“Ουρανέ, όχι, δεν θα πω το ναι

Ουρανέ, φίλε μακρινέ

Πώς να δεχθώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή;

Πώς να δεχθώ; Μάνα μου είν’ η γη…

Πώς ν’ αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό;

Αχ Ουρανέ… Πόνε μακρινέ”

~Νίκος Γκάτσος

 

Ο ποιητής, σε μια συναισθηματική έκρηξη, εκφράζει ένα βαθύ υπαρξιακό βίωμα και μια απροκάλυπτη αλήθεια. Μια πραγματικότητα κοινή (μα όχι πάντοτε ευκόλως κατανοήσιμη) για ολάκερη την ανθρωπότητα κι ένα δίλημμα προαιώνιο, όπως τα στοιχεία της φύσης που αναφέρει. Ένα χάσμα τόσο απροσπέλαστο, όσο και η απόσταση μεταξύ ουρανού και γης.

 

Στην μια πλευρά του χάσματος συναντά κανείς την ανάγκη του ανθρώπου για εκφραστική ελευθερία. Συναντά τον άνθρωπο ως υποστατική μοναδικότητα, ως πρόσωπο που ποθεί να δημιουργήσει και να δηλώσει την αλήθεια του. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με ένα ον επιθυμητικό, το οποίο βιώνει μια εσωτερική κατάσταση και επιθυμεί να την εκφράσει. Η επιθυμία του αυτή, την οποία ο Μάξιμος ο Ομολογητής ονομάζει γνωμικό θέλημα, είναι μία δυναμική κατάσταση, η οποία είναι συνάρτηση υποκειμενικών αρχών (στις οποίες μπορεί να ανήκουν η ψυχική συγκρότηση και ιδιοσυγκρασία του ατόμου, αλλά και εξωγενείς παράγοντες μέσω των κοινωνικών επιρροών) και διαμορφώνεται ελεύθερα από την κρίση και την βουλή του ανθρώπου.

 

Εξαιτίας αυτής της οντολογικής ιδιότητας του ανθρώπου, καθίσταται δυνατή η θεμελίωση της μετανεωτερικής ταυτότητας. Η εγγενής τάση του για προσωπική δημιουργική έκφραση, ωθεί τον άνθρωπο σε μια διαδικασία αυτοπροσδιορισμού του και στην υιοθέτηση ταυτοτικών ρόλων με απόλυτα υποκειμενικές βάσεις. Κάθε εξωτερική αντικειμενική πηγή νοήματος έχει εξοστρακιστεί ως εξουσιαστικός παράγων και μαζί της έχει παρασύρει κάθε ελπίδα κοινωνίας και ενότητας μεταξύ των προσώπων. Μέσα από την χαώδη δίνη της μεταμοντέρνας πολλαπλότητας, ξεπροβάλει το αυτοαναφορικό υποκείμενο, με μοναδική του ιδεολογία την, πλέον γνωστή ως, ηθική του γούστου.

 

Η απώλεια της επικοινωνίας ωστόσο, δεν είναι η μοναδική συνέπεια της βαβελικής πορείας του σύγχρονου κόσμου. Ο άνθρωπος, θέλοντας να ασκήσει την ελευθερία του αυτοπροσδιοριζόμενος, εμπίπτει σε μια τραγική ειρωνεία. Η ταυτότητα που ο ίδιος επιλέγει ελεύθερα για τον εαυτό του μετατρέπεται στην πνευματική του φυλακή, καθώς, προσδίδοντάς του έναν συγκεκριμένο ρόλο, τον οριοθετεί σε σχέση με οτιδήποτε άλλο. Χωρίζει τον κόσμο στα δύο, σε αυτά που είναι, σε αυτά που κατέχει και σε όλα τα υπόλοιπα, τα απροσπέλαστα. Οι δυνατότητες πνίγονται στην στάσιμη λίμνη της ναρκισσιστικής επιβεβαίωσης και ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται δεσμώτης του εαυτού του, σε μια παρανοϊκή απόπειρα απελευθέρωσης.

