Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης γεννιέται στις 12 Δεκεμβρίου του 1792 στην Κωνσταντινούπολη και είναι γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Η Φαναριώτικη οικογένεια των Υψηλαντών είχε καταγωγή από την Τραπεζούντα, την οποία όμως και εγκατέλειψε το έτος 1655 εξαιτίας του βίαιου εξισλαμισμού του Πόντου, για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Πόλη.

Από μικρή ηλικία ήδη, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος φαίνεται να επηρεάζεται ιδιαίτερα από τις αρχές και τις ιδέες του Διαφωτισμού. Παράλληλα, τα πατριωτικά και φιλελεύθερα αισθήματά του ενισχύονται τόσο από τον πατέρα του όσο και από τον Ρήγα Βελεστινλή (1757-1798), ή αλλιώς Ρήγα Φεραίο (1).

Το έτος 1807, οι εθνικοαπελευθερωτικές τάσεις του πατέρα του, οδηγούν ολόκληρη την οικογένεια στην Ρωσία, μακριά από την Οθωμανική Μολδοβλαχία. Εκεί, αναδεικνύονται τα προσωπικά χαρίσματα του Αλέξανδρου και σε ηλικία 15 ετών επιλέγεται ως αξιωματικός για την έφιππη Αυτοκρατορική φρουρά. Κατά την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων, η ανδρεία του στο πεδίο της μάχης αναγνωρίζεται από τον ίδιο τον τσάρο Αλέξανδρο, ο οποίος και τον προάγει σε Συνταγματάρχη, σε ηλικία μόλις 21 ετών. Παρά την ήττα του Ναπολέοντα στην Ρωσία, ο πόλεμος συνεχίζεται με μεγαλύτερο μένος στη Γερμανία. Εκεί, το έτος 1813, στη μάχη της Δρέσδης, θα χάσει το δεξί του χέρι. Στην Ρωσία τον υποδέχονται ως ήρωα και ο τσάρος τον προάγει σε υπασπιστή του. Παρόλο που ο Ναπολέοντας έχει ηττηθεί για μία ακόμα φορά, η καρδιά του Αλέξανδρου εξακολουθεί να χτυπά σε ρυθμούς πολεμικούς. Αυτή τη φορά όμως «επαναστατικούς».

Μην αντέχοντας να παρακολουθεί άπραγος την αδικημένη και ταλαιπωρημένη πατρίδα του, αντιλαμβάνεται ότι η προσωπική του ευτυχία είναι ασήμαντη μπροστά στου γένους την ευημερία. Για τον λόγο αυτό, προσπαθεί με συνεχείς αναφορές στην υποδουλωμένη Ελλάδα να επηρεάσει την γνώμη του τσάρου Αλέξανδρου, ο οποίος τον σεβόταν και εμπιστευόταν ιδιαίτερα, αποσκοπώντας στην ανάμειξη της Ρωσίας στο συγκεκριμένο ζήτημα . Η ανταπόκριση όμως που λαμβάνει από τον «Αυτοκράτορα» είναι άλλες φορές ελπιδοφόρα και άλλες αινιγματική. Αναζητώντας πρόσφορο έδαφος για να διαδώσει και να επικοινωνήσει τις ιδέες του, ο Υψηλάντης θα έλθει σε επαφή με τον Εμμανουήλ Ξάνθο στην Αγία Πετρούπολη. Έτσι, το έτος 1820, σε ηλικία 28 ετών, θα αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής εταιρίας με μοναδικό σκοπό την απελευθέρωση του έθνους. Απαρνιέται τα Ρωσικά αξιώματα, τις ανέσεις και τα πλούτη του παλατιού και επιλέγει συνειδητά τον δύσβατο δρόμο της θυσίας και της ηγεσίας μιας αμφίρροπης επανάστασης.

Εν συνεχεία, αποφασίζεται η εξέγερση αυτή να ξεκινήσει από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, που βρίσκονται υπό οθωμανική κτήση. Στις 21 Φεβρουαρίου του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περνάει τον ποταμό Προύθο με προορισμό το Ιάσιο. Μαζί του έχει τον πρίγκιπα Καντακουζηνό, καθώς και τα αδέλφια του Γεώργιο και Νικόλαο, ενώ ο Δημήτριος επιλέγεται από την Φιλική Εταιρία για να ενισχύσει το άλλο μέτωπο της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Τις αμέσως επόμενες ημέρες, ο στρατός ενισχύεται από πολλούς εθελοντές οι οποίοι ορκίζονται «υπέρ της ελευθερίας της Πατρίδος». Παράλληλα, ο Αλέξανδρος δημιουργεί τον «Ιερό Λόχο». Το επίλεκτο αυτό τμήμα του στρατού, το αποτελούσαν 400 περίπου Έλληνες φοιτητές που έφεραν χαρακτηριστική στολή (έγιναν γνωστοί και ως «μαυροφόροι») και σημαία.

Εικόνα 2: Ο Ιερός Λόχος

Στις 24 Φεβρουαρίου, υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στο Ιάσιο και εκδίδει την προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» με την οποία ξεσηκώνει τους Έλληνες. Στο ναό των Τριών Ιεραρχών, κατά το Βυζαντινό τυπικό, παραδίδεται το ξίφος στον Υψηλάντη και ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί την επαναστατική σημαία με έμβλημα τον σταυρό. Στο κάλεσμα αυτό ενάντια στον Οθωμανικό ζυγό ανταποκρίνονται και άλλοι υποδουλωμένοι βαλκάνιοι λαοί, γεγονός στο οποίο αποσκοπούσε εξαρχής ο Αλέξανδρος και οι Φιλικοί. Έτσι, συμφωνείται συνεργασία με τον Ρουμάνο πολέμαρχο Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου(2), ο οποίος είχε διατελέσει πολυετή θητεία στα ρωσικά στρατεύματα και διέθετε δικό του στρατό.

