Κείμενο του π. Μιλτιάδη Ζέρβα από το antifono.gr

Η τέχνη του κινηματογράφου είναι κοινά αποδεκτό πως έχει επιτύχει να περιγράψει καίριες πτυχές του ανθρωπίνου βίου με τρόπο συναρπαστικό και πρωτότυπο. Η καλοσύνη, η ομορφιά, ο έρωτας, το δίκαιο, η ελευθερία έχουν κινηματογραφηθεί σε πλήθος ταινιών με ευαισθησία και λεπτότητα.

Παρά ταύτα έχουμε την αίσθηση πως μεταξύ των χριστιανών υπάρχει μια έντονη αμφισβήτηση για το κατά πόσον ο κινηματογράφος θα ήταν ικανός να παρουσιάσει με ακρίβεια και γνησιότητα όψεις της πνευματικότητας, έτσι όπως βιώνεται εντός της Εκκλησίας. Η άποψη αυτή μοιάζει να δικαιώνεται κατά την παρακολούθηση πολλών «χριστιανικών ταινιών» οι οποίες δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από την υπερβολή η την ηθικολογία. Υπάρχουν όμως μόνο αυτές οι ταινίες;

Το 2019 λίγο πριν οι κινηματογραφικές αίθουσες κλείσουν τις πόρτες τους στο κοινό εξαιτίας της πανδημίας, βρέθηκα με μερικούς φίλους σ’ ένα μικρό σινεμά για να δούμε μία ταινία που μας είχε ένθερμα προταθεί. Όταν η προβολή τελείωσε περασμένα μεσάνυχτα, μας θυμάμαι να βγαίνουμε από τον κινηματογράφο στον κρύο αέρα της πόλης σιωπηλοί μα γεμάτοι. Κάποιοι είχαν τα μάτια υγρά, κάποιοι κουνούσαν το κεφάλι, ένας φίλος είχε φωτίσει το πρόσωπό του μ’ ένα χαμόγελο. Κι εκεί έξω από τον κινηματογράφο κυκλώσαμε, αρχίζοντας να αρθρώνουμε λέξεις στην αρχή διστακτικά, μα μετέπειτα με τρόπο χειμαρρώδη. Τότε άρχισαν να προβάλλουν εικόνες, πρόσωπα, εντυπώσεις, ερμηνείες. Πόση αλήθεια χώρεσαν τα μάτια μας; Πόση ζωή; Πόση χαρά; Πόση ταπείνωση; Πόσο φιλότιμο; Πόση γενναιότητα; Πόσο πόνο; Πόση αγιότητα; Πόσο Πνεύμα Θεού πλήρωσε την ψυχή μας;

Είχαμε παρακολουθήσει την ταινία του Τέρενς Μάλικ «Μια κρυφή ζωή».

Ο αμερικάνος σκηνοθέτης σε αυτή του την ταινία μιλά για τη ζωή ενός νέου αυστριακού αγρότη, του Φράντς, στους καιρούς του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος ζει με τη γυναίκα που αγαπά, τη Φάνι, και τα τρία μικρά τους κορίτσια ψηλά στα βουνά, παλεύοντας με τη γη, επικοινωνώντας με τους συγχωριανούς του, χτυπώντας την καμπάνα της εκκλησιάς τους. Ο Φράντς αρνείται να υπηρετήσει στο ναζιστικό στράτευμα, γιατί είναι χριστιανός. Η απόφασή του αυτή τον οδηγεί σε φυλακίσεις, εξευτελισμούς, βασανισμούς και τελικά στο μαρτύριο.

Η ταινία «Μια κρυφή ζωή» είναι ένα χριστιανικό ποίημα, ένας εκκλησιαστικός ύμνος, που απλά δεν γράφτηκε με λέξεις αλλά με εικόνες. Το κατόρθωμα του χαρισματικού Τέρενς Μάλικ δεν οφείλεται κυρίως στο σενάριο, αλλά στον τρόπο που κινηματογραφεί. Λίγες σκέψεις γι’ αυτό τον τρόπο, οι οποίες έχουν τις απαρχές τους στη συζήτηση των φίλων που δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ από το πεζοδρόμιο του σινεμά που πρόβαλε την ταινία.

