Το ένα από τα δύο έργα που απεικονίζονται παραπάνω είναι ένα από τα πιο επιδραστικά έργα τέχνης όλων των εποχών. Το άλλο (αριστερά) είναι η Pieta του Ουιλιάμ-Αντόλφ Μπουγκερώ.

Υπερβάλλω βεβαίως, μίας και η Pieta είναι και αυτή από τα κορυφαία έργα τέχνης, αλλά θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση πως γίνεται να την αναφέρουμε στην ίδια πρόταση με ένα ουρητήριο με μία υπογραφή.

Το ζήτημα της σύγχρονης τέχνης, της αξίας της, του ορισμού της και των διαστάσεών της είναι ένα θέμα που με απασχολεί καιρό, έχοντας στον πυρήνα του την εξής απορία: «Τελικά, τι είναι τέχνη;».

Το παρόν κείμενο δεν αποτελεί απάντηση στην παραπάνω ερώτηση, αλλά επιχειρεί να παρουσιάσει την δική μου προσέγγιση και δεν στοχεύει να προσβάλλει ή να εκμηδενίσει κανέναν. Εννοείται ότι ούτε κριτικός τέχνης είμαι, ούτε ειδήμων πάνω στο ζήτημα. Read at your own risk.


Πρόταση: Η ανάγνωση του κειμένου να συνοδεύεται από το παρακάτω μουσικό κομμάτι:

For privacy reasons YouTube needs your permission to be loaded. For more details, please see our Πολιτική Απορρήτου.

Η αφορμή


Την Παρασκευή 20 Οκτωβρίου είχα την ευκαιρία να παρευρεθώ στην Έκθεση Γλυπτικής του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Η επίσκεψη διοργανώθηκε με αφορμή το κατ’ επιλογήν μάθημα «Ανθρωπιστικές Αξίες & Σύγχρονη Ιατρική» της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

Η ξενάγηση ήταν πλήρης και τα διάφορα εκθέματα έδωσαν αφορμή για γόνιμο προβληματισμό και συζήτηση.

Παρόλα αυτά, οφείλω να ομολογήσω ότι σκέψεις που μου έχουν δημιουργηθεί εδώ και κάποια χρόνια περί του ζητήματος της Σύγχρονης Τέχνης επανήλθαν στο μυαλό μου, ίσως για δεύτερη φορά τόσο έντονες, με την πρώτη να αποτελεί την επίσκεψη μου στον όροφο με τη «Σύγχρονη Τέχνη» στην Εθνική Πινακοθήκη.

Η βασικότερη σκέψη που με βασάνιζε κατά την επαφή με τα διάφορα εκθέματα ήταν η εξής:

Στη σύγχρονη τέχνη είναι απόν το στοιχείο που την χαρακτηρίζει από την πρώτη εμφάνιση της: η ομορφιά.

Κάποια εκθέματα, όχι μόνο δεν ήταν όμορφα, αλλά μάλλον απωθούσαν τον θεατή με την αισθητική τους (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κρύβουν κάποιο νόημα ως μορφές ή ότι δεν έχουν αξία – αναφέρομαι στην πρώτη επαφή μαζί τους).

Έργο με τίτλο «Η πολυθρόνα της εξουσίας»

Έργο με τίτλο «Στοχασμός»

Άλλα, ήταν απλώς αδιάφορα και θύμιζαν περισσότερο διακοσμητικά που συναντά κανείς σε ένα ακριβό σπίτι.

Έργο με τίτλο «Βούλιαγμα (σε χρώμα θαλασσί του βυθού)»

Και αναρωτιέμαι εγώ: Τι θέση έχουν τα έργα αυτά δίπλα στα κλασικά έργα τέχνης;

Πώς να βάλω στην ίδια σελίδα τα παραπάνω έργα, με τον «Δαυίδ» του Michelangelo, το «Bust of the Saviour» του Μπερνίνι, την «Γυναίκα με την Ομπρέλα» του Μονέτ;

Έργα όμορφα, με όλη τη σημασία της λέξης, έργα που συγκινούν, αγγίζουν την ψυχή και την ανάγουν σε έναν άλλο κόσμο αφού, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ομορφιά είναι σημάδι μιας διαφορετικής, ανώτερης τάξης.

