Νίκη. Επιτυχία. Διάκριση. Αν μπορούσε να συνοψιστεί σε μερικές λέξεις η απώτερη επιδίωξη του σύγχρονου ανθρώπου, το άγιο δισκοπότηρο του μεταμοντέρνου (και όχι μόνο) πολιτισμού, θα ήταν αυτές. Από πολύ μικρή ηλικία, διδασκόμαστε να κυνηγάμε τη νίκη σε ό,τι και αν κάνουμε. Η κοινωνία μας ανατρέφει σε μια λογική κατορθώματος και επικράτησης, στην οποία όλα τα κρίνουμε με δεδομένα δύναμης. Από το πιο απλό παιδικό παιχνίδι μέχρι τις επαγγελματικές και προσωπικές μας σχέσεις, τα πάντα είναι δομημένα σε αυτή την λογική. Μια λογική που προϋποθέτει την οπτική του εαυτού μου ως ριζικά διαχωρισμένο από τους άλλους, ως πλήρως αυτονομημένο από την πραγματικότητα τους. Στα πλαίσια αυτής της λογικής, το μόνο που κατέχουμε και ελέγχουμε πλήρως είναι ο εαυτός μας και όλα όσα βρίσκονται έξω από αυτόν (τόσο πρόσωπα όσο και καταστάσεις) είναι εχθροί που πρέπει να νικηθούν. Πολλές φορές αυτό δεν το παραδεχόμαστε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό, παρά συμβαίνει υποσυνείδητα και με τρόπους που δεν φανταζόμαστε εύκολα, ακόμα και μέσω των πιο “φυσιολογικών” μας επιδιώξεων.

Οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε κυνηγοί φαντασμάτων. Μέσα στον κόσμο γεννιόμαστε και ζούμε και πεθαίνουμε, τρέχοντας να προλάβουμε το τρένο του χρόνου, αυτό που θα μας οδηγήσει σε κόσμους μαγικούς,  παραμυθένιους. Πιστεύουμε πως θα έρθει μια στιγμή που θα επικρατήσει η ευημερία, η ασφάλεια και η χαρά στη ζωή μας. Και παλεύουμε με νύχια και με δόντια για να έρθει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, συσσωρεύοντας πλούτη, εμπειρίες ή γνώσεις και χτίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, ένα προσωπικό καταφύγιο απέναντι στην σκληρότητα του κόσμου. Ένα όλο δικό μας ιδεατό οχυρό, στο οποίο αποτραβιόμαστε για την παρηγοριά μας. Το οχυρό όμως αυτό είναι βέβαιο με μαθηματική ακρίβεια πως αργά ή γρήγορα θα πέσει και εμείς, σαν τον άφρονα πλούσιο, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τον ωμό ρεαλισμό της φθαρτής πραγματικότητας. Αρκεί μία οικονομική δυσχέρεια, ένας ιός, ή ένα δυστύχημα για να εξανεμιστεί κάθε ψευδαίσθηση αυτάρκειας. Ο κόσμος αυτός δεν είναι στρωμένος μόνο με ροδοπέταλα, αλλά κυρίως με πόνο, ματαίωση και θάνατο. Λέξεις που ηχούν σκληρές και φέρνουν μνήμες οδυνηρές. Ο άνθρωπος ποθεί κάτι που αυτός ο κόσμος δεν θα μπορέσει ποτέ να του δώσει. Αυτή την τραγική ειρωνεία παρατήρησε και ο Καμύ και διακήρυττε πως ο κόσμος είναι παράλογος: ότι ο άνθρωπος είναι κυνηγός φαντασμάτων σε έναν κόσμο που δεν υπάρχουν φαντάσματα.

Έτσι λοιπόν εγκλωβιζόμαστε σε έναν φαύλο κύκλο μεταξύ φόβου και επιθυμίας. Πλάθουμε ιδανικά σενάρια και φανταστικές καταστάσεις και ζούμε με την προσμονή τους. Ζούμε με την ελπίδα της πραγματοποίησής τους. Και τρέμουμε κάθε αντίθετο ενδεχόμενο. Οι ελπίδες και οι επιθυμίες μας ριζώνονται με τον καιρό τόσο βαθιά μέσα μας που αδυνατούμε να δεχθούμε έναν κόσμο στον οποίο αυτές δεν είναι πραγματικότητα. Αδυνατούμε να παραδεχτούμε πως η εικόνα που έχουμε πλάσει για τον εαυτό μας δεν είναι η ίδια εικόνα που βλέπουν οι άλλοι για εμάς. Όλη μας η ύπαρξη αγκιστρώνεται σε αυτόν τον πλασματικό κόσμο και προσεύχεται να είναι αληθινός. Ή με άλλα λόγια, δεν παύει να φοβάται μήπως είναι ψεύτικος. Φοβόμαστε επειδή ελπίζουμε κι έπειτα ελπίζουμε επειδή φοβόμαστε. Η ελπίδα σε ένα πλασματικό είδωλο του κόσμου που κατασκεύασε ο εαυτός μας είναι η απελπισμένη προσπάθειά μας να ξορκίσουμε την πραγματικότητα, ενώ ο φόβος δεν είναι τίποτα άλλο από την ανάμνηση της οδυνηρής σύγκρουσης του ειδώλου μας με τον κόσμο. Επιθυμία και φόβος, σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αλυσοδένουν τον άνθρωπο στο παρελθόν και στο μέλλον, εμποδίζοντάς τον να ζήσει πραγματικά στο παρόν.