Ο Μάλικ στρέφει τον φακό του στη φύση που περιβάλλει τους πρωταγωνιστές του όχι απλά για να καταγράψει μια εξωτερική ομορφιά. Αναζητά τον λόγο μέσα στην κτίση, τον μυστικό διάλογό της με τον άνθρωπο. Η γη συνεργεί, ο ουρανός καλεί, τα στάχυα θυσιάζονται, τα σύννεφα φέρνουν νέα, τα δένδρα κλιμακώνουν, τα νερά κυλούν. Όχι δεν υπάρχει μια φύση απαθής στο δράμα του ανθρώπου. Συμπάσχει και συγχαίρει, διαλέγεται και συνομιλεί. Δεν υπάρχει έχθρα μεταξύ κτίσης και ανθρώπου, αλλά ενότητα και αρμονία. Γι’ αυτό η ομορφιά που αποτυπώνεται είναι θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε προπτωτική. Με άλλους λόγους η ταινία καταφέρνει κάποιες στιγμές να αποκαλύψει κάτι από το κάλλος του παραδείσου.

Η ταινία στο πρώτο της μέρος επιχειρεί να μιλήσει για τη ζωή δύο νέων ανθρώπων που μοχθούν καλλιεργώντας τη γη, όπως και οι υπόλοιποι ανθρωποι γύρω τους. Μια ζωή δύσκολη, όπου ο κόπος προβάλλει κυρίαρχος. Οι άνθρωποι εργάζονται σκληρά, τα σώματά τους καταβάλλονται από τον κάματο της ημέρας, τα χέρια τους έχουν αγριέψει για να αντέχουν τον πόνο. Ο Μάλικ όμως, χωρίς να κρύβει την απαιτητικότητα του βίου αυτού, εστιάζει στα πρόσωπα των ανθρώπων που είναι ήρεμα, ξέγνοιαστα, φωτεινά και πολλές φορές γελαστά, όχι με μια επιφανειακή εξειδανίκευση αλλά με ένα βάθος μιάς εκούσιας κατάφασης σε αυτή τη ζωή. Ο Φράντς και η Φάνι σκάβουν με τα χέρια τους τη γη. Μπλέκουν τα δάχτυλά τους με το χώμα και μεταξύ τους, κι άλλοτε πετούν ο ένας στον άλλο στάχυα σε μια μάχη αγαπητική. Κάποιες στιγμές παίζουν με τα παιδιά τους τυφλόμυγα κι άλλοτε ξαπλώνουν στα χόρτα κοιτάζοντας τον ουρανό. Η ζωή τους είναι δύσκολη, σκληρή μα συναρπαστικά όμορφη, γιατί έχουν αποδεχθεί τούτο τον τρόπο της ασκητικότητας και ζούν καλά. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως αυτές οι σκηνές καταφέρνουν τόσο πειστικά να απαντήσουν στον ισχυρισμό της νεωτερικότητας ότι ο άνθρωπος σήμερα ζει καλύτερα απ’ ο,τι ζούσε χθες, μόνο και μόνο γιατί η ζωή στο παρόν είναι ευκολότερη απ’ ο,τι στο παρελθόν.

Ο Φράντς και η Φάνι είναι ερωτευμένοι. Ζούν μαζί, εργάζονται μαζί, μεγαλώνουν τα παιδιά τους μαζί. Είναι κι αυτοί δύο παιδιά που κοιτούν ο ένας τον άλλον με πόθο, αλλά και με μια ντροπαλοσύνη που δεν κρύβει ηθικισμό η ενοχές, αλλά το δέος μιάς σχέσης που βαθαίνει ολοένα. Ο Φράντς και η Φάνι ζούν την ενότητα, είναι ένα. Γι’ αυτό ο σκηνοθέτης επιδιώκει να έχει συχνά τα δύο πρόσωπα μαζί στο ίδιο πλάνο. Μια εγγύτητα ψυχική μα και σωματική. Οι ψυχές και τα σωματική. Οι ψυχές και τα σώματα περιχωρούνται αδιάπτωτα. Ακόμα κι όταν το ναζιστικό καθεστώς χωρίζει τον Φράντς από τη Φάνι, οι δύο ερωτευμένοι βρίσκονται σ’ ένα συνεχή διάλογο, που σκηνοθετικά υπηρετείται μέσα από γράμματα που ανταλλάσσουν. «Πολυαγαπημένη μου γυναίκα…», «Αγαπημένε μου άνδρα…» γράφουν ο ένας στον άλλο κι αφηγούνται όχι τον βαρύ ζυγό που σηκώνουν και οι δύο, αλλά τα βαθιά τους αισθήματα που κρύβονται μέσα σ’ αυτόν, και την πίστη τους πως ο Θεός έχει τον τελευταίο λόγο στα πράγματα. Μόνο σε μία περίπτωση, ως πειρασμός και αδυναμία, η ενότητα των δύο μοιάζει να κινδυνεύει. Όταν ο Φράντς λαμβάνει την επιστολή της επιστράτευσής του, η Φάνι κάνει μια προσπάθεια να τον μεταπείσει στην απόφασή του να αρνηθεί να ορκιστεί υπακοή στον Χίτλερ. Τότε ο Μάλικ καδράρει το πονεμένο πρόσωπο της γυναίκας, που στο φόβο και την απελπισία της στέκει απέναντι από αυτόν που αγαπά. Για λίγα δευτερόλεπτα η Φάνι είναι μόνη κατ’ επιλογή. Θέλει να σώσει τον άνδρα της, θέλει να σώσει τον εαυτό της και χωρίς να το υποψιάζεται χωρίζεται και από τους δύο.

