Αισθάνεται κανείς τόσο έντονα την δίψα.

 

Αυτό το αίσθημα που τρέφει και φουντώνει ο πυρίμορφος έρωτας. Την δίψα για εκείνη την υπέρτατη ευτυχία που πλάθει με τη φαντασία του ο καθένας. Που την έχει πλάσει ίσως με υψιπετείς προσδοκίες και αβάσιμα δεδομένα. Και κινεί γοργά και ενίοτε παράφορα για να βιώσει μέσα στην ύπαρξη του αυτό που η ιδεατή προσδοκία του έχει υποσχεθεί. Και το κυνηγάει με όλη του την ύπαρξη, απεγνωσμένα, ψαχουλεύοντας ακόμα και στα χαρτονομίσματα, την καταξίωση και την υστεροφημία. Εκεί όμως που σχεδόν πάντα καταλήγει είναι αυτός ο έρωτας με τον άλλο. Τον άλλο του οποίου ακόμα ίσως να μην έχει συναντήσει το πρόσωπό του. Μα τρέχει, βιάζεται να αντλήσει από αυτόν, έστω και μέσα από την επερχόμενη οδύνη, την ηδονή.

 

Ανεβαίνει την κορυφή για να γευτεί την κορύφωση. Πράγματι, ναι, φτάνει, την κατακτά και για λίγο θωρεί αυτή την τόσο έντονη και ζωντανή γλύκα και τέρψη.

 

Μα, σαν σταθεί εκεί και ο άνεμος φυσήξει μερικά σύννεφα του ενθουσιασμού κοιτά και βλέπει πως η κορυφή έχει απειροελάχιστη επιφάνεια. Δεν χωράει να φέρει αυτόν τον τόσο ποθητό του φίλο, το “για πάντα”.

 

Και εκεί είναι που ο άνθρωπος αισθάνεται αυτή την ελεύθερη πτώση. Την βαθιά οντολογική θλίψη του χρυσού ολυμπιονίκη αφ’ ότου κατέβει από το βάθρο.

 

Και προσπαθεί να αναρριχηθεί ξανά ή έστω να ανακόψει ταχύτητα. Αφού ξέρει πως δεν υπάρχει το “συνεχώς” αναζητά το “συχνά”.

 

Πασχίζει να αντλήσει τη δύναμη από την απόλυτη παράδοση του εαυτού στο χάδι, στο φιλί, στην αγκαλιά, στο κάθε άγγιγμα.

 

Όμως με κάθε ένα άγγιγμα αισθάνεται πως μεγαλώνει την απόσταση, κάθε γουλιά τον κάνει να διψά περισσότερο. Το κενό τον κάνει να αγωνιά. Γίνεται επαίτης της βραχύχρονης γεύσης τους. Επιστρατεύει τότε όλες του τις δυνάμεις για να πετύχει το ιδεατό. Να χωρέσει μέσα στον άλλο και εκείνος σε αυτόν. Να γίνουν οντολογικά ένα. Να καταργηθούν όλα τα όρια και τα σύνορα, να παύσει το “χωριστά”. Διψά μόνο για αυτό το “ένα”. Τόσο πολύ διψά, που παίρνει τις πιο μεγάλες λέξεις που γνωρίζει και τις δεσμεύει σε υποσχέσεις.

 

“Για πάντα, για πάντα μαζί…”

 

Και εκεί είναι που το κάλπικο αυτό “Πάντα” δεν έχει το ειδικό βάρος για να αντισταθμίσει την Αλήθεια.

 

Εκεί πλέον το “πάντα” συνοδεύει μόνο το δάκρυ και το “άπειρο” ακουμπά στο κενό, στο τέλος.

