Η εγκατάλειψη, η προδοσία, η απόσυρση ανθρώπων που αγαπήσαμε (ή μάλλον ορθότερα δεθήκαμε μαζί τους, γιατί η αυθεντική αγάπη ποτέ δεν παύει να υφίσταται), νομίζω αποτελούν βιώματα κοινά για πολλούς από εμάς, αν όχι για όλους.

Δεν αναφέρομαι μόνο σε ρομαντικές σχέσεις αλλά ακόμη και σε φιλικές: όπως εκείνη η παιδική φίλη που κάποτε άθελά της μεγάλωσε. Πλέον, δεν είναι εκείνη που γνώριζες κάποτε ή νόμιζες ότι γνώριζες. Αναπόφευκτα λοιπόν, οι δρόμοι σας χώρισαν και η απώλεια ήταν αισθητή.

Στο επίμαχο θέμα, γύρω από το οποίο, θέλοντας και μη, η ανθρώπινη ύπαρξη συχνά περιστρέφεται (hint: αναφέρομαι στις ρομαντικές σχέσεις), ένας αποχωρισμός μπορεί να πλήξει θανάσιμα έναν από τους δύο, ή, ακόμη, αμφοτέρους. Στη δεύτερη δε περίπτωση, ενώ ο πόνος συντροφεύει και τους δύο, δεν μπορεί πια ο ένας να προσφέρει παρηγοριά στον πόνο του άλλου.

Δε θα αναφερθώ σε στατιστικά διαζυγίων, ούτε στα αίτια που οδηγούν τα ζευγάρια να αποστασιοποιηθούν μετά από λίγα έως και πολλά χρόνια συμπόρευσης.

Προσωπικά, θεωρώ πιο σημαντικό να προσεγγίσω κυρίως το “μετά”.

Σε αυτό το μετά εστιάζει και η συγκεκριμένη ταινία, Hope Gap (2019). Αποδίδει την απόφαση ενός άντρα που πέρασε 30 χρόνια με τη γυναίκα του και μεγάλωσε μαζί της ένα παιδί, να την εγκαταλείψει. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, κατέληξε σε αυτή τη διέξοδο, έχοντας πάψει να απολαμβάνει τη συντροφιά της, νιώθοντας ανήμπορος να της προσφέρει όσα εκείνη επιζητούσε, και όντας ερωτευμένος με κάποια άλλη γυναίκα.

Εκείνη, αρχικά αρνείται να αποδεχτεί αυτή του την απόφαση, αντιστέκεται, ελπίζοντας σε μια δεύτερη αρχή μαζί του (προσδοκία την οποία η ίδια ανατροφοδοτεί μέσα από την πίστη της στον Θεό).

Όμως, ο κύβος ερρίφθη.

Πώς μπορεί να περιγραφεί αυτή η σύνθλιψη που πραγματοποιείται στον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου που εγκαταλείπεται;

Αδίκως ή δικαίως.

(Και άραγε ποιος θα κρίνει ποιο από τα δύο υπερτερεί;)

Γιατί πλέον, μπροστά σου δεν καταρρέει μόνο το μέλλον σου.

Γιατί αυτό μπορείς φαινομενικά να το ελέγξεις.

Γκρεμίζεται συθέμελα το παρελθόν σου, η ίδια η ταυτότητά σου, διότι συμβαδίζοντας με τον άλλο σε μια τόσο στενή σχέση, γεννιέσαι μέσα από αυτόν.

Μικρές λεπτομέρειες στον χαρακτήρα του άλλου προσώπου, τις οποίες κανείς τρίτος δεν πρόσεξε, και που ίσως και σένα τον ίδιο σε πείραζαν, πλέον τις αναζητάς μανιωδώς, μη μπορώντας να καλύψεις αυτήν την απουσία μόνο με τη δική σου ύπαρξη.