Οι άνθρωποι στη ματιά που ο Μάλικ καταθέτει δεν είναι αναμάρτητοι. Τα πάθη υπάρχουν φανερά και απεικονίσιμα. Ο φακός του σκηνοθέτη όμως δεν έλκεται από αυτά. Τα αποτυπώνει μιάς και υπάρχουν μα δεν ζουμάρει στις πτυχές της ανθρώπινης κακίας. Αντιθέτως κινηματογραφεί χωρίς να κατακρίνει. Οι «κακοί» της ταινίας δεν εικονίζονται μισητοί. Οι συγχωριανοί του Φράντς ερεθισμένοι από τις ιαχές του πολέμου απομονώνουν και στοχοποιούν την οικογένειά του. Οι ίδιοι όμως σκύβουν το κεφάλι συντετριμμένοι όταν ακούν τη πένθιμη καμπάνα που αναγγέλλει τον θάνατο του Φράντς. Οι βασανιστές του Φράντς στις φυλακές χτυπούν ανελέητα το σώμα και τη ψυχή των κρατουμένων. Μα όταν ανεβάζουν τους προς εκτέλεση στο φορτηγό για να τους οδηγήσουν στον τόπο του μαρτυρίου τους, εκείνος που φρικτά είχε ταλαιπωρήσει τον Φράντς αποτολμά να βγάλει το πηλίκιό του από το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού. Κι όταν ο Φράντς δικάζεται από το στρατιωτικό δικαστήριο ο πρόεδρος της έδρας που τον καταδικάζει σε θάνατο φανερώνεται συντετριμμένος από την εξέλιξη της υπόθεσης. Ο Μάλικ επιλέγει συνειδητά τον δύσκολο δρόμο της αλήθειας γι’ αυτό δεν δαιμονοποιεί τα πρόσωπα που αμαρτάνουν, αλλά ψάχνει επίμονα την εικόνα του Θεού που κρύβεται μέσα τους. Δεν κάνει κινηματογράφο για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να φωτίσει τον κόσμο.

 