Μέχρι και τα μέσα του Μάρτη, καταλαμβάνονται σημαντικά αστικά κέντρα της περιοχής με αποκορύφωμα την κατάληψη του Βουκουρεστίου. Παρόλα αυτά, στις μάχες που θα ακολουθήσουν στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο, οι γενναίες και παράτολμες προσπάθειες των Ελλήνων θα φανούν ανεπαρκείς ενάντια στον πολυάριθμο Οθωμανικό στρατό, ο οποίος και θα αναδειχθεί νικηφόρος . Ο Υψηλάντης κατά τη διάρκεια της εξέγερσης αυτής θα προδοθεί τόσο από ομοεθνείς συνεργάτες του όσο και από τον Βλαδιμηρέσκου, ο οποίος επεδίωκε κρυφούς συμβιβασμούς με τους Οθωμανούς. Την ίδια στιγμή, οι προσδοκίες του για στήριξη του αγώνα από τον τσάρο δεν θα εκπληρωθούν ποτέ.

Ο φόρος αίματος βαρύς και ο Υψηλάντης απογοητευμένος και προδομένος. Οι Αυστριακοί θα τον παγιδεύσουν και θα τον φυλακίσουν υπό απάνθρωπες συνθήκες μέχρι και το Νοέμβριο του 1827, μετά από παρέμβαση του τσάρου. Με την υγεία του ιδιαίτερα επιβαρυμένη, θα μεταβεί στην Βιέννη όπου και θα ζήσει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας τους τελευταίους μήνες της ζωής του.

Εικόνα 3: Λεωνίδα Δρόση, Μνημείο Αλέξανδρου Υψηλάντη, π. 1869, μάρμαρο, Πεδίον του Άρεως

Τον Ιανουάριο του 1828 πεθαίνει σε ηλικία μόλις 35 ετών. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, πληροφορείται ότι κυβερνήτης της Ελλάδος αναλαμβάνει ένα πολύ κοντινό του και άξιο πρόσωπο: ο Ιωάννης Καποδίστριας. Έτσι, ο Υψηλάντης εμφανώς αναπαυμένος από τα χαρμόσυνα αυτά νέα που του μετέφεραν, θα γείρει το κεφάλι του και ψάλλοντας το «Πάτερ ημών» θα φύγει από τη ζωή ήσυχος και ευτυχισμένος. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να μεταφερθεί στο μέρος εκείνο όπου άνηκε πάντα: στην απελευθερωμένη πλέον πατρίδα του. Το έτος 1843 και μετά από περιπετειώδη χρόνια πορεία, η καρδιά του θα φτάσει στα πάτρια εδάφη.

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829, περίπου ένα χρόνο δηλαδή μετά τον θάνατο του, διεξάγεται και η τελευταία μάχη του πολυετή επαναστατικού εθνικού αγώνα. Στην μάχη αυτή, (γνωστή και ως Μάχη της Πέτρας), οι Έλληνες με επικεφαλής τον αδελφό του Αλέξανδρου, Δημήτριο, θα νικήσουν κατά κράτος τον διπλάσιο Οθωμανικό στρατό και θα τον υποχρεώσουν για πρώτη φορά να συνθηκολογήσει στο πεδίο της μάχης. Ως εκ τούτου, η Επανάσταση του 1821 των Ελλήνων, ξεκινάει και τελειώνει από έναν Υψηλάντη.

Συμπερασματικά, κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί ότι η σπίθα που άναψε τον Φεβρουάριο του ’21 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, δεν έσβησε με την ήττα του τον Ιούνιο του ίδιου έτους στο Δραγατσάνι. Αντίθετα, το όραμα και ο αγώνας του, υποβοήθησαν και έθεσαν τις προϋποθέσεις για την επιτυχία της Επανάστασης του Μοριά και ταυτόχρονα, κλόνισαν τόσο το πολιτικό status quo της «Ιεράς Συμμαχίας»(3), όσο και τα θεμέλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καταληκτικά, η σπίθα αυτή, έδωσε υπόσταση στον Αγώνα και άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση και αναγέννηση του έθνους των Ελλήνων.

 


Σημειώσεις:

(1): Ο εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Επανάστασης Ρήγας, είχε διατελέσει σε νεαρή ηλικία γραμματέας του παππού του Υψηλάντη, ο οποίος και θεωρήθηκε ιδεολογικός του «πατέρας».

(2): Ο Θεόδωρος(ή Τούντορ) Βλαδιμηρέσκου (1780-1821) ήταν Ρουμάνος επαναστάτης-πολέμαρχος ο οποίος είχε λάβει μέρος στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο το διάστημα 1806-1812.

(3): Η Ιερά Συμμαχία ιδρύθηκε το έτος 1815 από την Αυστριακή Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Πρωσίας και την Ρωσική Αυτοκρατορία (νικητές των ναπολεόντειων πολέμων), ενώ αργότερα στη συμμαχία αυτή προστέθηκε και η Αγγλία.

 


Πηγές Εικόνων:

Εικόνα 1: https://epontos.blogspot.com/2015/03/Pontos_90.html?spref=pi

Εικόνα 2: https://neaait.gr/o-ieros-lochos-anagennatai-stin-ieri-poli-tou-mesolongiou/

Εικόνα 3: https://slpress.gr/politismos/o-agnostos-alexandros-ipsilantis/