαμε ότι θα σκίσουν τον ουρανό, όλες οι περιπέτειες, που σαν τους γλάρους περάσαν βιαστικά και φύγανε. Όλα τα δάκρυα χωρίς παραλήπτη. Όλα τα νιάτα, λευκά σαν τριαντάφυλλα· όλες οι γυναίκες, κούκλες, εξαίσιες, απαλές σαν το μετάξι, κι όλα τα παιδιά που γέννησαν και τα βάλαν στο χώμα – τόσο σφιχτά αγκαλιασμένες μαζί τους, που λες πως αν τους χωρίσεις θα σκορπίσουν σα στάχτη.
Όλα τα αίματα που ξεράθηκαν τώρα πια στα τρίστρατα της ζωής, κι όμως αυτά είναι που τελικά δένουν τη γη που πατάμε, και παντού μοσχοβολάνε γιασεμί και νυχτολούλουδο.
Όλα τα πρόσωπα εκεί είναι γνώριμα, φωτεινά, ολόγυμνα, διαυγή·
εκεί, ήδη όλοι τους ονειρευτήκαμε όλους.
Σ’αγαπώ θα πει – είσαι τ’αμάραντο ρόδο μου.
Και σ’εκείνο το εφαλτήριο, είναι που πυροδοτείται και συμπυκνώνεται το συγκλονιστικότερο ίσως παράδοξο μιας εγγενώς συγκλονιστικής και παράδοξης ζωής: το ότι όχι απλά υπομένουμε με αξιοπρέπεια, αλλά επιθυμούμε όσο τίποτα πια να υποφέρουμε για τον πονεμένο, ξέροντας πλέον πως είναι το τιμιότερο προνόμιο, η ακριβότερη βασιλική πορφύρα, η έσχατη δικαίωση της ύπαρξής μας.
Γιατί με όποιον βρεθούμε εκεί – και κάποτε, θα τους βρούμε όλους – θα συγγενέψουμε μοιραία εξ αίματος· όχι του φθηνού αίματος που κουβαλάμε και κρατάμε φοβικά στις φλέβες μας, αλλά αυτού που προσφέρουμε πρόθυμα να χυθεί.
Εκεί έχουμε δώσει ραντεβού, είτε κατέβουμε μόνοι μας, είτε μας βυθίσουν τα πολλά βέλη της ζωής. Εκεί, θα γυμνωθούμε, και δε θα μείνει απ’τον καθένα μας παρά ένας ίσκιος, ανάλαφρος, φωτεινός, χαριτωμένος. Και – ίσκιους πλέον – θα μας δέσει μεταξύ μας μια δύναμη, ένα ξόρκι τόσο ακαταμάχητο, που δεν το χωρούσε ο νους κι η φαντασία μας – που δε θα ‘μαστε σίγουροι πού σταματάμε εμείς και πού ξεκινάει ο άλλος.
Ο άλλος, αυτός ο ίσκιος, ο ξένος, ο τόσο άγνωστος, ο κατά τ’άλλα περιφρονητέος, ίσως και απεχθής, που τώρα πια είναι σπλάχνο από τα σπλάχνα μας· που όλος ο κόσμος έχει το σχήμα του, που υπάρχει πλέον μόνο σα δωρολήπτης της αγάπης μας, κι εμείς, σαν το κερί που θα καεί για να έχει εκείνος το φως του.
Κι αν ο άλλος δε σε ξέρει, σου περισσεύει που τον ξέρεις
– σαν παιδί σου, σαν από πάντα – εσύ.
Κι αν γίνει ηλιοβασίλεμα να τον δουν όλοι, χαίρεσαι τον κόσμο που ντύθηκε στα κόκκινα.
Κι αν γίνει αλκυόνη να πετάξει, σου αρκεί που τον κρυφοκαμαρώνεις από χαμηλά.
Κι αν πονά, αντέχεις που ο πόνος του βρίσκει τα δικά σου κόκαλα και στα τρυπάει.
Κι αν πεθαίνει, λες άφοβα, “αδύνατον”·
ξέρεις ότι φτάνει, που κάπου, κάπως, ήδη πέθανες εσύ.