Μιάς και αναφερθήκαμε στη σκηνή του δικαστή έχει ενδιαφέρον μια λεπτομέρεια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας του με τον Φράντς ο δικαστής παίζει με τη βέρα του. Κάποια στιγμή απευθύνεται στον κρατούμενο με κάποια αγωνία και τον ρωτά: «Με κρίνεις;». Ο Φράντς απαντά αρνητικά, μα ο δικαστής έχει δίκιο. Κρίνεται αυστηρά όχι όμως από τον συνομιλητή του αλλά από τη βέρα που φορά. Είναι μεγαλοφυής ο τρόπος που ο Μάλικ εστιάζει στις βέρες των ανθρώπων σε ολόκληρη την ταινία. Συχνά τα πλάνα κυλούν από τα πρόσωπα στα χέρια και κατόπιν στα δάχτυλά τους. Ο Φράντς και η Φάνι εργάζονται με τη γη μα ο Μάλικ επιδιώκει να δείξει τις βέρες τους. Άλλοτε αγκαλιάζονται και τα δάχτυλά τους πλέκονται και τότε οι βέρες τους συναντιώνται. Ο πατέρας της Φάνι μετά τη σύλληψη του Φράντς συνοδεύει την κόρη του σε κάποια υπηρεσία για να παρακαλέσουν για την απελευθέρωσή του, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Φεύγουν απογοητευμένοι. Περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο πατέρας της την παρηγορεί, μα κλείνει τον λόγο του με μια αλήθεια προς το πονεμένο του παιδί: «Καλύτερα να υποφέρει κανείς την αδικία παρά να την προκαλεί». Το ανδρικό του χέρι αγγίζει τρυφερά το μάγουλο της Φάνι και διακρίνει κανείς στο δάχτυλο δύο βέρες, όπως συμβαίνει στους ανθρώπους που ζούν την απώλεια της χηρείας. Οι βέρες πρωταγωνιστούν στην ταινία του Μάλικ, ως σύμβολα μυστικά που μαρτυρούν πως η αναφορά ενός ανθρώπου σε έναν άλλον, ενός άνδρα σε μια γυναίκα και μιάς γυναίκας σε έναν άνδρα γίνεται κριτήριο ζωής. Ένας άνθρωπος που έχει αληθινά αγαπήσει δεν είναι ικανός για το κακό. Ποιος έχει όμως αγαπήσει απόλυτα και ιδανικά; Σίγουρα κανείς. Ο έρωτας όμως μας φέρνει στα όρια του απολύτου και γι’ αυτό γίνεται μέτρο και κριτήριο της αγάπης μας. Κι αν έχεις έστω λίγο αγάπη αυτή αντιστέκεται σθεναρά στην κακία και το άδικο. Τούτη την αλήθεια καταθέτει μυστικά και συμβολικά ο Μάλικ με το κρυφό του παιχνίδι με τις βέρες.

Η ζωή του Φράντς στη φυλακή μαζί με τους άλλους κρατουμένους οι οποίοι διώκονται κι εκείνοι για τα φρονήματά τους παρουσιάζεται από τον σκηνοθέτη με τρόπο μυσταγωγικό. Ο Φράντς ακούγεται να απαγγέλλει μια προσευχή (στίχους ελεύθερους από το βιβλίο των Ψαλμών). Η κάμερα ξεκινά από τους σκοτεινούς διαδρόμους της φυλακής κινούμενη προς το φως. Παρεμβάλλονται σκηνές από τη ζωή του Φράντς στο κελί του. Εκφοβισμοί, εξευτελισμοί, ταλαιπωρίες, στερήσεις, ξυλοδαρμοί, βασανισμοί διακόπτουν τους προσευχητικούς λόγους. Ο Μάλικ καταθέτει μια ζωή που μεταποιήθηκε σε προσευχή, μια ζωή που στα δεσμά συνάντησε την ελευθερία, μια ζωή που αντιστάθηκε στην κακία με λόγο. Μια ζωή φυσικά που πειράζεται από τον Πονηρό. Ο σκηνοθέτης προσωποποιεί τους πειρασμικούς λογισμούς του Φράντς. Ένας από τους ανακριτές του με ηπιότητα του λέει: «Δεν δημιούργησα εγώ αυτόν τον κόσμο έτσι όπως είναι, ούτε κι εσύ. Όλοι έχουμε αίμα στα χέρια μας. Κανείς δεν είναι αθώος. Κραυγές, αιματοχυσία παντού. Αυτός που δημιούργησε τούτο τον κόσμο δημιούργησε και το κακό». Και μετά από αυτή τη διαβολή της αλήθειας συνέχισε παραινετικά: «Πρόσεχε, φίλε μου. Ο Αντίχριστος είναι έξυπνος. Χρησιμοποιεί τις ανθρώπινες αρετές για να παραπλανήσει τον κόσμο». Ο Φράντς παλεύει με τους διαβολικούς λογισμούς: Μήπως είναι θέλημα του Θεού τα όσα συμβαίνουν. Μήπως το πάθος της υψηλοφροσύνης σκοτείνιασε τη σκέψη του. Μήπως είναι μάταιη η θυσία του. Και αργότερα στη φυλακή ένας συγκρατούμενός του θα του πεί: «Ομολόγησέ το. Ο Θεός σας δεν έχει οίκτο. Μας άφησε. Μας εγκατέλειψε. Όπως έκανε στον Χριστό σας, τον γιό του. Πόσο μακριά είμαστε από το να έχουμε το καθημερινό ψωμί μας; Πόσο μακριά από το να παραδοθούμε στο κακό; Να μπορούσαμε μόνο να δούμε την αρχή της Βασιλείας των Ουρανών. Tην αυγή. Όμως, τίποτα. Γιατί δίνεις τη ζωή σου γι’ αυτούς; Γιατί τη δική σου ζωή; Οι άνθρωποί σου μάταια χάθηκαν. Ήρθε και δεν έκανε τίποτα. Είκοσι αιώνες με αποτυχίες». Ο Μάλικ βάζει τον κρατούμενο-λογισμό να κινείται συνεχώς γύρω από τον Φράντς, ο οποίος παραμένει σιωπηλός. Είναι κι αυτός άνθρωπος, αγαπά τη ζωή, θέλει την ελευθερία του. Όλα όσα ακούει είναι θελκτικά, μα είναι πλέον ικανός να αναγνωρίσει τη ψευτιά τους. Τα όσα περνά δεν είναι μάταια, έχουν νόημα.

