Αγαπητοί φίλοι,

Πάρα πολλές φορές, όταν έρχομαι αντιμέτωπος με πρόσωπα και πράγματα της ζωής μου, έχω ένα αίσθημα πως είμαι ακάλυπτος, έτοιμος να πληγωθώ και να υποφέρω. Καταλαβαίνω πως είμαι άνθρωπος ευαίσθητος, δηλαδή, ένας άνθρωπος περίπου καταδικασμένος, αν με ιδεί κανείς με τα μέτρα της εποχής μας.

Μέσα σε ποιες νύχτες, σε ποια υπόγεια εργαστήρια, από ποια μυστηριώδη χέρια πλάσθηκε η ιδιοσυγκρασία μου ώστε τώρα να αισθάνομαι καταπληγωμένος, την κάθε στιγμή όμως πρόθυμος να προσφέρει αγάπη; Αν δεν ήμουν ευαίσθητος, η καρδιά μου θα έμενε ανέπαφη, στα χείλη μου δεν θα κατακάθιζε η πίκρα, το μάτι μου δεν θα γινόταν θολό απ’ την απογοήτευση. Θ’ άντεχα σ’ όλα αυτά, θα ήμουν σκληρός κι αδίσταχτος σαν το τσεκούρι που πέφτει και σκίζει χωρίς να πονεί.

Τι θα ήταν η ζωή όμως χωρίς πόνο; Τι νόημα θα είχε όταν θα έβλεπα τους άλλους να κλαίνε ενώ εγώ θα έμενα ανάλγητος κι αδάκρυτος; Μέσα σ’ ένα κόσμο που πονάει τόσο πολύ, κι υποφέρει, εγώ, αν ήμουν αναίσθητος, θα έμοιαζα μ’ εξόριστο, μ’ ένα τέρας άλλου κόσμου, μ’ ένα ξόανο. Δεν ξέρω, αγαπητοί μου φίλοι, τι νόημα θα έχει για σας ο πόνος, ποια θα είναι η θέση του μέσα στην ζωή σας, πώς θα τον δέχεστε και πώς θα τον ερμηνεύετε. Ο πόνος είναι πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα της ζωής. Πρέπει να τον δεχθούμε ή όχι, να τον πολεμήσουμε ή να τον περιορίσουμε; Μήπως χωρίς αυτόν η ζωή γίνει ένα εργοστάσιο, ένα βουβό μηχανουργείο, όπου όλα, σοφά ρυθμισμένα θα κινούνται; Κάτι όμως μέσα μου με διαβεβαιώνει, με διαβεβαιώνουν οι πληγές που φέρω, πως δεν θα φυγαδευθεί ποτέ από τη ζωή ο πόνος.  Κι εσείς θα έχετε την ευαισθησία σας, κι εσάς θα σας επισκέπτεται ο πόνος. Βέβαια, ο κόσμος κατευθύνεται προς την αναισθησία. Ζω μέσα σ’ αυτόν, κι όμως νιώθω περίπου σαν ξένος, αρχίζω ν’ απωθώ τους άλλους και να φροντίζω να δέχομαι λιγότερες πληγές.

Ως πότε όμως θ’ αντέχω σ’ αυτή την τεχνική απομόνωση; Τεντώνεται ξαφνικά η ψυχή μου σαν τόξο και στρέφεται προς τους άλλους, ακάλυπτη πάντα, ευαίσθητη, πρόθυμη να ιδεί τους πλαϊνούς της με βλέμμα πρόσχαρο και καθαρό. Αυτό είναι το μεγάλο λάθος, θα μου πείτε. Δεν ξέρω. Γι’ αυτό σ’ έχει τόσο καταπληγώσει η ζωή.

Ποια θα ήταν στη περίπτωση μου η πράξη σωφροσύνης; Να πάψω να είμαι ευαίσθητος, να γίνω σκληρός κι ανάλγητος, σαν τους βιαστικούς ανθρώπους που βλέπω στους δρόμους την ώρα της δουλειάς. Να πάψω να είμαι ευαίσθητος: να κάτι που δεν το σκέφτηκα ποτέ. Ύστερα από κάθε συμφορά που μου έφερνε η ευαισθησία έλεγα: άλλοτε να προσέχω περισσότερο. Ποτέ δεν είπα: πάψε να είσαι ευαίσθητος. Γιατί θυμάμαι πως αυτή η μεγάλη εσωτερική ευπάθεια με γέμισε μ’ ένα πλούτο εσωτερικό, μου έφερε μια ευφορία σπάνια, μ’ έκανε να μπορώ να ιδώ τον κόσμο και την πλάση ολόκληρη μ’ άλλο βλέμμα, να την ιδώ ως την καρδιά, βαθιά, και να γεμίσω από δροσιά και πάθος. Χωρίς αυτή την ευαισθησία, ο κόσμος θα μου φαινόταν τριγύρω βουβός, κόσμος του ύπνου και της σκιάς. Οι άνθρωποι θα ήταν για μένα κάποιες μηχανές θαυμαστές κι όχι πλάσματα οπλισμένα από τον Θεό με ψυχή.

Κι ύστερα είναι ο Θεός, ο Μεγάλος Παρών της κάθε μέρας. Χωρίς την ευαισθησία δεν θα μπορούσα να τον νιώσω, δεν θα μπορούσα ν’ ακούσω τα βήματά του «επί πτερύγων ανέμων», δεν θα μπορούσα να κατανοήσω την γλώσσα της αγάπης. Με την ευαισθησία μου, η ερημιά μου ανθίζει σαν κρίνο, η θλίψη μου έχει νόημα πέρα από τη φθορά και η χαρά γίνεται η καμπανοκρουσία της αιώνιας ευτυχίας, πέρα από τον θάνατο.

Σκύβω και φιλώ τις πολλές πληγές που μου έφερε η ευαισθησία, δακρυσμένος πολλές φορές σηκώνω τα μάτια και δοξάζω τον Θεό που με όπλισε με τη δύναμη να βλέπω και να νιώθω βαθιά τον κόσμο και τους ανθρώπους. Οι πληγές; Ναι, και οι πληγές. Κάποιο αιώνιο νόημα έχουν για την ψυχή.

 

Δοκίμια Ευθύνης, Δέκατο Γράμμα, Σελ. 216-218

 

Kώστας Ε. Τσιρόπουλος

 

Πηγές εικόνων