 

Στην άλλη πλευρά του χάσματος τώρα, ως απάντηση στην σχετικότητα και την αυθαιρεσία, δεσπόζει η αντικειμενική πηγή νοήματος, η μία και μοναδική απόλυτη αλήθεια (ακόμα και αν την διακρίνει δύσκολα πια κανείς μέσα στην ομίχλη). Αυτή αποτελεί τον απώτατο σκοπό και λόγο υπάρξεως των όντων που την ενστερνίζονται, υπάρχει δε έξω από αυτά, σε μία κοινή πραγματικότητα. Τα ανθρώπινα όντα ετεροπροσδιορίζονται, λαμβάνουν την ταυτότητά τους από μία οντολογική αρχή διαφορετική από την δική τους, η οποία είναι πλήρως αμετάβλητη και ανεξάρτητη από οποιεσδήποτε κοινωνικές, ψυχολογικές ή άλλες συνθήκες. Η απόλυτη αυτή πηγή νοήματος λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των όντων και ταυτόχρονα πραγματώνει μία ιεραρχία, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η ίδια. Και εδώ όμως, απουσία κάποιων προϋποθέσεων, η κατάσταση γίνεται προβληματική.

 

Η ίδια η ύπαρξη της απόλυτης αλήθειας δημιουργεί στα όντα την ανάγκη συμμόρφωσης με αυτήν. Για τον άνθρωπο που έχει αποδεχθεί ότι μια τέτοια αλήθεια αποτελεί αντικειμενική πραγματικότητα, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να δομήσει ολόκληρη την ζωή του γύρω από αυτήν. Καλείται έτσι σε μια πορεία ασκητική, η οποία στοχεύει στον εξαγνισμό του από όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία δεν ανήκουν στην αλήθεια. Σαν συνέπεια, η οποιαδήποτε υποκειμενική έκφραση αποβάλλεται, ως εγγενώς διαφορετική προς την ουσία του απολύτου. Το τελευταίο λειτουργεί ως εκμαγείο: Καίει τον άνθρωπο και, αφού τον  απογυμνώσει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τον πλάθει κατ’ εικόνα του. Η απόλυτη αλήθεια προβάλλει σαν εξουσιαστής, που υποτάσσει το ανθρώπινο ον και του αφαιρεί κάθε δημιουργική ιδιότητα, μετατρέποντάς το σε έναν παθητικό δέκτη νοήματος. Η έννοια του προσώπου χάνεται μέσα σε μια μαύρη τρύπα ενός μονοφυσιτικού μηδενισμού.

 

Και έτσι επιστρέφουμε στο δίλημμα του ποιητή. Πώς μπορώ ουρανέ, να δεχθώ την απόλυτη αλήθεια σου; Εγώ στην γη μεγάλωσα κι αυτήν κουβαλώ μέσα μου, μην μου ζητάς να απαρνηθώ την αγκαλιά της. Κι όμως, κάθε δειλινό, κάτι με καλεί να πάω προς τα εκεί..

 

Πρόκειται για την πανάρχαια σύγκρουση μεταξύ της επιθυμίας και του καθήκοντος. Αυτού που ο άνθρωπος θέλει ως πρόσωπο και αυτού που καλείται να κάνει για να ζήσει σε συμφωνία με την αλήθεια.

 

Το χάσμα φαίνεται αγεφύρωτο, είναι όμως έτσι τα πράγματα;

 