 

«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.»

~ Νίκος Καζαντζάκης

 

«Ο φόβος κι η ελπίδα χορεύουν βαλς. Ας χορέψουν μακριά από μένα!»

~ ‘Χαΐνης’ Δημήτρης Αποστολάκης

 

Αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα του σύγχρονου ανθρώπου, του “ανθρώπου της νίκης”. Εξωτερικά ευτυχισμένος και νικητής, μα μέσα του φοβικός, μελαγχολικός και ανελεύθερος. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απελπιστικά. Τα δεσμά αυτής της υπαρξιακής φυλακής δεν είναι άφθαρτα. Μπορούν να σπάσουν, αλλά με έναν τρόπο που δεν είναι διόλου ανώδυνος: Ολική ισοπέδωση. Εκούσια άρνηση των φαντασιακών μας κόσμων και ξερίζωμα των πιο μύχιων ονειρικών επιθυμιών μας. Πρόκειται για την απόλυτη ήττα. Το ηθελημένο γκρέμισμα του εσωτερικού οικοδομήματος του ανθρώπου, το σπάσιμο κάθε στερεοτύπου, κάθε δογματισμού, κάθε εικόνας που είχε σχηματιστεί μέσα μας για τον εαυτό μας και για τον κόσμο. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον σύγχρονο άνθρωπο γιατί είναι κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο προς τον τρόπο που έχει ανατραφεί. Εκείνος έχει μάθει να βλέπει τον εχθρό έξω από εκείνον, να τον πολεμά και να χτίζει μέσα του μικρότερες και μεγαλύτερες νίκες. Όταν για παράδειγμα κρίνει ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση και βγάζει μία πάγια ετυμηγορία ωσάν να ήταν ο ανώτατος και αλάνθαστος δικαστής, ή όταν σχεδιάζει εμμονικά, με κάθε λεπτομέρεια, το μακροπρόθεσμο μέλλον του, λειτουργεί σε αυτήν την λογική της νίκης και της επιθυμίας του ελέγχου, χτίζοντας προσεκτικά μέσα του, λιθαράκι-λιθαράκι, αμετάκλητες βεβαιότητες. Αν θέλει όμως να εξέλθει από τον κύκλο του φόβου και της επιθυμίας, καλείται να απαρνηθεί όλα όσα νομίζει πως κατέχει, όλες του τις βεβαιότητες και να πραγματοποιήσει ένα άλμα. Ένα άλμα στο κενό. Πρέπει να ηττηθεί ολοκληρωτικά και σαν τον Αβραάμ να προσφέρει τον μοναχογιό του, ό,τι πολυτιμότερο έχει, για θυσία. Μονάχα έτσι όμως θα αποκτήσει την πραγματική ελευθερία και την πραγματική ζωή και θα μπορέσει να ξαναγεννηθεί, σαν ένας ολότελα νέος άνθρωπος.

