Κατάφερε, τελικά, η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογική και οικονομική «απελευθέρωση», να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής, να ανοίξουν νέους ορίζοντες στους ανθρώπους; Άραγε η ατομική πρωτοβουλία και η χειραφέτηση του ανθρώπου από τις παλαιότερες αυθεντίες οδήγησαν σε αυτή την πρωτοφανή πρόοδο, την οποία και είχαν ως στόχο; Και πώς αντιμετωπίζει το κράτος και οι πολίτες αυτή την αλλαγή; Εξελίχθηκε εξίσου και η πολιτική για να σταθεί απέναντι στις νέες απαιτήσεις που φέρνουν τη μονάδα στο επίκεντρο του κόσμου και διαρρηγνύουν κάθε κοινωνική συνοχή, αναβάλλοντας οποιαδήποτε συλλογική κίνηση;

Τον 19ο αιώνα, ξεκινά η εποχή του επιστημονικού υλισμού και η λατρεία της τεχνοκρατίας και της παραγωγής. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, η ιδέα της προόδου ήρθε να αντικαταστήσει τη θεϊκή βούληση. Οι δυνάμεις της οικονομίας και της παραγωγής καθορίζουν, πλέον, την ίδια τη κοινωνία. H ιστορία, που διαμορφώνεται στο εξής με βάση αυτές τις συνιστώσες, θα δώσει – αφού έχει ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο στάδιο συσσώρευσης (σύμφωνα με τον Μαρξ) – ένα τέλος στις αιώνιες διεκδικήσεις του ανθρώπου για δικαιοσύνη και ελευθερία και στα ερωτήματά του περί ύπαρξης.

 

Αυτό το τέλος δεν έχει φτάσει σήμερα, αλλά ενώ η συσσώρευση συνεχίζεται στο επίπεδο, πλέον, της τεχνολογικής εξέλιξης, καμία δύναμη δε φαίνεται να επαναστατεί για την κοινοποίηση του κεφαλαίου, όπως ήλπιζε ο Μαρξ. Η ιστορία, όμως, και η τεχνολογική πρόοδος εξακολουθούν να αποτελούν πυξίδα και συνθέτουν την ελπίδα πως θα λυθεί το υπαρξιακό δράμα.

Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα τελεολογία; Μήπως η ιστορία και η επιστήμη είναι η νέα υπερβατικότητα, που αντικατέστησε τον Θεό; Μήπως η θεϊκή υποταγή έγινε υποταγή στο γίγνεσθαι; Και πώς θα κρίνουμε αν ήρθε το τέλος, αν μέχρι τότε έχει μηδενιστεί κάθε αξιολογικός κανόνας περαν της ιστορίας; Πώς μπορούμε να απορρίπτουμε κάθε αρχή του κόσμου και όμως να συντηρούμε την ιδέα ενός τέλους; Και αν δεν ξέρουμε πότε θα έρθει και αν θα έρθει, πώς μπορούμε να λέμε ότι είμαστε ελεύθεροι;

Μήπως αυτή η ιδέα της προόδου είναι μια δικαιολογία συντηρητισμού, εφόσον αποκλείει κάθε διαφορετική πηγή αλήθειας; Mήπως περιμένοντας να μας λύσει τα προβλήματα η τεχνολογική και οικονομική εξέλιξη, θα χάσουμε, τελικά, τον εαυτό μας και την ανάγκη να δώσουμε νόημα σε αυτό που ζούμε και είμαστε; Άλλωστε αν ζούμε μόνο με την ιστορία και μόνο για την ιστορία, από πού αντλούμε το νόημα της ζωής;

Καταλαβαίνουμε ότι όταν, πλέον, στον νεοφιλελεύθερο κόσμο, οι αγορές κινούνται ανεξέλεγκτα προς κάθε γωνιά του πλανήτη και δημιουργούν μια παγκόσμια εξουσία που αποκτά δικαιοδοσίες κράτους και επιβάλλεται πάνω στα εθνικά κράτη, ενώ η επίδραση που μπορούν να έχουν οι πολίτες στη ροή των γεγονότων παραμένει τοπική, δεν μπορούμε πια να μιλάμε για σύμπτωση πολιτικής και εξουσίας.