Την απάντηση δίνει ο Μάξιμος με την θεολογία του περί θελημάτων. Σύμφωνα με αυτήν, στον κάθε άνθρωπο ενυπάρχει, πέρα από το γνωμικό θέλημα (την προσωπική εκφραστική ελευθερία που προαναφέραμε), ένα βαθύτερο θέλημα που το ονομάζει φυσικό. Αυτό είναι μια βαθιά υπαρξιακή τάση του ανθρώπου προς την απόλυτη αλήθεια, με ροπή σταθερή και αταλάντευτη.[1] Ένας φλογερός καημός, ο οποίος δεν έχει επιθυμητικό αντικείμενο, δεν κατευθύνεται δηλαδή προς τα πράγματα ή τα φαινόμενα, αλλά διέρχεται μέσα από αυτά και στρέφεται προς τον εσώτερο άνθρωπο, επιζητώντας την πληρότητά του. Η αναγνώριση του φυσικού θελήματος έχει τεράστια σημασία, καθώς η πορεία προς την απόλυτη αλήθεια παύει να θεωρείται ως ένα καθήκον και μια υποχρέωση, αλλά κατανοείται ως μία έλξη ερωτική. Ο άνθρωπος αναζητά την αλήθεια επειδή είναι ον ερωτικό.

 

Φυσικό και γνωμικό θέλημα δεν βρίσκονται σε διαμάχη. Αντί να απεικονίζονται ως οι δύο πλευρές ενός ζυγού, είναι μάλλον πιο ακριβές να μιλάμε για ομόκεντρους κύκλους. Πρόκειται για δύο διαφορετικά επίπεδα θέλησης, ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό, με το μεν πρώτο να αντιστοιχεί στην θέληση καθεαυτή, ενώ το δεύτερο στον τρόπο θελήσεως. Το ανθρώπινο ον αποζητά από την φύση του την ένωση με το απόλυτο μέσω του φυσικού θελήματος, ενώ εκφράζει αυτόν τον πόθο δια μέσου της προσωπικής του γνώμης και των μοναδικών του χαρακτηριστικών. Η απόλυτη αλήθεια διαποτίζει το είναι του ανθρώπου, το ζωοποιεί και το νοηματοδοτεί, χωρίς να το ευνουχίζει. Με αυτόν τον τρόπο, η ανθρώπινη πολλαπλότητα προσανατολίζεται αλλά παράλληλα βρίσκει χώρο να εκφράσει την αλήθεια που βιώνει. Ο άνθρωπος καλείται, ως πρόσωπο, να γίνει δημιουργός της γνώμης κατά την φύση.

 

Σε αντίθεση λοιπόν με τον μετανεωτερικό άνθρωπο, ο άνθρωπος του Μαξίμου χαρακτηρίζεται από μία ταυτότητα δυναμική. Δεν γίνεται αντιληπτός παρά μόνο στην ολότητά του, ως ένα σύνολο από άπειρες δυνατότητες. Αυτές τις εν δυνάμει καταστάσεις έρχεται να ενεργοποιήσει η απόλυτη αλήθεια, η οποία τελικά του προσδίδει μια ταυτότητα που δεν πηγάζει από το παρελθόν ή το παρόν, αλλά απ’ το μέλλον. Η ταυτότητα αυτή δεν είναι στάσιμη αλλά μεταβάλλεται και μορφοποιείται από το ανθρώπινο πρόσωπο, ενώ η ετερονομική προέλευσή της από το απόλυτο εξασφαλίζει την σταθερότητά του προορισμού της. Η ελευθερία που έρχεται ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης είναι πραγματικά ασύλληπτη.

 

Τελικά, ουρανός και γη δεν είναι αντίπαλοι αλλά συνυπάρχουν, σε μία κοσμική αρμονία η οποία γίνεται σημείο συνάντησης υποκειμενικού και αντικειμενικού, απόλυτου και σχετικού, ανθρώπου και Θεού. Το Ένα και το άπειρο συγχέονται ασυγχύτως στο πρόσωπο του Χριστού, γεφυρώνοντας όλα τα χάσματα. Όπως έλεγε και ο αείμνηστος Νίκος Ματσούκας, “Μάνα γη και ουρανός είναι παντρεμένοι”.[2]

 

 

Παραπομπές


[1] Μαξίμου του Ομολογητού, Περί Θελήσεως, εκδ Αρμός, πρώτη έκδοση 1995

[2] Ν. Ματσούκα, Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003