Κι εκεί εντελώς ξαφνικά θ’αγκαλιαστούν και θα στήσουν χορό τα καράβια, οι ιστορίες, τα όνειρα, οι προσευχές, οι περιπέτειες, τα δάκρυα, τα νιάτα κι οι γυναίκες, γύρω απ’τον ξανθό, αβασίλευτο ήλιο της ζωής, αυτόν που είναι ο προορισμός μας αλλά και ο φάρος της διαδρομής, που δεν άφησε τίποτα στην τύχη, που ίσως ποτέ άλλοτε δεν είδαμε και δεν καταλάβαμε τίποτα από το χρυσό, ακριβό του φως·
ούτε από την αγάπη του, που βαστάει τον κόσμο.
Σ’αγαπώ θα πει – “μέχρι τέλους”.
***
Έξω από το σχολείο μου υπάρχει ένα μεγάλο πάρκο με γρασίδι, παγκάκια και πολλές αμυγδαλιές, που ξαφνικά ένα ανοιξιάτικο πρωί βλέπαμε κατάφορτες από τα αμέτρητα λευκά τους άνθη.
Όποτε τύχει και περνάω, τα βλέπω και θυμάμαι πάντα ολοζώντανους την Αναστασία, τον Αλέξανδρο, τον Νίκο, και πολλούς άλλους – και μέσα απ’αυτούς,
ίσως μ’αρέσει να πιστεύω, ότι βλέπω κι όλα τα ολόλευκα άνθη που στόλισαν τον κόσμο,
και δε θέλω ποτέ να τους θυμηθώ με ολόστεγνα μάτια.
Δε θα τους ξεχάσω ποτέ.
Τους φιλώ τα χέρια,
και τους ευχαριστώ
που μ’αφήνουν να τους αγαπώ.
***
Πίνακας: Thomas Cole, The Voyage of Life, Youth (1842)
“Τί κι αν μαράθηκε ένα ακόμα λουλούδι
στην ατέλειωτη ράχη της Γης;
Δεν το μυρίσαμε, δεν το είδαμε ποτέ,
μιας και φύτρωσε μακριά μας.
Ίσως να ‘ταν το λουλούδι κάποιου,
μα δεν ήταν το λουλούδι μας.
Μόνο του άνθισε·
μόνο του ας πεθάνει.”
“Τί κι αν κοιμήθηκε ένα ακόμα αστέρι
στον άπειρο ουράνιο θόλο;
Χρόνια πάνε που τρεμόσβηνε,
καιρός του ήταν άλλωστε.
Ίσως να ‘ταν το αστέρι κάποιου,
μα δεν ήταν το αστέρι μας.
Μόνο του άστραψε·
μόνο του ας πεθάνει.”
“Τί κι αν έσβησε ένα όνειρο
στον ορίζοντα του κόσμου;
Για να έσβησε,
δεν άξιζε ν’ανάψει ποτέ.
Ίσως να ‘ταν το όνειρο κάποιου,
μα δεν ήταν το όνειρο μας.
Μόνο του γεννήθηκε·
μόνο του ας πεθάνει.”
Έτσι μιλάει ο Έσχατος Εχθρός,
ένα κάρβουνο κατάμαυρο,
που καίει θυμίαμα βρωμερό
στα σπλάχνα, στην καρδιά,
στους αρμούς του καθενός
που δεν κέρδισε ακόμα·
που γυρεύει να σβήσει τα πάντα,
να μείνει εκεί μόνο του, αναμμένο αιώνια
να κυβερνά το παράλογο,
το τίποτα.
Κι όπως ανοιγοκλείνουν τα μάτια,
όπως σβήνει το τσιγάρο,
όπως τραβά η σύριγγα το αίμα,
όπως χαϊδεύει ο αέρας τον λαιμό,
φτωχαίνει απείρως ο άπειρος ουρανός,
απείρως η ατέλειωτη ράχη της Γης,
απείρως ο ορίζοντας του κόσμου,
απείρως κι εμείς,
που σηκώσαμε τους ώμους αδιάφορα.
—-“Έσχατος Εχθρός”, φθινόπωρο 2020
Στη Ζωή, την Κατερίνα, τον Αλέξανδρο, την Αναστασία, τον Κώστα, τον Νίκο, τον Μηνά, τον Βαγγέλη, τον Λάμπρο, την Ευαγγελία, τον Χρήστο, τον Περικλή, τον Σταμάτη, τον Μανώλη, την Ελένη, τη Φαίη, τη Ραφαέλα, την Κυριακή, τη Δέσποινα,
στα 57 θύματα των Τεμπών,
και σε όλους όσους ήταν δικά μου αστέρια, δικά μου λουλούδια, δικά μου όνειρα,
κι ας μην το έμαθαν ποτέ.
«῎Εσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος» (Κορινθ. Α’ 15/ιε’ 26)