Ουσιαστικά, πολλές φορές οι ανθρώπινες σχέσεις αντιμετωπίζονται ως επενδύσεις χρόνου και συναισθημάτων, από ένα θεωρητικά πεπερασμένο απόθεμα. Σίγουρα, ο καθένας οφείλει να εξετάζει εάν ο χρόνος που περνά μαζί με κάποια παρέα, φιλική ή ρομαντική, τον βοηθά στην πνευματική του εξέλιξη και -με τη δική του πάντα προσπάθεια- τον ωθεί στην ανακάλυψη της καλύτερης εκδοχής του. Και χωρίς αμφιβολία, τα συναισθήματα δεν πρέπει να σπαταλώνται επιπόλαια, σε σχέσεις χωρίς αξιοπρέπεια, ενώ σε άλλες, πιο ποιοτικές, αποτελεί ενωτικό στοιχείο η έκφρασή τους.

Όμως, τι γίνεται όταν αυτός, ο ένας, απαρνηθεί την σχέση αυτή; Μήπως αυτή η επένδυση δεν άξιζε; Μήπως ήταν η λάθος επένδυση, για τους λάθος λόγους;

Από οικονομικές μετοχές δε γνωρίζω, όμως όσον αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις, ξέρω κάποιον ειδήμονα.

Σε αυτό το σημείο παρεμβάλλονται οι αναφορές του Χριστού -ή και ανθρώπων που τον κατανόησαν βαθύτερα- στην πρέπουσα στάση μας απέναντι στις ανθρώπινες σχέσεις.

Ο ίδιος ο Θεός μας καλεί, πρώτα, να αναπτύξουμε τη σχέση μας μαζί Του: αυτό το προζύμι ευοδώνει τις σχέσεις μας με την οικογένειά μας, τους φίλους μας, το σύντροφό μας.

[Ἐγώ πατήρ, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ Νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφεύς, ἐγώ ἱμάτιον, ἐγώ ῥίζα, ἐγώ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Μηδενός ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγώ δουλεύσω. Ἦλθον γάρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγώ καί φίλος καί ξένος καί κεφαλή καὶ ἀδελφός καί μήτηρ. Πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρός ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ, καί ἀλήτης διά σέ, ἐπί τοῦ Σταυροῦ διά σέ, ἐπί τάφου διά σέ, ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σοῦ πρεσβευτής παραγέγονα παρά τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σύ καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;] ¹  

Θα ήταν απάνθρωπο να απαιτήσουμε την ψυχρή αποδοχή της εγκατάλειψης από τους ανθρώπους.

Θα ήταν όμως άδικο να αγνοήσουμε την ιδιότητα του Θεού να αγκαλιάζει και να πληρώνει αυτό το ανελέητο κενό που μας βασανίζει σε τέτοιες περιστάσεις.

Πολλές φορές, αν και νέοι, αναρωτιόμαστε αν θα μπορέσουμε να βιώσουμε ξανά κάτι το ίδιο γνώριμο και όμορφο όπως “τότε”.

Ίσως αμφιβάλλουμε αν “ουδείς αναντικατάστατος”.

Κι όμως, αν το σκεφτούμε βαθύτερα, ο Θεός δημιούργησε αυτά τα όντα που μας συνεπήραν, ο Θεός παρείχε τις αρετές Του και τη χάρη Του σε αυτά, οπότε μάλλον ο Θεός είναι Αυτός που αξίζει να θαυμαστεί, να δοξαστεί, να λάβει την ευχαριστία μας για όσα περάσαμε.

Η ειδωλοποίηση των άλλων ανθρώπων δεν ενδείκνυται. Οδηγεί στην προσδοκία συμπεριφορών που ίσως ο άλλος άνθρωπος να μην καταφέρει ποτέ να συναντήσει. Οπότε ακολουθεί η απογοήτευση, ο θυμός, γιατί ο άλλος δεν ενσαρκώνει όλες μου τις ελπίδες και τα όνειρα, όλα μου τα θέλω στη ζωή. Κι εκεί ελλοχεύει ο κινδυνος της υποτίμησης του άλλου προσώπου που δύσκολα αναστρέφεται, μιας υποτίμησης μάλλον εντονότερης από ότι αν δεν υπήρχε ποτέ η ειδωλοποίηση αυτή.