Όμως μοιάζει πράγματι τόσο εντυπωσιακό αυτός ο πεπερασμένος και φθαρτός άνθρωπος που τα χείλη του προφέρουν με τόση ευκολία την στιγμή, το τώρα, την λήξη, να ξέρει και να διψά βαθιά μέσα του για το υπέρλογο Πάντα και το άφθαστο Αιώνιο. Ποιος του έμαθε να ακολουθεί αχαρτογράφητα μονοπάτια, να ζητά απεγνωσμένα το φαινομενικά ανεκπλήρωτο ;

 

Ποιο χρωμόσωμα και ποια επιτηδευμένη εξίσωση μπορεί να βρει την αιτία και να αναπαύσει αυτήν την απορία …

 

Φαίνεται πως εδώ είναι που σκιρτά η προσδοκία για την πιθανότητα της Ελπίδας. Της ελπίδας για την πιθανότητα το ονειρικό να είναι αληθινό.

 

Θα έλεγε κανείς πως εμφυτεύτηκαν αυτές οι έννοιες για να τις κυνηγά, για να διψά να γίνει μέτοχός τους.

 

Γεύεται κανείς όλες αυτές τις σύντομες χαρές που εγείρουν όλο το είναι του ανθρώπου για να αναζητήσει έπειτα την αιώνια προέκτασή τους. Αυτό θα γίνει, ίσως, με έναν τρόπο που θα διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή για να τον βρει, μα αυτό είναι άλλωστε που αξίζει.

 

Εδώ είναι που έρχεται η Πίστη να πραγματώσει την προοπτική για μια νέα κορυφή.

 

Εδώ ο άλλος γίνεται ο πρώτος και τελευταίος λίθος που θα ακουμπήσεις για να ανέβεις προς τα Πάνω. Είναι εδώ που αυτή η μορφή αγάπης υπερβαίνει ορισμούς και περιθώρια.

 

Πλέον ο Άλλος αποκτά Πρόσωπο. Τον πλησιάζεις και βλέπεις την μορφή του, αντικρίζεις για πρώτη φορά κάτι πέρα από τα σύνορα του Εγώ, βαδίζεις σταδιακά στον χώρο του Εσύ και στην χώρα του Εμείς.

 

Μια άλλη χαρά γεννάται, μια άλλη οπτική της ευτυχίας ψηλαφίζεται.

 

Μαθαίνει εν τέλει κανείς μέσα από μια γυναίκα να τις αγαπά όλες, από ένα πρόσωπο να τα γνωρίζει όλα.

 

Αποθέτει τον εαυτό του για να σπεύσει να αγαπήσει τον Άλλον και τους βρίσκει όλους. Χάνεται και βρίσκει τον εαυτό του. Φαίνεται να χάνει και όμως μόνο κατακτά. Βιώνει μια αγάπη που τον εμπνέει για να αγαπά βαθιά και αληθινά τον εαυτό του.

 

Εκεί η Ευτυχία παύει να είναι το ποθητό και γίνεται βίωμα. Παύει να είναι το προσδοκώμενο και μεταμορφώνεται σε παρόν. Σε αιώνιο παρόν.

 

Ένας συνεχόμενος έρωτας που φωτίζει σύσσωμη την ύπαρξη, που την αλλοιώνει, την γεμίζει και συγχρόνως τόσο ασυναίσθητα την υψώνει.

 

Ένα ανεκτίμητο μυστικό που γίνεται Μυστήριο.

 

Τι πιο λαμπρό και υψηλό μπορεί να ποθήσει κανείς πέρα από την Αγάπη για όλη την κτήση,

από έναν Αιώνιο Έρωτα ;

 

Έναν έρωτα “ἵνα ὦσιν ἓν”

 

ἓν

 

Εκεί φαίνεται να φωτίζεται η ύπαρξη

Εκεί ανασταίνεται

 

Εκεί που ταπεινά γονατίζεις και απρόσμενα θωρείς όλους τους ανθρώπους.

Γιατί  τους βλέπεις πιο καθαρά,

γιατί πλέον τους αντικρίζεις

πάνω από τις κορυφές…

 

Και οι “νεκρές” ελπίδες

ανασαίνουν.

Κι απ’ την ανάσα τους

σηκώνονται οι ζωές μας

και διαβαίνουν.