Μέσα από όσα τραγικά του συμβαίνουν εκείνος βρίσκει ένα εσωτερικό μονοπάτι για να συναντηθεί με τον αληθινό του εαυτό. Σε μια επιστολή προς τη Φάνι της γράφει για τη ζωή του στη φυλακή: «Όταν εγκαταλείψεις την ιδέα να επιβιώσεις με οποιοδήποτε τίμημα, σε πλημμυρίζει ένα καινούργιο φως. Κάποτε βιαζόσουν, πάντα ο χρόνος δεν επαρκούσε. Τώρα έχεις όσο χρειάζεσαι. Κάποτε δεν συγχωρούσες κανέναν. Έκρινες τους ανθρώπους χωρίς έλεος. Τώρα που βλέπεις τη δική σου αδυναμία, καταλαβαίνεις και την αδυναμία των άλλων». Όσο ακούγονται τα λόγια αυτά ο σκηνοθέτης μας δείχνει τον Φράντς μαζί με άλλους κρατουμένους να τρώνε από κάτι τσίγκινα πιάτα λιγοστό χυλό στο προαύλιο της φυλακής. Ένας σκελετωμένος κρατούμενος τρώει με μεγάλη βουλιμία. Ο Φράντς περνά από δίπλα του, κοντοστέκεται και του δίνει μια μπουκιά από το ψωμί του. Ο συγκρατούμενος αιφνιδιάζεται για μια στιγμή, μα αμέσως μετά αρχίζει να σκουπίζει το πιάτο του με τον λιγοστό άρτο. Στην επόμενη σκηνή οι φυλακισμένοι στέκονται έξω από τις πόρτες των κελιών τους και ένας από τους δεσμοφύλακες, που είχε δεί τα όσα έλαβαν χώρα στην αυλή, τον τιμωρεί χτυπώντας τον βάναυσα μέχρι λιποθυμίας. Ο Φράντς κλείνει τα μάτια και βρίσκεται στην αγκάλη της Φάνι που τον παρηγορεί. Ο Φράντς δεν βλέπει τη ζωή απλά ως επιβίωση, γι’ αυτό φωτίζεται από εκείνο το φως που τον καθιστά πραγματικά ελεύθερο από όλα τα δεσμά του.