Τί ακολουθεί; Από την πλευρά του πολίτη έρχεται μια συνειδητοποίηση της ανικανότητας του να επέμβει στα πράγματα ενώ η αποξένωση του από την κοινότητα και η επικράτηση των ανταγωνιστικών σχέσεων σε κάθε πεδίο του βίου, για χάρη της νέο-φιλελεύθερης πολιτικής -όπου καθένας αναλαμβάνει να γίνει «επιχειρηματίας του εαυτού του»- αναιρεί κάθε πολιτική διάθεσή του. Βρίσκει παρηγοριά και πάλι στον εαυτό του, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι έχει τον έλεγχο ακριβώς μέσα από την αυτο-βελτιστοποίηση και αυτό-αναφορικότητα. «Είναι μία προσπάθεια να γίνει πυξίδα τής ζωής η ψευδαίσθηση.».

Κάθε αυθεντία που θα μπορούσε να θέσει όρια στην ανθρώπινη φύση και να αναχαιτίσει την ανθρώπινη ασυδοσία, έχει καταργηθεί για χάρη της ελευθερίας, για χάρη, στην ουσία, της ανάγκης ανάκτησης αυτού του ελέγχου πάνω στα πράγματα και της ελεύθερης πρόσβασης των ατόμων σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, ίσως, τελικά, για χάρη του νέο-φιλελευθερισμού. «Ολόκληρη η ιστορία, το κράτος, η πολιτική, το ανθρώπινο ον, δικαιώνεται από κριτήρια που παράγει το ίδιο το ανθρώπινο ον, το οποίο  ωστόσο δεν είναι υπόλογο και πηγή νοήματος για τίποτα έξω του». Τα αδιέξοδα μοιάζουν να εξαφανίζονται όταν δικαιώνεσαι από τον εαυτό σου. Είναι, όμως, ελευθερία να ορίζεις μόνος σου κριτήρια αλήθειας για τον κόσμο και τις πράξεις σου, ή πρόκειται ουσιαστικά για το πέρασμα από τον ατομικισμό στον παθολογικό ναρκισσισμό;

 «Είναι κόλαση η απόλυτη αυτοδικαίωση γιατί κανείς δε δικαιώνει κανέναν άλλον εκτός του εαυτού. Άρα με το να μη δικαιώνεται κανείς, βυθίζονται όλοι στη κατάθλιψη».

Μήπως η σκέψη υποδουλώνεται πιο εύκολα όταν χάσει το σημείο αναφοράς της που θα συντελέσει σε μια αξιολογική κρίση; Μήπως η ελευθερία εξαντλείται όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί, πλέον, να διακρίνει το καλό από το κακό;

«Αν κάθε σκέψη, ξεπερνώντας ένα συγκεκριμένο σήμειο, φτάνει να αυτοαναιρείται, τότε πράγματι υπάρχει μέτρο πραγμάτων και ανθρώπων».

Ο Νίτσε είχε τονίσει αυτή την ανάγκη του ανθρώπου να καταστρέφει παλιές αξίες και να φτιάχνει νέες ως αποτέλεσμα της θέλησής του για δύναμη. Έτσι, τώρα, η τεχνολογία κατάφερε να το πάει ένα βήμα παραπέρα, διαγράφοντας τα ως τώρα θεωρούμενα ως φυσικά όρια και ελκύοντας το ενδιαφέρον του ανθρώπου που δε θέλει εμπόδια στη πραγματοποίηση των επιθυμιών του.

