“Ξέραμε ότι ο κόσμος δεν θα ήταν ο ίδιος. Κάποιοι γέλασαν, κάποιοι έκλαψαν. Οι περισσότεροι σιώπησαν. Θυμήθηκα ένα εδάφιο από την Ινδουιστική γραφή, την Μπαγκαβάντ Γκίτα. Ο Βισνού προσπαθεί να πείσει τον Πρίγκιπα (Αρτζούνα) ότι πρέπει να κάνει το καθήκον του και, για να τον εντυπωσιάσει, παίρνει την πολύχειρη μορφή του και λέει: «Είμαι ο Θάνατος (Χρόνος), ο καταστροφέας των κόσμων». Υποθέτω ότι όλοι το σκεφτήκαμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.”

—- Τζ. Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (1904-1967)

Κάπως έτσι περιέγραψε τις πρώτες του σκέψεις ο θεωρητικός φυσικός που έμελλε να μείνει γνωστός ως «ο πατέρας της ατομικής βόμβας», όταν παρακολούθησε την πρώτη της δοκιμή στο Νέο Μεξικό τον Ιούλιο του 1945. Ελάχιστα αργότερα έπονται οι γνωστοί βομβαρδισμοί της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.

Σύμφωνα με την Ινδουιστική γραφή, ο πρίγκιπας Αρτζούνα κλήθηκε ώς πολέμαρχος να διεκδικήσει τον θρόνο απέναντι στη δυναστεία των ξαδέρφων του. Ωστόσο, εξέφρασε στον Κρίσνα (ενσάρκωση του θεού Βισνού) τις αναστολές του στο να πολεμήσει, χύνοντας το αίμα χιλιάδων αθώων (μεταξύ αυτών, και των συγγενών του) για να κατακτήσει τον θρόνο. Τότε ο Κρίσνα, παίρνοντας την πραγματική, τρομακτική του μορφή του είπε, σε ελεύθερη μετάφραση:

«Είμαι ο Θάνατος (Χρόνος), ο Καταστροφέας των Κόσμων. Ακόμη κι αν δε συμμετέχεις, οι εχθροί σου θα αφανιστούν.»

Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για την ειλικρίνεια της μεταμέλειας του Οπενχάιμερ, όπως κανείς δε γνωρίζει επί της αρχής ακριβώς πώς παραλληλίζει την αφήγηση αυτή με το προσωπικό του βίωμα. Φαινομενικά, εκφράζει τον αποτροπιασμό του για την –έστω ακούσια- συνεισφορά του στην ολέθρια αυτή εφεύρεση. Υπαινίσσεται μάλλον ότι θα ήθελε να είναι ο Αρτζούνα, που προσπάθησε να υψώσει το ανάστημά του και να αρνηθεί τη συμμετοχή του στο επικείμενο αιματοκύλισμα, αλλά τελικά ενέδωσε, ή ίσως έγινε ο ίδιος ο Κρίσνα, ο Θάνατος, ο Καταστροφέας των Κόσμων.

Ο θάνατος λοιπόν, ως αναπόφευκτος, εμφανίζεται στην αφήγηση εντός της «Θείας Οικονομίας», στην εκπλήρωση της οποίας έχει καθήκον να συμμετέχει κι ο άνθρωπος, παρά το ότι αυτή θα εκπληρωθεί ανεξαρτήτως της μετοχής του.

Με αφορμή τα παραπάνω, αξίζει να κάνουμε επαγωγικά μια σύντομη, περιεκτική «ακτινογραφία» πολλών από τις προχριστιανικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές κινήσεις οι οποίες σε διαφορετικό βαθμό φαίνεται πως συνέκλιναν σε ορισμένες οντολογικές παραδοχές περί Θεού, ανθρώπου και κτιστού κόσμου με τις οποίες ο Χριστιανισμός συγκρούστηκε ήδη από την αρχή της ιστορικής πορείας του.

Η πρώτη, είναι μία αίσθηση ειμαρμένης (1), στην οποία υπάρχουν αμέτρητες αναφορές και στην αρχαιοελληνική γραμματεία, μυθολογία και σκέψη εν γένει, και η οποία ασφαλώς υποβιβάζει την αξία της ανθρώπινης συμμετοχής σε όλα τα πεπραγμένα του κόσμου.

