Δεκέμβριος 1841. Παρασκευή. Στο δρόμο μπροστά από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας του Πειραιά, ζητιανεύει ένας ρακένδυτος και σχεδόν τυφλός ανθρωπάκος. Την πείνα την έχει πλέον συνηθίσει, αλλά η υγεία της γυναίκας του χειροτερεύει από μέρα σε μέρα και για αυτό δεν μπορεί να μείνει άπραγος. Στέκεται υπομονετικά, πιστός στην «προνομιακή» άδεια που του έχει χορηγήσει το κράτος για να ζητιανεύει στο συγκεκριμένο σημείο τη συγκεκριμένη ημέρα της εβδομάδος.

Κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι τον ζυγώνει κάποιος «σημαντικός», που από τη φορεσιά του φαινόταν ότι είναι ξένος. Μαζεύει αμέσως το χέρι του που είχε απλωμένο για να ζητιανεύει.

– Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρωτάει ο ξένος τον ζητιάνο.

– Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου, αποκρίνεται περήφανα ο ζητιάνος.

– Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στο δρόμο; επέμεινε ο ξένος.

– Η πατρίδα μου μ’ έχει χορηγήσει σύνταξη για να περνώ καλά. Αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μία ιδέα πώς περνά ο κόσμος που για τη λευτεριά του πολέμησα, απαντάει και πάλι περήφανα ο ζητιάνος.

Ο ξένος κατάλαβε και φεύγοντας, αφήνει διακριτικά να του πέσει ένα πουγκί με χρυσά φλουριά.

Ο σχεδόν τυφλός ζητιάνος, ακούγοντας τον ήχο, πιάνει το πουγκί και φωνάζει προς τον ξένο: «Σ’ έπεσε του πουγκί σου. Πάρτο μη το βρει κανένας και το χάσεις».

Λίγα χρόνια αργότερα ο ζητιάνος πέθανε, ξεχασμένος σε μια παράγκα κοντά στις καρβουναποθήκες του λιμανιού, όπου τον είχε μαζέψει ένα από τα παλιά του παλικάρια.

Γιατί πλάι στον Νικηταρά πολεμούσαν μόνο παλικάρια…

 

ΥΓ: Λεβεντιά, Υπερηφάνεια, Ανιδιοτέλεια, Σεμνότητα, Ηρωισμός. Νικήτας Σταματελόπουλος (ή αλλιώς Νικηταράς).

Ο τόπος αυτός έχει μια τάση να γεννά τέτοιες αγνές μορφές.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι η Ελλάδα.

Θα έπρεπε να το φωνάζουμε, κι όμως το ψιθυρίζουμε…