«H κοροϊδία του Χριστού» (1880), Carl Heinrich Bloch. Ένας πίνακας που σαγηνεύει τον θεατή προκαλώντας δέος, θλίψη, οργή.

Μήπως εγώ έχω το πρόβλημα και δεν βρίσκομαι στο κατάλληλο πνευματικό και διανοητικό επίπεδο ώστε να κατανοήσω τα έργα της σύγχρονης τέχνης; Ένας προβληματισμός που βασανίζει πολλούς, οι οποίοι, τελικά, οδηγούνται στην περιφρόνησή της τέχνης ως σύνολο.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η μεταφυσική της τέχνης


Σύμφωνα με τον Πλάτωνα η ομορφιά είναι η οδός προς τον Θεό.

Όταν αναφερόμαστε σε μεταφυσική στην τέχνη δεν εννοούμε αποκλειστικά την απεικόνιση σκηνών από τη Βίβλο, αλλά οτιδήποτε αφορά το πνεύμα και την καλλιέργεια του ανθρώπου.

Αυτό φαίνεται έντονα στους αρχαίους Έλληνες οι οποίοι αρέσκονται να επικεντρώνονται σε μυθικούς χαρακτήρες, θεούς και ανθρώπους, αναδεικνύοντας το κάλλος του προσώπου και του σώματος τους.

Με την επέκταση του χριστιανισμού στη Δύση, η τέχνη αφοσιώνεται κυρίως στην παρουσίαση βιβλικών προσώπων και σκηνών, με αποκορύφωμα την Αναγέννηση, με τα διαχρονικά έργα του Raphael και του Michelangelo.

Ακόμα και την εποχή του Διαφωτισμού, που οι καλλιτέχνες περιορίζονται πολύ στην παρουσίαση θρησκευτικών σκηνών και αφοσιώνονται περισσότερο σε τοπία και πρόσωπα, τα έργα εξακολουθούν να είναι όμορφα, επειδή επιδιώκουν να ανάγουν τον άνθρωπο πνευματικά, να τον συγκινήσουν και να τον καλλιεργήσουν.

Μία απλή όψη της καθημερινότητας αποκτά αξία και μεταμορφώνεται μέσα από τη δημιουργική έκφραση του καλλιτέχνη που την ανάγει σε κάτι που ξεπερνά την πραγματικότητα, χωρίς να βγαίνει εκτός του φάσματός αυτής. (Εδώ μπορούν να γίνουν προεκτάσεις για τον υπερρεαλισμό στην τέχνη -βλ. Salvador Dali- αλλά αυτό ας το αφήσουμε για άλλη φορά).

«H βροχή», ελαιογραφία του Vincent van Gogh (1853-1890). Τα τοπία, από φόντο στην παρουσίαση θρησκευτικών σκηνών, πλέον γίνονται το επίκεντρο της προσοχής.

“Απλά” έργα τέχνης (και ίσως να ξεχωρίζουν αυτά) όπως μία προσωπογραφία, που θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί μία στείρα αποτύπωση της πραγματικότητας, φέρουν ιδιαίτερη βαρύτητα με τον τρόπο που απεικονίζουν το βλέμμα,την όψη, τα συναισθήματα.

Αυτοπροσωπογραφία του Rembrandt (1606-1669)

Ακόμα και έργα που παρουσιάζουν  τις σκληρές πτυχές της πραγματικότητας, όπως τον θάνατο, διαπνέονται από μία αισθητική που σε μαγνητίζει και έχουν την δική τους ομορφιά.

«Ο ετοιμοθάνατος καλλιτέχνης», του Zygmunt Andrychiewicz (1861-1943).

Η τέχνη πάντα επιδίωκε να αποδώσει την πραγματικότητα, συνδυάζοντας την με μία υπερφυσική διάσταση που ξεπερνάει το απλό ανθρώπινο βίωμα και προσεγγίζει το ιερό, την ψυχή του ανθρώπου, το περιεχόμενο της καρδιάς του, το νόημα της ύπαρξης.

Αυτό, κατά τη γνώμη μου, έχει χαθεί από τα περισσότερα έργα της (μοντέρνας και) μεταμοντέρνας τέχνης.

Πώς φτάσαμε εδώ;


Η απάντηση είναι σχετικά απλή: Η σύγχρονη τέχνη δεν επιδιώκει να είναι όμορφη. Πολλές φορές μάλιστα κάνει το αντίθετο.

