Ένα χαριτωμένο trend των τελευταίων ετών είναι οι “flat earthers”, οι διαπρύσιοι αυτοί “ξεσκεπαστές” της παγκόσμιας σκευωρίας ότι η Γη είναι σφαιρική, υποστηρίζοντας ότι είναι επίπεδη μετά θόλου.
Εντύπωση ωστόσο κάνει, μεταξύ άλλων, το πρόσφατο παράδειγμα ενός γνωστού αθλητή πολεμικών τεχνών, o οποίος, γνωστός για τη ροπή του σε διάφορες εκκεντρικές κι εν πολλοίς παρανοϊκές δοξασίες, έδωσε στις flat earth πεποιθήσεις του “Χριστιανικές” διαστάσεις: η Γη είναι επίπεδη, η θεωρία της εξέλιξης είναι ασφαλώς ψευδής και ούτω καθεξής, και προς επίρρωση των ισχυρισμών του επικαλείται την αυθεντία της Βιβλικής αφήγησης και της “κυριολεκτικής” ερμηνείας της (όντας ο ίδιος “αναγεννημένος” Βαπτιστής Χριστιανός).
Ασφαλώς για όλα τα παραπάνω έχουν δεχτεί από διάφορους επιστήμονες κατά καιρούς κριτικές τα ιερά βιβλία των Ιουδαιχριστιανικών (και όχι μόνο) παραδόσεων, ως προφανώς παιδαριώδη και ψευδή, μιας και βάσει επιστημονικών ανακαλύψεων, περιέχουν “ανακρίβειες”.
Ωστόσο, τί είναι η ακρίβεια; Τί είναι κυριολεξία;
***
Είναι σαφής και δικαιολογημένη η τάση μεταφυσικοποίησης της επιστήμης από τη βιομηχανική επανάσταση και έπειτα. Τα αναρίθμητα και φαντασμαγορικά επιτεύγματα της τεχνολογίας τους τελευταίους αιώνες, από την ατμομηχανή μέχρι τον πρόσφατο οργασμό στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, συνεχίζουν να σαγηνεύουν και να διεκδικούν μεταφυσική αίγλη, όχι μόνο ανάμεσα στους επιστήμονες, αλλά και το πιο εκλαϊκευμένο κοινό. Οι απόψεις τείνουν να συγκλίνουν στο ότι η επιστήμη κατέχει την πλέον σφαιρική και αδιαφιλονίκητα “ορθή” και “αντικειμενική” αντίληψη του κόσμου, και μπορεί να διεκδικήσει απαντήσεις ακόμα και στους ευγενέστερους, υψηλότερους προβληματισμούς του ανθρώπινου υποκειμένου· η άλλοτε περίοπτης αξίας εντρύφηση στη φιλοσοφία, στη θεολογία και άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες (οι οποίες συχνά κρίνονται ανάξιες της επιστημονικής τους ιδιότητας) θεωρείται πλέον μάλλον παρωχημένη και περιττή.
Χαρακτηριστική είναι και η ηγεμονία της επιστήμης στη σφαίρα της πολιτικής ιδεολογίας. Αρκεί να θυμηθούμε τους Δημοκρατικούς επί της κρίσης του κορονοϊού, οι οποίοι, για να θεμελιώσουν τις αυστηρές περιοριστικές πολιτικές καραντίνας και υποχρεωτικού εμβολιασμού που εφάρμοσαν, είχαν ως παντιέρα το σλόγκαν “Follow the Science!”, ενώ αυτοπροσδιορίζονταν ως “το κόμμα της επιστήμης” (“The Party of Science”), αποδίδοντας έτσι στις αποφάσεις και τις πολιτικές τους (οι οποίες ασφαλώς ήταν κατάφορτες και με ηθικά, αξιακά και τέλος πάντων “μη-επιστημονικά” κριτήρια) τους μια σχεδόν μεταφυσικά “αδιάψευστη” αίγλη.