Υπάρχει επομένως ένα μεγάλο παράδοξο στον τρόπο που λειτουργεί ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Καλείται να ηττηθεί ώστε να ελευθερωθεί. Να απαρνηθεί τις επιθυμίες και τους πόθους του, έτσι ώστε να τους ξαναδεί με νέα ματιά, όχι πια ως άυλα όνειρα, αλλά ως πραγματικότητες. Εν τέλει, καλείται να πεθάνει για τον κόσμο, έτσι ώστε να ζήσει πραγματικά. Πρόκειται για μία ήττα νικηφόρα και για έναν θάνατο που οδηγεί στην Ανάσταση. Αυτή είναι η παράλογη λογική του Θεού για τον άνθρωπο. Και υπό το πρίσμα αυτής, όλα τα γεγονότα του κόσμου βιώνονται με άλλη οπτική, οι ίδιες οι έννοιες του καλού και του κακού νοηματοδοτούνται εκ νέου. Τον ηττημένο για τον κόσμο άνθρωπο, τίποτα δεν μπορεί να τον λυπήσει ή να τον φοβίσει, γιατί η ευδαιμονία του δεν εξαρτάται από τίποτε γήινο. Μία ασθένεια ή κάποια άλλη δυσχέρεια για παράδειγμα, μπορεί να ιδωθεί ως ευκαιρία για αναθεώρηση, ως μάθημα, ή ως αφορμή για κάποια αλλαγή κατεύθυνσης. Όποιος έχει φθάσει στον πάτο της αβύσσου, δεν μπορεί να πέσει πιο χαμηλά, παρά μόνο να ανέβει. Με την λογική του Θεού, ο πόνος αντιλαμβάνεται ως δώρο, η ήττα ως νίκη και ο θάνατος ως κέρδος. Απαντώντας λοιπόν στο δίλημμα του Καμύ, θα λέγαμε πως ναι, ο κόσμος μπορεί να είναι παράλογος, μα παράλογος είναι κι ο άνθρωπος, ή, πιο ορθά, κόσμος, Θεός και άνθρωπος συνδέονται με μια λογική δυναμική, συνεχώς μεταβαλλόμενη, που δεν μπορεί ποτέ να αναλωθεί στα δικά μας στεγνά δεδομένα.

Ωραία μέχρι εδώ. Έπειτα από όλα αυτά όμως, προκύπτει μία εύλογη απορία. Πώς είναι δυνατόν ο ηττημένος άνθρωπος να μην χάνει την αυτοπεποίθηση και την ζωτικότητά του; Αυτός, που τα απαρνήθηκε όλα, που πήδηξε στο κενό χωρίς δικλείδες ασφαλείας, από τι θα πιαστεί ώστε να μην εγκλωβιστεί για πάντα στο ζοφερό σκοτάδι της αβύσσου; Από πού θα αντλήσει το θάρρος και την δύναμη, όταν βλέπει τον εαυτό του σαν ένα ατελές ον, με ατελή κρίση, ηττημένο και ταπεινωμένο; Όλο αυτό δεν είναι μία συνταγή για τη δημιουργία καταθλιπτικών και άβουλων όντων; Ερωτήματα που μας φαίνονται λογικά, είναι όμως πέρα για πέρα παραπλανητικά. Γιατί η πραγματική ήττα διαφέρει από την ηττοπάθεια και η πραγματική ταπείνωση από την ταπεινολογία, όσο ο ουρανός από την γη. Κατάθλιψη, φοβίες και λοιπά αισθήματα κατωτερότητας, δεν έχουν στο βάθος τους την αυθεντική ήττα, αλλά μια πληγωμένη υπερηφάνεια. Μία υπερηφάνεια κεκαλυμμένη, μεταμφιεσμένη σε ταπεινοφροσύνη, μα πάντοτε με έναν βαθύ κρυφό καημό, μια ανομολόγητη πεποίθηση πως είναι αδικημένη. Ο υπερήφανος νους, έχοντας την φυσική τάση να κινείται σε ακρότητες, αδυνατεί να δεχθεί την ματαίωση της τέλειας φαντασιακής εικόνας που είχε σχηματίσει για τον εαυτό του και οδηγείται στην αντίπερα όχθη: Στην πλήρη κατάργηση του Εγώ, μέσα στην απόλυτη μοιρολατρική παραίτηση, σε μια παρανοϊκή προσπάθεια ικανοποίησης της τελειομανίας του. “Αν δεν μπορώ να είμαι τέλειος, τότε δεν αξίζει τίποτα σε αυτή την ζωή!” Αντίθετα, πραγματική ήττα σημαίνει άρνηση ακόμη και της πλήρους κατάργησης του Εγώ. Σημαίνει αποδοχή της ατέλειάς μου, της μικρότητας και μετριότητάς μου. Δηλαδή με άλλα λόγια, σημαίνει την θεωρία του εαυτού μου όπως πραγματικά είναι, την πραγματική αυτογνωσία.

 

“Pride is not the opposite of shame, but its source. True humility is the only antidote to shame.”

~ Uncle Iroh, Avatar the Last Airbender

 