Το ρεύμα αυτό, της μοντέρνας και μεταμοντέρνας τέχνης, ξεκινάει από το περίφημο ουρητήριο του Μαρσέλ Ντυσάν του 1917.

Ο καλλιτέχνης θέλησε με την κίνηση αυτή να προσβάλλει την τέχνη της εποχής του η οποία εξυπηρετούσε την «τέχνη για την τέχνη» και να μεταφέρει τη βαρύτητα των έργων από τη μορφή στο νόημα.

Ξεπερνώντας, μάλλον, τις προσδοκίες του δημιουργού, ο οποίος ονομάστηκε “πατέρας της σύγχρονης τέχνης”, το έργο αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για την εμφάνιση πολλών επίδοξων καλλιτεχνών οι οποίοι μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα νέα θεμέλια της τέχνης: ότι η ερμηνεία του έργου είναι το παν.

Ο 20ος αιώνας, έτσι, αποτελεί ένα νέο ξεκίνημα για την τέχνη, η οποία σχεδόν στρέφει την πλάτη της στην μακραίωνη κληρονομιά της.

Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τις μηδενιστικές αντιλήψεις που έχουν ήδη αρχίσει να επικρατούν από τον Νίτσε, τον «θάνατο» του Θεού που ξεκίνησε από τον Διαφωτισμό,  την βιομηχανική επανάσταση και τον υλισμό, η τέχνη πλέον έχει εξοστρακίσει σχεδόν πλήρως το θεολογικό/πνευματικό περιεχόμενο που επικρατούσε τα τελευταία 2000 χρόνια.

Κάπως έτσι, υπεραπλουστευμένα βέβαια, καταλήγουμε στα «άσχημα» έργα του 20ου και του 21ου αιώνα.

Η σύγχρονη τέχνη



Mουσείο Σύγχρονης τέχνης στο Michigan, USA

Η τέχνη, πλέον, επιδιώκει κατ’ εξοχήν να διεγείρει διανοητικά τον θεατή, με την μορφή του έργου να διαμορφώνεται για να εξυπηρετεί τον σκοπό αυτό. Τα έργα συνήθως απεικονίζουν ωμά την πραγματικότητα υπό την ματιά του «καλλιτέχνη» ή διαμορφώνονται με σκοπό να σοκάρουν, και ενώ μπορεί να διαπνέονται από μία στοιχειώδη δημιουργικότητα, δεν αγγίζουν το υπερφυσικό, δεν απλώνουν τα χέρια προς το πνεύμα, δεν ανοίγουν τα μάτια προς την καρδιά.

Επιδιώκουν, κατ’ εξοχήν, την ηδονή της σκέψης που δημιουργούν μέσα στην αφηρημένη και απρόσμενη φύση τους. Ο θεατής, έχει την ψευδαίσθηση ότι μετέχει στην ερμηνεία του νοήματος του έργου, το οποίο θεωρεί ότι αποτελεί δημιουργία βαθιάς συλλογιστικής του καλλιτέχνη.

Maurizio Cattelan – Μπανάνα (2019)

Ακόμα κι αν το έργο έχει όντως προκύψει ως έκφραση σκέψεων του καλλιτέχνη, η φύση του είναι τόσο αφηρημένη και γενική, που επιτρέπει άπειρες ερμηνείες, με αποτέλεσμα να στερείται βαρύτητας, αφού ο θεατής μπορεί να το προσδιορίσει ως κυριολεκτικά οτιδήποτε θέλει ο ίδιος. (Αυτό διαφέρει από έργα που επιτρέπουν πολλαπλές ερμηνείες από τον δέκτη, κάτι το οποίο είναι όχι μόνο επιθυμητό, αλλά μάλλον απαραίτητο).

Η τέχνη, έτσι, δεν τον μετασχηματίζει, δεν τον αλλάζει, αλλά προσφέρει απλώς ένα ορθολογικό ή διαλεκτικό ερέθισμα. Αυτό ίσως πυροδοτήσει κάποια ανταλλαγή σκέψεων η οποία παρόλα αυτά δεν οδηγεί στην προσέγγιση της αλήθειας, αφού η ερμηνεία του καθενός δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί εφόσον αποτελεί το τρόπο που ο  ίδιος αντιλαμβάνεται το έργο. Αντί να μας ενώσει, η σύγχρονη τέχνη μας καθιστά περισσότερο κλεισμένους στην ατομικότητά μας.