“Πώς λειτουργεί το σύμπαν; Ποιά είναι η φύση της πραγματικότητας; Από πού προήλθαν όλα αυτά; Χρειαζόταν το σύμπαν δημιουργό; Οι περισσότεροι από εμάς δεν ξοδεύουμε τον περισσότερο χρόνο μας ανησυχώντας για αυτές τις ερωτήσεις, αλλά σχεδόν όλοι μας έχουμε τέτοιες αναζητήσεις ενίοτε.
Παραδοσιακά αυτά είναι ερωτήματα για τη φιλοσοφία, αλλά η φιλοσοφία είναι νεκρή. Η φιλοσοφία δε συμβαδίζει με τις σύγχρονες εξελίξεις στην επιστήμη, ιδιαίτερα τη φυσική. Οι επιστήμονες έχουν γίνει οι στυλοβάτες της ανακάλυψης στην αναζήτησή μας για γνώση.”
—Stephen Hawking, “The Grand Design” (2010)
Πέραν ωστόσο των πρακτικών (μεγάλων) δυσκολιών που έχει η διεξαγωγή της έρευνας στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας, αξίζει μια μνεία στα εγγενέστερα και, δυστυχώς για τους θιασώτες της, αδιαπέραστα όρια της επιστημονικής αντίληψης, που δεν είναι άλλα από τα όρια της ίδιας της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η επιστήμη είναι προϊόν της συνειδητότητας του ανθρώπου, και ως τέτοιο, υπάρχει και διεξάγεται κάτω από τους περιορισμούς και τα αξιώματά της. Η επιστήμη ποτέ δε θα μας πει γιατί ένα δέντρο είναι δέντρο και όχι μια τυχαία αρμαθιά από ξύλα και φύλλα, κύτταρα ή μόρια: η ταυτότητα του δέντρου έχει ήδη δοθεί από τον άνθρωπο βάσει του ενδιαφέροντός του, του σκοπού που έχει το δέντρο ως ολότητα έναντι των αναρίθμητων επιμέρους συστατικών του. Αυτό το νόημα είναι εν τέλει που “συνέχει” τα αναρίθμητα συστατικά του κόσμου σε ενότητες και που μας επιτρέπει οποιαδήποτε αντίληψη και πλοήγηση στον πραγματικό κόσμο.
Τις ταυτότητες των πραγμάτων λοιπών, η επιστήμη τις παραλαμβάνει “έτοιμες” από τη σφαίρα της ανθρώπινης εμπειρίας και τελεολογίας· δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να κάνει κάποιο σχόλιο ή ερμηνεία επ’αυτών. Όσο περισσότερο η διερώτηση για τα πράγματα προσεγγίζει το “τί” και το “γιατί” τους, τόσο η επιστήμη σιωπά, μιας και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, παρά την επιδεξιότητά της γύρω από το “πως” τους. Μάλιστα, τις ταυτότητες αυτές φροντίζει πάντα να τις “κλαδεύει” και να κρατά μόνο ό,τι εξυπηρετεί την εκάστοτε επιστημονική ανάγκη.
Το να πούμε ότι το νερό είναι H2O είναι μεγάλη αδικία απέναντι στο νερό· σχεδόν τίποτα από την εμπειρία και τη φαινομενολογία του νερού δεν εμπεριέχεται στη χημική του αναπαράσταση. Πρόκειται για μια στενή, άκρως συγκεκριμένη “αφαίρεση” αυτού που αποκαλούμε νερό, που εξυπηρετεί με τη σειρά της ένα – κατά τα άλλα σπουδαίο – επιστημονικό πόνημα, όπως πχ. η επίλυση χημικών εξισώσεων.
Το ότι η “επιστημονική περιγραφή” ενός πράγματος ή φαινομένου είναι η μόνη αντικειμενική, τέλεια, “άμωμη” περιγραφή του, ήδη φαίνεται να πάσχει, μιας και κάθε επιστημονική περιγραφή δεν είναι παρά μία “αφαίρεση”, μια φτωχή μοντελοποίηση του περιγραφόμενου, η οποία μάλιστα παραμένει πάντοτε δέσμια του σκοπού της, και ποτέ στην πραγματικότητα δεν είναι απολύτως “κυριολεκτική”.