Στην αφήγηση φαίνεται πως ο άνθρωπος λειτουργεί ντετερμινιστικά (2) σαν πιόνι εντός ενός καλοστημένου χορού, στην εκτέλεση και στην έκβαση του οποίου τελικά η συνεισφορά της ανθρώπινης προαίρεσης αποκαλύπτεται από τον Κρίσνα (Βισνού) ως επί της ουσίας ανύπαρκτη. Υπάρχει μία πανσυμπαντική «συνείδηση» (Μπράχμαν (3)) εντός της οποίας το ευκταίο είναι να διαλυθεί και να εξαφανιστεί τελικά η ανθρώπινη ιδιοπροσωπία, συγχεόμενη σε μία «ροή συνειδητότητας» (stream of consciousness). Έτσι, ο Αρτζούνα καλείται να επιδείξει απάθεια απέναντι στις προσταγές της μοίρας κι απλά να επιτελέσει το «ιερό», κατά τα άλλα, «καθήκον» του. Τέτοιες έννοιες «απροσπαθείας» και «απάθειας» που απορρέουν από τα προαναφερόμενα κληροδοτήθηκαν στον Βουδισμό και σε μικρότερο βαθμό στο Ζεν, κράμα Βουδισμού και Ταοϊσμού (ως Wu wei), με τον δεύτερο να αναφέρεται στο «Ταό» με πολύ πιο προσωπικούς και διαλογικούς όρους (βλ. «Χριστός, το Αιώνιο Ταό», του Ιερομ. Δαμασκηνού Κρίστενσεν). Σε διαφορετικό βαθμό εντοπίζονται τα παραπάνω και στα πολλά παρακλάδια της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης (βλ. μετοχή του ανθρώπου στο «Έν» του Πλάτωνα, την «Πυθαγόρεια Μονάδα», τον Ηρακλείτειο «Λόγο» κ.α).

Η δεύτερη, ως επέκταση της πρώτης, είναι η ενσωμάτωση του θανάτου εντός του Ινδουιστικού κοσμοειδώλου όχι μόνο ως φυσικού, αλλά και ως ελευθέρωση από τη ματαιότητα, τον πόνο και τη μερικότητά της ζωής. Ασφαλώς προφανής είναι εδώ ο παραλληλισμός με την Πλατωνική περιφρόνηση του παρόντος βίου και του κτιστού, υλικού κόσμου, η οποία πρυτάνευσε στην αρχαιοελληνική σκέψη και όχι μόνο, ενώ και ο Βουδισμός κληρονόμησε σε μεγάλο βαθμό τέτοια στοιχεία (μετενσάρκωση ως «κολασμός» και Νιρβάνα ως «λύτρωση»), παρά τη σύγκρουση του με το Βραχμανικό κοινωνικό και θρησκευτικό καθεστώς. Και σε πιο στενά ηθικό πλαίσιο, αρκετές από τις πολυάριθμες, αλληλοαναιρούμενες και περίπλοκες Ινδουιστικές αφηγήσεις & παραδόσεις φαίνονται να παρουσιάζουν τη βία, την εκδίκηση, την καταστροφή, τον ηδονισμό σαν την «άλλη όψη» της συγκατάβασης, της δικαιοσύνης, της συμπόνιας και του ασκητισμού, με το Μπράχμαν να συμπεριλαμβάνει και να «ευλογεί» όλο το φάσμα αυτού του μάλλον αινιγματικού διπόλου, θεωρώντας όλα τα παραπάνω απαραίτητα, και τις όποιες μεταξύ τους διαφορές, εν πολλοίς θέμα προοπτικής. Ο ασκητισμός στις παραδόσεις αυτές υπάρχει κυρίως ώς πηγαία περιφρόνηση της σωματικότητας, των ενστίκτων και του υλικού κόσμου, τα οποία σε τελική ανάλυση είναι τα παρά φύση δεσμά του ανθρώπου.

Εικόνα: Ο Κρίσνα συμβουλεύει τον Αρτζούνα να διεκδικήσει τον θρόνο.

Αναμφίβολη είναι η -αδιανόητη για τα έως τότε ανθρωπολογικά δεδομένα- περιοπή στην οποία έθεσε ο (μετέπειτα Ανατολικός) Χριστιανισμός την ανθρώπινη προαίρεση και ιδιοπροσωπία, από τον ίδιο τον Χριστό ([…]σς νομάζω φίλους…» (Ἰω. 15,15)) και τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή που κάνει λόγο για «τας ιδιοτρόπους μεταλήψεις του Χριστού»  λέγοντας πως ο Χριστός γίνεται «έκαστος εκάστου ίδιος (=ιδιαίτερος, προσωπικός) Χριστός», μέχρι τους «καινοφανείς αστέρες» της Εκκλησίας Άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ («Ο Χριστός Παντοκράτορας […] μας σέβεται ως ίσους του. Το ύψιστο ιδανικό Του είναι να μας δει στην αιωνιότητα, αληθινά ως ίσους Του, φίλους Του και αδελφούς Του») και Άγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη («Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε σαν φίλο μας»).