Άρα, εφόσον ο ανθρώπινος έρωτας εμπεριέχει και ψευδαισθήσεις για το πρόσωπο του άλλου, πρέπει να μηδενίσουμε τον έρωτα ως μέσο προσέγγισης; Πρέπει μήπως να προφυλαχθούμε εξ’ολοκλήρου από αυτόν;

Κάπου άκουσα ότι ο ανθρώπινος έρωτας με τις, όχι και τόσο ασυνήθεις, υπερβολές στις εκφράσεις του για το άλλο άτομο, αποτελεί μικρογραφία του τρόπου με τον οποίο ο Θεός βλέπει τα πλάσματα του, ως “λίαν καλά”² και με την προοπτική της τελείωσης.

Όμως, θα ήταν πιο υγιές για εμάς, να θέτουμε πάνω από όλα το Θείο Έρωτα³, δηλαδή τον διακαή πόθο και την προσδοκία για συνάντηση με το Θεό. Γνωρίζουμε πως ο Θεός πάντα ανταποκρίνεται σε αυτόν τον Έρωτα (ή ακόμη καλύτερα τον πυροδοτεί) και επιδιώκει τη συνάντηση αυτή, που μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη συγκατάθεσή μας. Η ουσία Του ποτέ δεν εκπίπτει. Ο Θεός δεν απαιτεί από εμάς την άπταιστη εκδοχή μας (ενώ σίγουρα την επιθυμεί). Μέσω του Θείου Έρωτα, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη νοηματοδοτείται, ζωογονείται, ολοκληρώνεται. Αν αυτός ο Έρωτας αποτελεί τον απώτερο σκοπό μας, τότε και κάθε άλλος έρωτας τοποθετείται σωστά, πάντα με αγάπη και σεβασμό στον άνθρωπο δίπλα μας. Με άλλα λόγια, ο ανθρώπινος έρωτας χρειάζεται να αναγνωριστεί ως ετερόφωτος⁴, δανειζόμενος φως από τον Θείο Έρωτα.

Κι αν ακόμη αναρωτιέστε ως προς τον τίτλο της ταινίας, με τη φράση Hope Gap, κατά την προσωπική μου ερμηνεία, εννοείται “το κενό“, η απόσταση που -σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια σε παρόμοιες περιστάσεις- διαχωρίζει τον άνθρωπο από την ελπίδα για έρωτα, αγάπη, ζωή. Είναι στα αλήθεια αυτό το”κενό” αναπόφευκτο;

 

 

Παραπομπές:

¹Ο Κύριος απευθυνόμενος προς ημάς

Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου Απόσπασμα εκ της οστ´ (76) ομιλίας αυτού εις το κατὰ Ματθαίον Ευαγγέλιον 24,16-31 (ΕΠΕ τόμ. 12, σελ. 34)

²Γεν. 1,31 (Παλαιά Διαθήκη) “Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. ”

Αφορά στην έκτη ημέρα της δημιουργίας του κόσμου.

³Σύμφωνα με τον Άγιο Νεκτάριο, στο βιβλίο Γνώθι σαυτόν (Κεφάλαιο Γ’, Περί αγάπης),  ο Θείος έρως είναι η τέλεια αγάπη του Θείου, που εκδηλώνεται ως άπαυστος πόθος του Θείου. Μάλιστα, αναφέρει πως ο θείος έρωτας ανάγει την ψυχή προς τον Θεόν και της επιτρέπει να διαλέγεται μαζί Του ημέρα και νύχτα.

⁴Ετερόφωτα σώματα χαρακτηρίζονται όλα εκείνα που δεν εκπέμπουν τα ίδια φως, αλλά γίνονται αντιληπτά όταν φως προερχόμενο από αλλού πέσει πάνω τους και ανακλαστεί ή περάσει μέσα από το υλικό τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ετερόφωτου σώματος αποτελεί ο πλανήτης Γη, ο οποίος φωτίζεται από τον (αυτόφωτο) Ήλιο.