Φανταστείτε την περιγραφή ενός αγώνα ποδοσφαίρου.
Μεταξύ δύο φίλων, όπου ο ένας είδε τον αγώνα ενώ ο άλλος όχι, μπορεί να αρκεί μία αναφορά στο σκορ και στους σκόρερ. Ίσως να χρειάζεται και ένας περιληπτικός σχολιασμός του κάθε ημιχρόνου και κάποιων “highlights”. Ένας εκφωνητής από την άλλη, θα περιγράψει σχεδόν κάθε δευτερόλεπτο με άλλο επίπεδο λεπτομέρειας.
Είναι όμως εφικτή και μία εντελώς εξαντλητική, επιστημονική περιγραφή κάθε κλάσματος του δευτερολέπτου σε κάθε επίπεδο λεπτομέρειας των αμέτρητων «διαστάσεων» ενός ποδοσφαιρικού αγώνα – και μόνο η κίνηση της μπάλας σε ένα συγκεκριμένο κλάσμα του δευτερολέπτου επιδέχεται κυριολεκτικά ανεξάντλητης ανάλυσης και λεπτομέρειας.
Ποιά από τις παραπάνω αφηγήσεις (και όλες τις ενδιάμεσές τους) είναι άραγε «κυριολεκτική»/«αντικειμενική» και ποιά «μεταφορική»/«υποκειμενική»;
Δε νομίζω ότι νοείται τέτοιο δίλημμα – πίσω από κάθε περιγραφή και αφήγηση, υπάρχει μόνο το νόημά τους, ο σκοπός, η τελεολογία που αυτές εξυπηρετούν· αυτός είναι που θα υποδείξει ακριβώς το πώς της περιγραφής.
Υπάρχει μόνο το εκάστοτε φαινόμενο, και η ποσότητα αφαίρεσης που θα έχει η αντίληψη – περιγραφή του, που υπαγορεύεται από την ανθρώπινη πρόθεση μας γύρω από το φαινόμενο. Επομένως, ο σκοπός που εξυπηρετεί μία εξιστόρηση, θα καθορίσει ριζικά και όλο τον τρόπο με τον οποίο θα διεξαχθεί, από την έκτασή της μέχρι τη σύνταξη και το λεξιλόγιο.
Στο παράδειγμα με τον αγώνα ποδοσφαίρου, ας φανταστούμε λοιπόν πόσο ανόητη είναι μία εξαντλητική, ψυχαναγκαστική, «επιστημονική» αφήγηση κάθε στιγμής του. Είναι σαφώς πολύ προτιμότερη μία αφήγηση διανθισμένη με προχειρότητες, υπερβολές και ίσως βωμολοχίες, γιατί ακριβώς εξυπηρετεί τη διασκέδαση, την ταύτιση, κοκ.
Σκεφτείτε τους συγγραφείς της Βίβλου, ή οποιουδήποτε θρησκευτικού ή έστω μυθικού αφηγήματος, το οποίο αντιμετωπίζει την πρόκληση να απευθυνθεί σε (έστω σχεδόν) όλους τους ανθρώπους, όλων των κοινωνικών ομάδων, όλων των μορφωτικών και νοητικών επιπέδων, ιδιοσυγκρασιών και εποχών. Οπωσδήποτε μία τέτοια αφήγηση επιβάλλεται να στερηθεί επιστημονικής ακρίβειας, μιας και η ακρίβεια αυτή με πολλούς τρόπους θα μπορούσε να υποδαυλίσει τον σκοπό της αφήγησης.
