Με το καταλάγιασμα των πρώτων εορτασμών της (υποτιθέμενης) εισόδου μας στο νέο millennium, ο παγκόσμιος Τύπος ασχολήθηκε με ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Ποιο υπήρξε το πρόσωπο της χιλιετίας καθώς και το πρόσωπο της εκατονταετίας. Για την τελευταία, ομόφωνα γκάλοπ και ειδικοί απεφάνθησαν ότι το πρόσωπο που τη «χαρακτήρισε» και άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του, ήταν ο παγκοσμίου φήμης φυσικομαθηματικός Albert Einstein, λόγω της μεγάλης προσφοράς του στην επιστήμη με τη γνωστή θεωρία της σχετικότητας.
Όσον αφορά όμως το πρόσωπο της χιλιετίας, εκεί οι απόψεις διχάστηκαν. Αλλά πάντως, επικεντρώθηκαν κυρίως σε τέσσερα πρόσωπα. Στον προμνημονευθέντα διάσημο επιστήμονα, στον πολιτικό-κοινωνικό φιλόσοφο Karl Marx, στον μεγάλο Άγγλο αστρονόμο και φυσικό Sir Isaac Newton (την αξία του οποίου αναγνώρισε και ο ίδιος ο Einstein, λέγοντας ότι για όσα μας προσέφερε αξίζει τη λατρεία μας), και στον περίφημο ιδρυτή της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών Κάρολο Δαρβίνο. Νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι και οι τέσσερις αυτοί υπήρξαν μεγάλες προσωπικότητες και ο καθένας επέδρασε στην ανθρωπότητα με τον τρόπο του. Έχω όμως τη γνώμη ότι, το πρόσωπο της χιλιετίας, αν και δεν γεννήθηκε μέσα σ’ αυτή τη χιλιετία είναι μια άλλη πολύ μεγαλύτερη προσωπικότητα που εμφανίστηκε ως άνθρωπος στην αρχή περίπου της 1ης χιλιετίας, και με το έργο Του επηρέασε έμμεσα ή άμεσα και αυτούς τους τέσσερις. Τους τρεις θετικά και τον τέταρτο εξ αντιδιαστολής έστω, κάπως διαφορετικά. Ομιλώ και εννοώ τον από Ναζαρέτ Ιησού, τη μοναδική αυτή προσωπικότητα που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει την ανθρωπότητα όσο κανείς άλλος, αφού χώρισε τον χρόνο στα δύο, αλλά και την ανθρωπότητα στα δύο – σε υπέρ Χριστόν ανθρώπους και κατά Χριστού.
Και προς άρση πάσης παρεξηγήσεως, εξηγούμαι αμέσως. Ο Marx (και ο μαρξισμός γενικότερα) τα περί κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας, κοινοκτημοσύνης κλπ. τα έλαβε από προϋπάρχον υλικό, και μάλιστα, μέσω του Hegel έμμεσα, από τον πρωτόγονο χριστιανισμό, στον οποίο κατά τις πράξεις των Αποστόλων, δεν υπήρχε ενδεής μεταξύ των χριστιανών και ήσαν πάντα κοινά σ’ αυτούς. Η μαρξιστική αρχή αμοιβής ανάλογα με τις ανάγκες εκάστου, ανάγεται στην πρώτη χριστιανική Εκκλησία όπου δίδονταν «πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν είχε». Επίσης και οι ρίζες της θεωρίας της υπεραξίας του Marx βρίσκονται στο 5ο κεφ. της επιστολής του αγίου Ιακώβου. Ακόμη, ο πρώιμος μαρξισμός (δεκαετία 1840) διά στόματος Marx, αναγνώρισε την αξία αυτής της διδασκαλίας που ο Χριστός είχε στο κέντρο της διδαχής Του – την αγάπη. Ο Marx τότε κήρυσσε μία τάξη πραγμάτων στην οποία νόμισμα δεν θα είναι το κέρδος και τα εμπορεύματα αλλά «η αγάπη θα ανταλλάσσεται με αγάπη, η εμπιστοσύνη με εμπιστοσύνη» (πρβ. G. Steiner, Errata, σελ. 112).
Ο Einstein σαν επιστήμων ήταν ταπεινός. Όπως γράφει στο βιβλίο του Πώς βλέπω τον κόσμο (σελ. 9,30) προσπαθούσε να συλλάβει ένα απειροελάχιστο μέρος της νοημοσύνης που εκδηλώνεται στο σύμπαν, γιατί υπάρχει μία διάνοια απείρως ανώτερη από τον άνθρωπο. Ακόμη έγραψε:
«Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα λόγια του Ιησού είναι αξιοθαύμαστα… Αν βγάλουμε από τον ιουδαϊσμό, που δίδαξαν οι Προφήτες και τον χριστιανισμό όπως τον δίδαξε ο Χριστός, όλες τις μεταγενέστερες προσθήκες… τότε μας απομένει μια διδασκαλία που μπορεί να θεραπεύσει όλες τις κοινωνικές ασθένειες της ανθρωπότητας» (όπ. παρ. σελ. 113).
Ο Sir Isaac Newton, ο «πατέρας της ουράνιας μηχανικ κής», είναι γνωστό ότι υπήρξε ευσεβέστατος χριστιανός. Αφιέρωσε μάλιστα, περισσότερες λέξεις στα έργα του για ζητήματα θεολογικά παρά για επιστημονικά, και μεταξύ άλλων, έγραψε ένα ογκώδες βιβλίο με σχόλια για τις προφητείες του Δανιήλ και της Αποκάλυψης.