«Ο σύγχρονος άνθρωπος, αντί να επιδιώκει να υψωθεί ως την αλήθεια, έχει την αξίωση να την κατεβάσει στο δικό του επίπεδο» Ρενέ Γκενόν, Η Κρίση του Σύγχρονου Κόσμου

Επιβαρυντικό, άλλωστε, το ότι ο άνθρωπος της μετά-νεωτερικότητας αναβάλλει κάθε προσπάθεια διερεύνησης της ουσίας του, της ταυτότητας του, και στρέφεται σε επιφανειακές απολαύσεις αφού είναι οι μόνες που προσφέρουν, χωρίς θυσίες, γρήγορη ικανοποίηση. Συνεχίζει το κυνήγι της επίδοσης και της προσωπικής επιτυχίας εγκλωβισμένος στον φαύλο κύκλο της υλικής ευδαιμονίας.

«Η κατανάλωση και η ταυτότητα γίνονται ένα. Η ίδια η ταυτότητα μετατρέπεται σε προϊόν».

Όσο αποφεύγει να θέσει καίρια ερωτήματα για τον εαυτό του, όσο αποξενώνεται από τους άλλους, όσο αποκλείει κάθε διαφορετική πηγή αλήθειας πέρα από την αυτοδικαίωσή του, τόσο στρέφεται στην αποκλειστική απόλαυση του εαυτού του, στη διεκδίκηση της ικανοποίησης με κάθε τρόπο. Γιατί, πλέον, για εκείνον σημασία έχει «να περνάει καλά». Τελικά, επειδή δεν μπορεί να βρει τη πραγματική χαρά, απλά αποφεύγει να είναι λυπημένος. Και, ακριβώς, όταν απολαμβάνει τον εαυτό του, με τα πολλαπλά μέσα που προσφέρει ο σύγχρονος τρόπος ζωής,  είναι που έρχεται η μεγαλύτερη μελαγχολία. Γιατί φοβάται να μη χάσει αυτή την απόλαυση. «Σε αυτές τις μεγάλες “χαρές”, ο άνθρωπος εκτίθεται στον φόβο του θανάτου. Σήμερα όλα προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε τον θάνατο- και τότε δεσπόζει η ιδέα του θανάτου».

Πόσο μεγάλη νίκη για το νεοφιλελεύθερο σύστημα το να μετατοπίζει τους ανθρώπους από πνευματικές διεργασίες αμφιβολίας και στοχασμού στη συνεχή διεκδίκηση της ευτυχίας, στην αδιάκοπη κατανάλωση πραγμάτων και νοημάτων!

Άλλωστε, όσο το επιδοσιακό υποκείμενο καταφέρνει να αυτό-ικανοποιηθεί άμεσα και εύκολα, έστω και επιφανειακά, τόσο πιο παραγωγικό γίνεται. Έφοσον διαγράφει κάθε όριο που επιβάλλει στον εαυτό του και στις επιθυμίες του, γίνεται όργανο της ακόρεστης συσσώρευσης κεφαλαίου.

Από πλευράς κράτους, τώρα, έρχεται η συνειδητοποίηση ότι η πολιτική δεν μπορεί να φτάσει το επίπεδο που έχει καταλάβει η εξουσία των ελεύθερων αγορών, επομένως δεν μπορεί να επηρεάσει τις παγκόσμιες εξελίξεις- και δεν μπορεί, ουσιαστικά, να προστατεύσει τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών- δεν μπορεί να σχηματίσει κοινωνικό κράτος.

Και πώς θα μονιμοποιηθεί το σύγχρονο κράτος; Ένας τρόπος είναι να εξασφαλίσει ή να πείσει ότι εξασφαλίζει προστασία στους πολίτες, σωματική και περιουσιακή, από επιτήδειους. Το προϊόν της προσωπικής ασφάλειας που προσφέρεται από το εκάστοτε πολιτικό σώμα είναι  η προσέλκυση ψηφοφόρων, και  η υποσκέλιση της αναγκαιότητας κοινωνικής ασφάλειας σ’ έναν κόσμο στραμμένο στον εαυτό του. Όμως, αυτός ο πόλεμος κατά του φόβου της εγκληματικότητας, στην πραγματικότητα γεννά μεγαλύτερους φόβους και κοινωνικές ανασφάλειες. Είναι ο πόλεμος αυτός που πνίγει τις προσωπικές ελευθερίες.