Ο θεατής μπορεί για ώρες να συζητάει και να περιεργάζεται ένα χρησιμοποιημένο χαρτομάντιλο πάνω σε μάρμαρο αν του πουν ότι πρόκειται για έργο μεγάλου καλλιτέχνη. Βέβαια, το χαρτομάντιλο αυτό μπορεί να είναι απλά ένα σκουπίδι που ξέχασα να πετάξω κατά την επίσκεψή μου στο μουσείο.

Jackson Pollock: Νούμερο 1Α (1948)

Άλλες φορές, τα έργα είναι τόσο αλλόκοτα, που σε συνδυασμό με την αντιαισθητική φύση τους, αφήνουν τον θεατή παγερώς αδιάφορο αδυνατώντας να τον διεγείρουν διανοητικά και συναισθηματικά.

Δεν είναι τυχαίο που πολλοί επισκέπτες των μουσείων σύγχρονης τέχνης την χαρακτηρίζουν ως απρόσιτη, ή δηλώνουν ότι η τέχνη είναι τόσο περίπλοκη που δεν την καταλαβαίνουν. Ειρωνικό αυτό, αφού το μοντέρνο και μεταμοντέρνο ρεύμα είχε ως θεμελιώδη στόχο την μεγαλύτερη επαφή με τον “απλό” άνθρωπο και την ελευθερία στην προσέγγιση-ερμηνεία από αυτόν.

Όλα είναι τέχνη


Πολλοί υποστηρικτές της σύγχρονης τέχνης θα πουν ότι «Οποιαδήποτε έκφραση του ανθρώπου είναι τέχνη», ακόμα και το ίδιο το χρησιμοποιημένο χαρτομάντιλο που παράτησα στο μουσείο. Η απάντηση μου είναι απλή: Αν όλα είναι τέχνη, τότε ΤΙΠΟΤΑ δεν είναι τέχνη.

Δεν μπορώ να σταθώ δίπλα στον Van Gogh ως καλλιτέχνης, επειδή ζωγράφισα μία κόκκινη γραμμή σε ένα άσπρο φόντο και το ονόμασα «Ελέφαντας», ανεξαρτήτως πόσοι άνθρωποι θαυμάζουν και εξυμνούν το “έργο” μου.

Η τέχνη απαιτεί ταλέντο, δημιουργικότητα και φαντασία, ώρες εξάσκησης, πνευματικό υπόβαθρο και συναισθηματικό βάθος. Γι’ αυτό οι καλλιτέχνες είναι λίγοι και γι’ αυτό ξεχωρίζουν από τους απλούς ανθρώπους. Αν όλοι είμαστε καλλιτέχνες επειδή μας ήρθε μία «ιδέα» τότε αναιρούμε και την αξία των ανθρώπων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην τέχνη, την διαμόρφωσαν και διαμορφώθηκαν μέσα από αυτήν.

Donald Judd: Άτιτλο (1964)

Κλείνοντας


Όσο δογματικό κι αν φαίνεται το κείμενο, δεν μπορώ να αναιρέσω την αξία που έχει για πολλούς η μεταμοντέρνα τέχνη. Κατανοώ ότι αποτελεί απόρροια του μεταμοντερνισμού δηλαδή της φιλοσοφίας της απόλυτης αξίας της ατομικότητας και του κατακερματισμού, κάτι το οποίο πολλοί ενστερνίζονται και αναζητούν στην τέχνη.

Εννοείται ότι υπάρχουν έργα της σύγχρονης εποχής που ξεχωρίζουν, με βαρύτητα και πνευματική υπόσταση και αντίστοιχα παλαιότερα έργα που δεν με αγγίζουν. Δεν καταριέμαι το παρόν, ούτε εξιδανικεύω το παρελθόν.