Τέλος, ο Δαρβίνος, ενώ σπούδαζε να γίνει ιερέας, επειδή δεν μπορούσε να κατανοήσει τον Θεό της Βίβλου και ιδιαίτερα της Παλαιάς Διαθήκης -όπως συχνά συμβαίνει και σε πολλούς σήμερα- και επειδή δυσαρεστήθηκε με τη διαφων νία και πολυφωνία των πολλών δογμάτων, έγινε σιγά σιγά αγνωστικιστής και κατέληξε στο να διατυπώσει τη δική του θεωρία. Έφθασε δηλαδή εκεί που έφθασε, εξ αντιδιαστολής με αυτό που δεν κατανόησε, χωρίς όμως να γίνει και εντελώς αθεϊστής. Διότι αναγνώρισε ότι στο ερώτημα αν υπάρχει Θεός, τα μεγαλύτερα πνεύματα της επιστήμης απαντούν θετικά. Και ακόμη, στο βιβλίο του. Η καταγωγή των ειδών, έκανε λόγο για ένα δημιουργό που ενεφύσησε ζωή, σε μια αρχική ή σε λίγες μορφές ζωής, και από εκεί ξεκίνησε όλη η καταγωγή της βιοποικιλότητας. Και οι τέσσερις λοιπόν μεγάλες προσωπικότητες της 2ης χιλιετίας, επηρεάστηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από την μοναδική προσωπικότητα, του από Ναζαρέτ Ιησού.
[…]
Θα μπορούσα να πω πιο πολλά επί του θέματος. Αλλά θ’ αρκεστώ σ’ αυτά που θαυμάσια ειπώθηκαν για το πρόσωπο του Ιησού της Γαλιλαίας από κάποιον ανώνυμο, ο οποίος στηρίχθηκε και σε κάποιες σκέψεις του Pascal:
«Γεννήθηκε σ’ ένα ασήμαντο χωριό από μια απλή χωρική. Δούλεψε στο μαγαζί ενός μαραγκού μέχρι τα 30 του χρόνια. Ύστερα επί τρία χρόνια ήταν ένας περιπλανώμενος κήρυκας. Δεν απέκτησε ούτε σπίτι ούτε οικογένεια. Δεν πήρε κανένα πτυχίο. Δεν ταξίδεψε ποτέ πιο πέρα από 200 μίλια από τον τόπο όπου γεννήθηκε. Δεν υπήρξε στη ζωή του τίποτε από αυτά που συνήθως συνοδεύουν τους μεγάλους.
Εκτός από τον εαυτό του δεν είχε τίποτα και κανένα να τον προβάλει.Ήταν μόνο 33 χρόνων, όταν η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον του. Οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν. Τελικά οι εχθροί του τον σταύρωσαν ανάμεσα σε δύο ληστές.Νεκρό πια, τον τοποθέτησαν σ’ έναν τάφο που από συμπόνια του παραχώρησε ένας φίλος. Πέθανε στα μισά χρόνια του Κάρολου Marx, του Μάο, του Κομφούκιου, του Βούδα και του Μωάμεθ. Ήλθαν και έφυγαν 20 αιώνες από τότε, όμως ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι η δεσπόζουσα μορφή του ανθρώπινου γένους.
Τα τρία χρόνια της διδαχής του είχαν απείρως μεγαλύτερη επίδραση στον κόσμο από τη διδαχή των συνολικά 130 χρόνων της διδαχής του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Δεν υπήρξε ζωγράφος. Κι όμως οι μεγαλύτεροι ζωγράφοι, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Λεονάρδος Ντα Βίντσι και ο Ραφαήλ, εμπνεύστηκαν τα έργα τους από το πρόσωπο και τη ζωή του. Δεν έγραψε ποιήματα. Κι όμως οι επιφανέστεροι ποιητές, όπως ο Δάντης, ο Μίλτον, ο Έλιοτ, η Μιστράλ εμπνεύστηκαν απ’ αυτόν. Δεν έκανε μουσικές συνθέσεις. Κι όμως ο Χάιντ, ο Χαίντελ, ο Μπετόβεν, ο Μπαχ και ο Μέντελσον έγραφαν συμφωνίες και ορατόρια, για να τον δοξολογήσουν. Δεν έγραψε κανένα βιβλίο. Κι όμως οι βιβλιοθήκες δεν μπορούν να χωρέσουν όσα βιβλία έχουν γραφεί γι’ αυτόν. Δεν υπήρξε γιατρός. Κι όμως έχει θεραπεύσει περισσότερες καρδιές απ’ όσες έχουν θεραπεύσει όλοι οι γιατροί του κόσμου. Χωρίς χρήματα και στρατό κατέκτησε περισσότερα εκατομμύρια απ’ όσα κατέκτησε ο Αλέξανδρος, ο Καίσαρ και ο Ναπολέων. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλες οι στρατιές που παρήλασαν ποτέ, όλοι οι στόλοι που ταξίδεψαν, όλα τα κοινοβούλια που συνεδρίασαν, όλοι οι βασιλιάδες που βασίλεψαν, όλα αυτά μαζεμένα, δεν επηρέασαν τη ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη όσο την επηρέασε η Μοναδική Αυτή Ζωή».
Από την άποψη ενός ιστορικού, αν επρόκειτο να κρίνω με αυστηρότητα, ο Ιησούς στέκεται στην ιστορία ο πρώτος.
– G. Wells – Διάσημος ιστορικός του 20ού αιώνα
Το στοίχημα του Πασκάλ, Δημήτρης Τσινικόπουλος, Εκδ Εν Πλω, σελ 205