Ο Τέρενς Μάλικ ακολουθεί τον Φράντς προς το μαρτύριο. Καταγράφει εκείνα που φαίνονται, μα κυρίως καταγράφει την εσωτερική πορεία του ήρωά του. Ο Φράντς είναι ένας άνθρωπος που έχει μια ζωή καλή, μια ζωή απλή, μια ζωή «πάνω από τα σύννεφα» ανέγγιχτη από τα προβλήματα. Η σκιά όμως του πολέμου αλλάζει τα πράγματα. Ο Φράντς καλείται να λάβει τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση. Αφήνει τα εργαλεία της γης και κρατά στο χέρι ένα όπλο. Έρχεται σε επαφή, όχι με τον εχθρό, αλλά με την αντίχριστη ιδεολογία του Γ΄ Ράιχ. Όταν επιστρέφει στον τόπο του πλέον ξέρει τι συμβαίνει. Καταφεύγει στην Εκκλησία του. Μιλά με τον παπά του χωριού του. Καταθέτει την αγωνία του: «Πάτερ, αν με καλέσουν, δεν μπορώ να υπηρετήσω. Σκοτώνουμε αθώους ανθρώπους. Κάνουμε επιδρομές σε άλλες χώρες. Τσακίζουμε τους αδύναμους. Και οι παπάδες τους αποκαλούν ήρωες, ακόμα και αγίους… Ποιους; Τους στρατιώτες, που κάνουν όλα αυτά; Μα όμως, μπορεί ήρωες να είναι οι άλλοι. Εκείνοι που υπερασπίζονται τα σπίτια τους από τους εχθρούς». Δεν μπορεί να ησυχάσει. Βλέπει τους συγχωριανούς του να παρασύρονται από τη μέθη της δύναμης, από τη ρητορεία του μίσους, και θλίβεται. Δεν δύναται να τους ακολουθήσει. Εκείνοι το καταλαβαίνουν. Προσπαθούν να τον συνετίσουν, του επιτίθενται. Η μάνα του βλέπει την επιλογή του. Φοβάται. Έμεινε χήρα στον προηγούμενο πόλεμο που το γερμανικό έθνος είχε διεξαγάγει και δεν ήθελε να χάσει και σ’ αυτόν έναν ακόμα αγαπημένο. Τα βάζει με τη νύφη της. Την κατηγορεί: «Από τότε που σε γνώρισε άλλαξε». Ανεπίγνωστα λέει την αλήθεια. Ο Φράντς επειδή αγάπησε τη Φάνι δεν μπορεί να ζήσει μια ζωή βολεμένη. Δεν αισθάνεται πως έχει το δικαίωμα να μην ακούσει τη συνείδησή του. Δεν μπορεί να κάνει εκείνο που δεν είναι σωστό. Είναι όμως σωστό να αφήσει την οικογένειά του μόνη με τις συνέπειες της δικής του επιλογής; Η Φάνι στέκεται δίπλα του, όμως φοβάται, όπως θα συνέβαινε στον καθένα. Κι όταν έρχεται το κάλεσμα της επιστράτευσης του Φράντς η Φάνι σπάει. Ο Μάλικ πλάθει μια σκηνή συγκλονιστική. Ο άνδρας κι η γυναίκα αρχίζουν μια αγκαλιά που γίνεται βίαιη πάλη. Ο Φράντς αποχωρεί και μένει η Φάνι να κρατά στα χέρια της ένα κοκαλωμένο χοντρό σκοινί απ’ αυτά που χρησιμοποιούσαν για τα ζώα. Μένει αγκαλιά μ’ ένα κόμπο που δε λύνεται, με δεσμά που την πνίγουν. Κι όμως τούτη η γυναίκα πορεύεται δίπλα στον άνδρα της σε κάθε βήμα του δικού του μαρτυρίου. Είναι και η ίδια μάρτυς. Οι δυό τους είναι ένα. Κι όταν λίγο πριν την εκτέλεση του Φράντς καλούν τη Φάνι να τον συναντήσει στον τόπο της φυλάκισής του, σε μια έσχατη προσπάθεια του καθεστώτος να κλωνίσει συναισθηματικά τον αντιρρησία, εκείνη στέκεται με δέος μπροστά στον άνδρα της λέγοντάς του: «Σ’ αγαπώ. Ο,τι κι αν κάνεις, ο,τι κι αν γίνει, θα είμαι μαζί σου για πάντα. Κάνε ο,τι είναι σωστό». Το πρόσωπο του Φράντς φωτίζεται. Ένας λυγμός κι ένα χαμόγελο. Ο θάνατος έχει νικηθεί. Είναι η τελευταία φορά που συναντήθηκαν σε τούτη τη ζωή. Τους χώρισαν βίαια. Τα πάντα όμως είχαν κριθεί. Ο Φράντς και η Φάνι πλέον ήταν κατά απόλυτο τρόπο ένα, μαζί για πάντα.

Μια ζωή βγαλμένη από τα συναξάρια κατάφερε ο Τέρενς Μάλικ να την χωρέσει στον κινηματογραφικό φακό, αποδεικνύοντας πως η τέχνη αυτή δύναται να εκφράσει με γνήσιο τρόπο την εκκλησιαστική πνευματικότητα. Γιατί τελικά κάθε τέχνη στις υψηλότερες εκφράσεις της μπορεί να θεολογεί.

Δημοσιεύθηκε στο τχ 353 (Δεκέμβριος 2022) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”,  μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Εκκλησία και κινηματογράφος».

Υ.Γ. (δικό μας) για όσους έφτασαν μέχρι το τέλους του κειμένου, παρατίθεται ένα μικρό μοντάζ με σκηνές από την ταινία (που σε καμία περίπτωση βέβαια δεν μπορεί να αναδείξει την ομορφιά που παρουσιάζει στο σύνολό της).

For privacy reasons YouTube needs your permission to be loaded. For more details, please see our Πολιτική Απορρήτου.