Επομένως, όποιος επικαλείται τη Βίβλο ή οποιοδήποτε αντίστοιχο “ιερό” κείμενο για να υποστηρίξει βαρύγδουπα επιστημονικά αστήρικτες και ανόητες απόψεις, εκτός από το παραπάνω ακραιφνώς επιστημονικό λάθος, ειρωνικά έχει ήδη κάνει ένα ακόμα: έχει δεχτεί την άποψη των πολεμίων του, ότι όλες οι αφηγήσεις επιβάλλεται να έχουν επιστημονική ακρίβεια και ισχύ για να είναι “αληθείς” και να “κυριολεκτούν”, και στη συνέχεια παίζει αυτό το από την αρχή χαμένο, απονενοημένο για τον ίδιο παιχνίδι.
Ας επανέλθουμε όμως στο παράδειγμα του “flat earth”.
Μία “επιστημονική” αντίρρηση απέναντί του θα διατυπώνονταν ως εξής:
“Τόσους αιώνες, νομίζαμε ότι ο Ήλιος και η Σελήνη κινούνται γύρω απ’τη Γη, ενώ στην πραγματικότητα, η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο κι η Σελήνη με τη σειρά της γύρω από τη Γη.”
Γιατί, όμως, είναι πιο “πραγματική” η προοπτική αυτής της κίνησης και όχι αυτή που έχουμε εμείς στη Γη, της κίνησης δηλαδή του Ήλιου και της Σελήνης γύρω από τη Γη; Καί οι δύο είναι σχετικές οπτικές ενός φαινομένου, η μία από την επιφάνεια της Γης, και η άλλη από ένα τυχαίο σημείο στο διάστημα.
Η πρώτη δεν είναι ασύγκριτα σημαντικότερη; Το αν δουλεύουμε ή ξεκουραζόμαστε, το αν είμαστε μέσα η έξω, το αν πίνουμε καφέ ή αλκοόλ, και ίσως όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων και του πολιτισμού μας είναι χτισμένο ακριβώς γύρω από αυτή την κίνηση, δηλαδή του Ήλιου και της Σελήνης γύρω από τη Γη (!).
Πρόκειται, λοιπόν, για δύο αφηγήσεις με διαφορετικό σκοπό, ανάμεσα στις οποίες δε γίνεται ευθέως να διακρίνουμε την “κυριολεκτική” από τη “μεταφορική”.
Η επιστημονική αναπαράσταση είναι απλά αφαίρεση με συγκεκριμένη τελεολογία. Παριστάνοντας ότι πρόκειται για μια “αντικειμενική” αναπαράσταση της πραγματικότητας, επί της ουσίας παριστάνουμε ότι μπορούμε να εξανεμίσουμε από τον κόσμο τον παρατηρητή και την πρόθεσή του, πράγμα εντελώς αδύνατον· κάτι τέτοιο θα τραχήλιζε τον κόσμο σε ένα άπειρο χάος εντελώς αδιάγνωστων πιθανοτήτων – σε ένα “τίποτα” που δεν μπορούμε ούτε να ξεκινήσουμε να αντιλαμβανόμαστε. Ελλείψει σκοπού και τελεολογίας, λείπει και κάθε πιθανή αντίληψη του κόσμου.
Κι ενώ η επιστήμη μπορεί να μας εξηγήσει με εξαντλητική ακρίβεια συγκεκριμένες εκφάνσεις ενός πράγματος, εγγενώς δεν μπορεί να μας εξηγήσει γιατί αυτό είναι σημαντικό, ούτε να μας δημιουργήσει μία τέτοια ιεραρχία σημαντικότητας.
Όσο η τεχνολογία γιγαντώνεται και θεριεύει, τόσο έκδηλα κι επίκαιρα θα γίνονται τα εγγενή της όρια στη νοηματοδότηση του κόσμου και την άρθρωση ενός πειστικού αξιακού λόγου, κι ίσως τότε να επέλθει μια νέα “εποχή του Υδροχόου” για τη φιλοσοφία, που άλλωστε γέννησε την επιστήμη και την τεχνολογία από τα ίδια της τα σπλάχνα.