Πλέον, δε μιλάμε για πολίτες αλλά για καταναλωτές.

Αν έπρεπε να θέσουμε κανόνες και να επιβάλλουμε νομοθεσία προκειμένου να μετατοπίσουμε το κέντρο της πολιτικής ζωής από το άτομο στην κοινωνία και στη συλλογικότητα, αν έπρεπε να θέσουμε όρια στις ατομικές ανάγκες, που τελικά αλλοτριώνουν τα άτομα, και πάλι θα μιλούσαμε για έναν ολοκληρωτισμό. Αν θέλαμε, δηλαδή, να “προστατεύσουμε” τους ανθρώπους από τις επιθυμίες τους, θα έπρεπε να τους επιβληθούμε. Επομένως, δε βλέπω πώς ένα καθαρά ανθρωπολογικό ζήτημα θα λυθεί με πολιτικά μέσα χωρίς να κλονίσει τη δημοκρατία.

Πλέον, λοιπόν, η πολιτική δεν μπορεί να λύσει πολιτικά θέματα.

Ο άνθρωπος ενθουσιάστηκε με τις νέες δυνατότητες που του προσφέρθηκαν με την τελευταία οικονομική και τεχνολογική επανάσταση της παγκοσμιοποίησης. Η απελευθέρωση αυτή εμφανίζεται καθαρά ως πρόοδος για την κοινωνίας μας.

Δεν καταφέραμε, ωστόσο, να αναβαθμίσουμε την ουσία μας ούτε να βρούμε την ευτυχία. Δεν μπαίνουμε καν στη διαδικασία να διερευνήσουμε τις πραγματικές μας ανάγκες, αυτές που μας υποδεικνύει η ίδια μας η φύση, την οποία δεν μπαίνουμε πλέον στην περιπέτεια να αφουγκραστούμε και να ανακαλύψουμε.

Και αν θέλουμε, όντως, αυτήν την εξέλιξη, γιατί δεν ορίζουμε τι θέλουμε να εξελίξουμε και ως προς τι; Γιατί αν θέλουμε να εξελίξουμε τα πάντα, δε πρέπει να κρατήσουμε μια σταθερή αξία, μια επαφή με την πραγματικότητα που μας δημιούργησε; Τελικά, έχουμε τη δύναμη να εξελιχθούμε, ή το πνεύμα του κόσμου έχει απορροφηθεί από την εργασία και την ανάγκη της απόδοσης;

Ο άνθρωπος έλαβε τη θέση του Θεού και έγινε υπεράνθρωπος. Θέτει μόνος του όρια στη φύση και μπορεί και να την ξεπεράσει. Αυτό, μάλλον, είναι ένδειξη ανάγκης εξουσίας και όχι απαραίτητα πρόοδος ηθικοπνευματική. Γιατί, άραγε, ελπίζαμε ότι ο άνθρωπος ως δημιουργός θα είναι λιγότερο αδίστακτος; Και πώς δικαιολογείται ότι δε μπορεί να επιβληθεί στα δημιουργήματά του, αλλά του επιβάλλονται;  Μάλλον καταλήξαμε στην τραγική αντίφαση: η απελευθέρωση έγινε σκλαβιά.

 


Πηγές:

  1. Μπιουνγκ Τσουλ Χαν, Ψυχοπολιτική: Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνολογίες της εξουσίας, Εκδόσεις opera, 2023
  2. Zιγκμουντ Μπαουμαν, Ρευστοί καιροί, Εκδόσεις μεταίχμιο
  3. Αλμπέρ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος, Εκδόσεις Πατάκη

 

Πηγές εικόνων: