Ένα γυμνάσιο μιας άλλης εποχής… Μια ομάδα μεσόκοπων, πρώην συμμαθητών, το φέρνει στη μνήμη της, ανακαλεί τα χρόνια εκείνα που την παιδική ηλικία την είχαν δει κάποιοι καθηγητές σαν καμωμένη από πηλό. Ειδικοί αγγειοπλάστες με σύνεργα καλά τροχισμένα, φυλαγμένα μέσα τους, που τα ανέσυραν και τα χρησιμοποιούσαν κάθε πρωί.

Τους θυμόμαστε να μπαίνουν στη σχολική αίθουσα. Ήταν άνθρωποι, όπως όλοι, με κουσούρια και ιδιοτροπίες και με αρετές, ορισμένοι, άνθρωποι που πάντως πάλευαν με τις λόξες τους μ’ έναν τρόπο σχεδόν δραματικό, θα έλεγες, πίσω από την κωμική του όψη. Εκεί, μπροστά στα μάτια μας, ο δάσκαλος-νευρόσπαστο μπορούσε να μεταμορφωθεί σε παθιασμένο ρήτορα, σε μια ζωντανή βιβλιοθήκη που άνοιγε παταγωδώς για να αφήσει άφωνους τους μαθητές. Απορούσαν αυτοί πώς είναι δυνατόν να στοιβάζονται τόσο πολλά μέσα σ’ ένα κεφάλι. Κι επιπλέον: πώς είναι δυνατόν από τα τόσα θησαυρίσματα, απ’ αυτό το τεράστιο αρχείο του μυαλού, να ξεδιαλέγονται ορισμένες λέξεις και να βγαίνουν από το στόμα του δασκάλου συνδεδεμένες με τέτοια ακρίβεια μεταξύ τους; Υπήρξαν στιγμές που οι αγορεύσεις, πέρα από το περιεχόμενο αλήθειας που είχαν, τύλιγαν την αίθουσα, ακόμη και τα τελευταία θρανία με τους ταραξίες, σ’ έναν κάποιον μαγικό ιστό. Σύμφωνοι· αυτό δεν διαρκούσε πολύ. Άλλο ήταν εκείνο που άφηνε μέσα μας μονιμότερα ίχνη. Ήταν αυτή η παράξενη επιμονή που είχαν ορισμένοι απ’ αυτούς, η ανυποχώρητη πεποίθησή τους ότι στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν κάποια θεμέλια. Εάν καταστραφούν, ο άνθρωπος μένει στον αέρα – και ξέρουμε όλοι πολύ καλά δεν είμαστε άπειροι πια- ότι το να μετεωρίζεται για πολύ ένα άτομο ή ένας λαός δεν βγάζει ποτέ σε καλό. Ενδέχεται να γείρει απότομα προς τη μια ή την άλλη μεριά, υπό την πίεση της αμφιβολίας του, που θα ζητήσει, κάποια στιγμή, να λυθεί με μια κίνηση απεγνωσμένη.

Σ’ εκείνο το σχολείο ακούσαμε για πρώτη φορά ότι μια ορισμένη ιεραρχία δεν επιτρέπεται να διασαλεύεται, ότι υπάρχουν ιδέες που υπερέχουν άλλων ιδεών, απόψεις πιο συγκροτημένες από τις ανταγωνίστριές τους, ποιητές που, ό,τι κι αν πει κανείς, στέκονται ψηλότερα από πολλούς ομότεχνους. Μας το τόνισαν αυτό, μας το είπαν χωρίς αμφιταλαντεύσεις. Ούτε συζήτηση, ο Σολωμός βρίσκεται κάπου ψηλότερα από τον Βάρναλη, είχε αποφανθεί σε τόνο δριμύ και φωνή στριγκή ο Παπαθανασίου, ο φιλόλογός μας. Βράζοντας μέσα στην εφηβεία μας, και την αναστατωμένη εποχή μας, μερικοί από εμάς είχαμε δυσανασχετήσει ενδόμυχα αντιδρούσαμε στην κατηγορηματικότητα κάποιων δηλώσεων, στο να χαράζει κανείς, έστω κι αν γνωρίζει πολλά επί του θέματος, γραμμές τόσο βαθιές και διαχωριστικές. Ανάλογα απευθύνονταν στο ακροατήριο τους και άλλοι καθηγητές. Υπήρχε μια ακαμψία, μια σκληρότητα σχεδόν στον τρόπο τους. Από την άλλη, φύτευαν στη συνείδηση των μαθητών τους την ιδέα ενός κριτηρίου που δεν θα ήταν από πλαστικό και δεν θα λύγιζε κάθε τόσο από τα πολλά «ναι μεν αλλά» και τα «ίσως έτσι, ίσως αλλιώς». Το εκλάβαμε στην αρχή σαν σκέτο δογματισμό, μια απ’ αυτές τις εξουσιαστικές μανίες των πρεσβυτέρων. Δεν έλειπαν και τέτοια στοιχεία, φυσικά. Αργότερα, όμως, δεύτερες και τρίτες σκέψεις και πάνω απ’ όλα οι εμπειρίες ήλθαν για να μας δείξουν πως το ουσιώδες δεν βρισκόταν στους τρόπους και στο ύφος, βρισκόταν στο γεγονός ότι απέναντι μας, τότε, πάνω στην έδρα, κάποιοι μας μιλούσαν για πράγματα τα οποία πίστευαν και εξαιτίας των οποίων η όψη τους φούντωνε και η φωνή τους αποκτούσε ένα ηλεκτρισμό αλλόκοτο.

Σε ό,τι με αφορά, η ένταση αυτή της ταύτισης ενός προσώπου με όσα πρεσβεύει και ασπάζεται άφησε μέσα μου ανεξίτηλα ίχνη. Σε περιόδους αστάθειας, τόσο προσωπικής όσο και κοινωνικής, γύρω μου, υπήρχαν στιγμές που ζωντάνευαν μες στο μυαλό μου μερικές σκηνές από εκείνα τα χρόνια στις οποίες αναδεικνυόταν μια σπάνια πλέον ανθρώπινη ποιότητα: το πάθος ενός ανθρώπου να βρίσκεται κοντά στην αλήθεια, ένα πάθος που πάσχιζε να μεταλαμπαδευτεί σε υπάρξεις νεότερες, που δεν έδειχναν να το περιμένουν. Στην προσπάθεια που είχαν καταβάλει μερικοί από τους καθηγητές μας ένιωθα πως έπρεπε να ανταποκριθώ, έστω και εκ των υστέρων. Κι αυτή η υποχρέωση, αντί να με επιβαρύνει, με τόνωνε.

Νομίζω πως όλους μάς τονώνει ακόμη το ότι κάποιοι δάσκαλοι, πριν από μερικές δεκαετίες, δεν πτοήθηκαν από το γεγονός ότι είδαν αντίκρυ τους, μέσα στα μάτια μας, να χοροπηδάει η αναίδεια, η επιπολαιότητα, η έπαρση της εφηβείας. Ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν με όσα μέσα διέθεταν το πολυκέφαλο τέρας. Το έπραξαν γιατί ήθελαν να πιστεύουν πως από ένα τσούρμο παιδιά, μεγαλωμένα με κόπους από φτωχούς κηδεμόνες, δεν αποκλειόταν καθόλου να ξεπεταχτεί κάτι πιο πλούσιο και φωτεινό. Στερούνταν οι περισσότεροι εκείνο που στις μέρες μας θεωρείται πως πρέπει να χαρακτηρίζει τον εκπαιδευτικό: τη διάθεση ανοχής, την ελαστικότητα, την αποφυγή εκφράσεων του τύπου «Αυτό πρέπει οπωσδήποτε να γίνει, κι αυτό δεν πρέπει». Το είδαμε όμως παντού, κι όχι μόνο στον χώρο της εκπαίδευσης: η πολλή ελαστικότητα αποδείχθηκε ότι δεν είναι παρά μια από τις μεταμφιέσεις της αδιαφορίας. Όλα φαίνονται σήμερα αφημένα στο έλεος μιας μεγαμηχανής που δουλεύει από μόνη της, παράγοντας και διανέμοντας προϊόντα μαζί με τις διαφημίσεις τους διασπείροντας θόρυβο, σύγχυση, ψήγματα πληροφοριών που συγκρούονται το ένα με το άλλο. Αντιμέτωπες με τις ψηφιακές οθόνες, είδωλα και μαγνήτες για τη νέα γενιά, οι οικογένειες σηκώνουν τα χέρια. Η νεολαία γίνεται βορά του εφήμερου, και το εφήμερο σε αντάλλαγμα κάνει φιλοφρονήσεις στη νεολαία προτού την καταπιεί.

Εμάς, τότε, δεν μας κολάκεψε κανείς. Αντίθετα, μας μάλωσαν, μας σιχτίρισαν και μας τιμώρησαν συχνά. Έγινε όμως αυτό μ’ έναν τρόπο που αργότερα καταλάβαμε πως πιστοποιούσε από τη μεριά των δασκάλων μας μια θέληση και ένα πείσμα: δεν ήθελαν να μας αφήσουν στην τύχη μας. Έκλειναν την πόρτα σε όσα συνέβαιναν έξω, στους δρόμους. Εκεί έξω, το πρόσταγμα το έδιναν οι ανάγκες και ο μόχθος υπό το βάρος του οποίου το Αιγάλεω ανάσαινε βαριά. Ανάμεσα στα θρανία, όμως, περνούσε μια διαφορετική πνοή. Μάθαμε να τη ρουφάμε, ήταν η ελευθερία. Όχι η ελευθερία να κάνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά η ελευθερία να αναλογιζόμαστε τι αξίζει να θέλουμε. Το χρωστάμε σ’ εκείνους τους δύστροπους επιτηρητές και παιδαγωγούς μας αυτό το μάθημα.

 


Από το βιβλίο «Όταν η γνώση είναι ζωή», Βασίλης Καραποστόλης, Εκδόσεις Πατάκη, σελ 127