Εν αντιθέσει με διάφορες ηθικολογικές αντιλήψεις που φαίνονται να έχουν ριζώσει και στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο, ο Θεός δε στέκει εκστατικός, απρόσιτος και απρόσωπος απέναντι στην ανθρώπινη συνθήκη, αλλά θέλει να συνδιαλεχθεί μαζί της σε μία υιική σχέση εντός της οποίας Θεός και άνθρωπος ανταλλάζουν ιδιώματα. Ο άνθρωπος δεν καλείται μέσω της ψυχαναγκαστικής τήρησης μίας ψυχοτεχνικής, ηθικής ή θρησκευτικής μεθόδου να καταστεί «άξιος» του Θεού (κι έμμεσα ανώτερος του πλησίον του), αλλά να προσέλθει ελεύθερα σε έναν διαρκή διάλογο με τον Θεό, έχοντας μάλλον ήδη κάποια υποψία της δωρεάς, της συγκατάβασης και της αγάπης Του.

Μεγάλη ήταν και η ανατροπή των δεδομένων όσον αφορά την αντιμετώπιση του θανάτου και του υλικού κόσμου. «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α’ Κορινθ. 15,26). Ο ίδιος ο Χριστός, ενώπιον του θανάτου του φίλου του, Λαζάρου, δεν αγόρευσε για την αθανασία της ψυχής, ούτε για τη λύτρωσή της από τον πεπτωκότα κόσμο διά της διάλυσής της εντός του Μπράχμαν ή του Ενός, αλλά αφού πρώτα δάκρυσε,  «υλοποίησε» μία γεύση της Ανάστασης των νεκρών, αναγνωρίζοντας έτσι όχι μόνο τον θάνατο ως εχθρό του ανθρώπου, αλλά και την ψυχοσωματική του αποκατάσταση ως την τελική Του επιθυμία για το πλέον αγαπητό Του δημιούργημα. Η ίδια η Ανάσταση του Χριστού είναι η έσχατη, ισοπεδωτική ήττα του θανάτου, η οποία αφ’εαυτού της δίνει πνοή ζωής σε όλο το Ευαγγελικό μήνυμα. «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται ματαία η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. 15:17).

Όλα αυτά βέβαια καταφανώς μαρτυρούν όλες οι πτυχές του πλέον κεφαλαιώδους γεγονότος της Θείας Οικονομίας, αυτό της Ενσαρκώσεως του Λόγου «διά το αγιασθήναι τω ανθρωπίνω του Θεού τον άνθρωπον» (Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος εις το Άγιον Πάσχα,PG 36,653), η οποία ασφαλώς εξύψωσε την υλικότητα και το σώμα του ανθρώπου ως έχον «ενσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις», ενώ η άνοδος στον Θεό γίνεται «μετά παντός είδους κτίσεως» (άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς). Ξεπερνιέται λοιπόν το Πλατωνικό ιδεώδες του «αγαθού» και αντικαθίσταται με τη μετοχή στο πρόσωπο του ζώντος Θεού. Όχι μόνο δια της «ψυχής» ή του «νοός» του ανθρώπου, αλλά χωρίς αυτός να αφήσει τίποτα έξω από το είναι του, το οποίο δεν είναι απλά άθροισμα σώματος και ψυχής, αλλά «το όλον αυτού» όπως λέει αινιγματικά ξανά ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, υπονοώντας την προαίρεση, το περιθώριο αυτοσκηνοθεσίας και αυτοδιάθεσης του ανθρώπου, εντός του οποίου αναζητά επίμονα πρόσφορο έδαφος το Άγιο Πνεύμα.