Απλώς, κατά τη δική μου προσέγγιση, σε γενικές γραμμές η σύγχρονη τέχνη (αναφερόμενος κατ’ εξοχήν στη γλυπτική και τη ζωγραφική) εξυμνώντας την ατομική έκφραση και ερμηνεία, προσφέρει μάλλον έναν μονόλογο στον θεατή, ο οποίος ορθολογικά επιδιώκει να δημιουργήσει το νόημα του έργου που παρουσιάζεται εμπρός του. Αυτοτροφοδοτούμενος από ναρκισσισμό, ο σύγχρονος άνθρωπος, πορεύεται σε μία έρημο «ελεύθερης έκφρασης» αγωνιώντας για μία ερμηνεία, ενώ στην πραγματικότητα αναζητά μία όαση, ένα έργο που θα αναζωογονήσει, που θα γίνει βίωμα, που θα γεμίσει την ψυχή του.

Ίσως είμαι υπερβολικά ρομαντικός, αλλά η εκτίμηση που έχω για την τέχνη ξεπερνάει ένα ουρητήριο με μία υπογραφή ή μία μπανάνα κολλημένη με ταινία στον τοίχο. Για μένα, η τέχνη είναι κάτι που ανάγει το πνεύμα, μαγνητίζει τη σκέψη και εγκλωβίζει με την ομορφιά της και μέσα από αυτό προσφέρει έναν ανοιχτό διάλογο με το θεϊκό, το ιερό και ταυτόχρονα, με όλους τους ανθρώπους.

Αντί επιλόγου


Δεν θα ξεχάσω όταν, ως επισκέπτης στο Βατικανό, είδα μπροστά μου, σε απόσταση λίγων μέτρων, την Pieta του Michelangelo. Για πολύ ώρα κάθισα μπροστά στο έργο προσπαθώντας να το συλλάβω όλο με τον νου μου, να το φυλάξω στην καρδιά μου.

Η Παναγία με το άψυχο σώμα του Ιησού. Η μάνα που προσφέρει τον γιό της στον κόσμο για θυσία. Η οδύνη της ύπαρξης σε μία εικόνα. Ό,τι συνέβη, συμβαίνει και θα συμβεί στη ζωή μας.

Η καθημερινότητα υπό το πρίσμα της αιωνιότητας.

Ίσως, τελικά, αυτό να είναι η τέχνη.

«Τέχνη»

Η τέχνη δίνει μορφή στο πιο βαθύ,
στο πιο ασαφές μας πρόσωπο.
Και ίσως η ομορφιά δεν είναι
παρά η ανάμνηση της αλήθειας
από έναν άλλο κόσμο που έχουμε λησμονήσει.

Ένα φωτεινό σινιάλο χειρονομεί και πνίγεται.
Η αιώρα του χρόνου
σε μεγάλες αργές κινήσεις αιωνιότητας.
Όλα είναι ολόκληρα
εκεί που η ψυχή μας είναι ακέραιη.

Θεοφάνης Χ. Ζβες: Ποιήματα (2011)

 


Περισσότερα για το ζήτημα θα βρείτε εδώ

Υ.Γ.1: Κατανοώ ότι δεν κάλυψα ούτε στο ελάχιστο το τεράστιο ζήτημα της σύγχρονης τέχνης. Προβληματισμοί που αφορούν την εμπορευματοποίησή της, τα όρια έκφρασης καθώς και άλλες μορφές της όπως η μουσική, ο κινηματογράφος και η αρχιτεκτονική έχουν επίσης πολύ ενδιαφέρον και μπορεί να προσεγγιστούν σε ξεχωριστά κείμενα.

Υ.Γ.2: Δε θέλω να εκμηδενίσω την Έκθεση Γλυπτικής που επισκέφτηκα, στην οποία υπήρχαν εκθέματα με ενδιαφέρον και όραμα. Παραθέτω ένα εξ’ αυτών: (θα ήθελα να βάλω κι άλλα όμως η ήδη μεγάλη έκταση του κειμένου δεν μου το επιτρέπει).

«Τόσα που λέγονται», Κυρίτσης Νίκος

Υ.Γ.3: Να ευχαριστήσω προσωπικά τον υπεύθυνο καθηγητή κ.Α.Χ.Λάζαρη για την ενασχόληση και το ενδιαφέρον που δείχνει για το κατ’ επιλογήν μάθημα και την ελπίδα και την αισιοδοξία που μας γεμίζει για τις ανθρωπιστικές-πνευματικές διαστάσεις που οφείλουν να χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο γιατρό.