Εντός των Χριστιανικών πνευματικών οριζόντων, διαφαίνεται πως ο ίδιος ο Θεός εκτείνεται προς πάσα κατεύθυνση και περιεχόμενο της ψυχοσωματικής μας οντότητας, μεταμορφώνοντας τελικά όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας σε μια ανθολογία πιθανοτήτων προσέγγισης της εσχάτης μας μέριμνας και της πηγής του είναι μας: ο Θεός δεν με καλεί να δραπετεύσω από τον κόσμο Του αλλά να τον μεταβάλλω σε υπαρξιακό χώρο συναντήσεως Του. Αυτό ακριβώς είναι το μεγαλείο της Ενσαρκώσεως: Θεός και άνθρωπος είναι πλέον ένα· ο ένας υπάρχει και ενεργεί δια και εκ μέρους του άλλου. Ο θάνατος πλέον δεν είναι λυτρωτικός αυτοσκοπός, και οι πολλές συμφορές και τα κατ’ άνθρωπον αδιέξοδα του βίου γίνονται εφαλτήρια αναζήτησης του ίδιου του Θεού, ο οποίος είναι και το πραγματικό αντικείμενο της επιθυμίας του ανθρώπου, πίσω και πέρα απ’ τα ποικιλόμορφα συμβολικά του αιτήματα.

Τι σημασία μπορεί να έχουν όλα αυτά; Νομίζω πως κάθε ανθρώπινο πρόσωπο θα στενάξει με ανακούφιση μόλις του δοθεί χώρος να παραδεχτεί πως δε θέλει ν’ αρνηθεί «της ζωής το φως το ξανθό», ούτε η μέγιστη αξίωση του είναι να γίνει ένας διαμαρτυρόμενος συγχορευτής του θανάτου εντός ενός μάταιου κόσμου, ένας Οπενχάιμερ ή ένας Αρτζούνα. Εφόσον ο ίδιος ο Θεός γονάτισε μπροστά στην ανθρώπινη συνθήκη και έλαβε σάρκα και επίγεια εμπειρία, τότε αμέσως όλες οι χαρές, τα βάσανα αλλά και οι κατά τα άλλα επουσιώδεις και ανιαρές συνήθειες, στιγμές και λεπτομέρειες της παρούσας ζωής γίνονται ευρύχωρες λεωφόροι από τις οποίες μας επισκέπτεται ο Θεός και στις οποίες στέκει πάντα παρών. Όλα όσα ήταν εγγενώς ένοχα, μάταια, παρά φύση ή προς περιφρόνηση και κατάργηση, είναι πλέον ανεκτίμητες δωρεές που μεταβάλλονται προσφερόμενες και αναφερόμενες ευχαριστιακά ξανά στον Ίδιο.

Ίσως, όλο το ανθρώπινο αίμα και το δάκρυ που έχει ποτίσει τον διάβα του ανθρώπου στην ιστορία μπορεί να γλυκάνει, μόλις εκείνος βουτήξει την άκρη της γλώσσας του στη θύμηση πως το πεπρωμένο του είναι ακριβώς η μεγαλειώδης και ανεξάντλητη αυτή πολυτέλεια μιας φιλίας και ψυχοσωματικής μετοχής στον Ενσαρκωμένο Λόγο, στο «κατάλυμα των ανθρωπίνων ερώτων» (Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας), στον γλυκύτερο δυνατό Θεό στον οποίο θα μπορούσε να ελπίσει ποτέ. 

 

  • ειμαρμένη (λατ. fatum, fortuna): είναι η τύχη, η μοίρα, το αναπόφευκτο, το πεπρωμένο, αυτό που προκαθορίζει υπό ποιους όρους πρόκειται να συμβεί ένα γεγονός. Κατά τους αρχαίους φιλοσόφους η ειμαρμένη δύναμη είναι η δύναμη που υποτάσσει στην θέληση τους όλους τους ανθρώπους και τους θεούς
  • ντετερμινισμός ή αιτιοκρατία: (Φιλοσ.). Η θεωρία που παραδέχεται ότι όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο γίνονται σύμφωνα με κάποια αιτία, που την ακολουθεί αναγκαστικά πάντα το ίδιο αποτέλεσμα.
  • Μπράχμαν: Στον Ινδουισμό είναι το ανώτατο, παγκόσμιο Ον, που αποτελεί εκκίνηση του φαινόμενου κόσμου. Οι Ουπανισάδες διδάσκουν πως το Βράχμαν είναι η πεμπτουσία των υλικών φαινομένων και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις ή δια της νοήσεως, αλλά μπορεί να προσεγγιστεί μέσω της γνώσης του εαυτού.

 

Πηγή εικόνας άρθρου