Ο άνθρωπος που με πλήρη ειλικρίνεια βαδίζει τον δρόμο της ήττας, αντικρίζει την ατελή του φύση χωρίς να τρομοκρατείται. Γιατί όταν φθάνει εκείνη η στιγμή που καλείται να κάνει το άλμα στο κενό, ποτέ δεν πέφτει. Τα αόρατα χέρια της θείας πρόνοιας τον κρατούν γερά και τον οδηγούν σε τόπους φωτεινούς, που δεν είχε τολμήσει πρωτύτερα καν να διανοηθεί. Και παρόλο που βλέπει την ατέλεια, βλέπει και την προοπτική της αλλαγής, βλέπει την χάρη, που διαποτίζει εκείνον και συγκρατεί ολόκληρο τον κόσμο. Απέναντι σε αυτή την θεοφάνεια, μία μονάχα ενέργεια απομένει στον ηττημένο (και τελικά νικητή) άνθρωπο: Η ευχαριστία. Η απελευθερωτική συνειδητοποίηση πως τα πάντα είναι μία δωρεά. Μία δωρεά τόσο συγκλονιστικά μεγάλη, που πυροδοτεί την ψυχή του ανθρώπου με έναν πανίσχυρο πόθο και μια ενέργεια ορμητική, που φωνάζει να βγει προς τα έξω. Να βγει και να μοιραστεί στους άλλους δωρεάν, όπως δωρεάν λαμβάνεται. Ο άνθρωπος γίνεται ένα δοχείο, από το οποίο περνά η Χάρις και διοχετεύεται γύρω του. Στην ουσία αυτό που συμβαίνει είναι ότι μαθαίνει να αγαπά, επειδή γνωρίζει πια με βεβαιότητα πως αγαπιέται. Και μέσα σε αυτόν τον ευχαριστιακό τρόπο ύπαρξης καταφέρνουν να συνυπάρχουν η πραγματική ταπείνωση με την αληθινή αυτοπεποίθηση, καθώς η τελευταία δεν πηγάζει εσωτερικά ως αυτοεπιβεβαίωση, αλλά λαμβάνεται έξωθεν, από την αστείρευτη πηγή της δωρεάς.

Έτσι λοιπόν ζει και πράττει ο ηττημένος άνθρωπος. Η δύναμη και η θέλησή του για δράση δεν συρρικνώνονται καθόλου από την συνειδητοποίηση της μικρότητας και της ατέλειάς του, αλλά μάλλον εκκινούν από αυτήν, επειδή ο άνθρωπος μπορεί και βλέπει το μέγεθος της δωρεάς. Τόσο πηγή όσο και σκοπός των κινήτρων του παύει να είναι ο εαυτός του, αλλά στη θέση αυτού τοποθετείται ο Άλλος. Ο φόβος και η ελπίδα είναι πλέον στραμμένα σε Εκείνον, λαμβάνοντας την σωστή τους θέση, αφού για αυτό δόθηκαν στον άνθρωπο, προτού εκείνος τα στρέψει ειδωλολατρικά προς τα αντικείμενα του κόσμου. Και οι πράξεις του, όσο σπουδαίες και μεγάλες κι αν είναι, είναι προστατευμένες από το δηλητήριο της υπερηφάνειας, κάτω από ένα πέπλο αποφατισμού. Γιατί ο ταπεινός άνθρωπος, ό,τι κι αν καταφέρει, το βλέπει σαν μια πράξη ιεροσύνης, αποδίδοντάς το όχι στον εαυτό του, αλλά στον Μεγάλο Δωρεοδότη. Και παρότι καίει μέσα του η φλόγα της προσφοράς, εκείνος επιλέγει να την μεταδώσει μέσα από έναν βίο μυστικό, ήσυχο, άγνωστο, όπως αυτός ενός θεριού ή ενός πτηνού, που για κανέναν δεν κελαηδάει και που κανείς δεν το κλαίει σαν αποθάνει. Ενός βίου που δεν βλέπει μπροστά του κανένα έπαθλο, καμία δόξα, καμία νίκη. Μόνο τη γαλήνη της αφάνειας.

Αυτοί λοιπόν είναι οι ηττημένοι άνθρωποι, που συγκρατούν τον κόσμο για να μην καταρρεύσει. Άνθρωποι συνηθισμένοι, απλοί, καθημερινοί, από αυτούς που βλέπεις στον δρόμο και τους προσπερνάς. Από αυτούς που κανείς πάνω στη γη δεν θα θυμάται σε μερικά χρόνια (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που κατά λάθος φάνηκαν λίγο παραπάνω). Πράττοντας αποφατικά, μη γνωρίζοντας η δεξιά τους τι ποιεί η αριστερά τους, αυτοί οι άγνωστοι ευεργέτες, πιστώνουν την κληρονομιά τους στο μεγάλο Συλλογικό Ασυνείδητο της ανθρωπότητας και έτσι, μυστικά, γίνονται ασκητές μέσα στον κόσμο και ερημίτες του χρόνου. Αυτοί είναι οι ηττημένοι άνθρωποι, το άλας της γης, οι άγιοι…

Και όσο για όλους τους υπόλοιπους, όσο για εμάς, μπορούμε μονάχα να ακολουθήσουμε τα χνάρια τους, τα τόσο φωτεινά μα και δυσδιάκριτα μέσα στην οχλοβοή. Και είναι σε αυτή την συναρπαστική πορεία που η αιώνια δίψα μας για οτιδήποτε το καλό δύναται να κορεσθεί. Γιατί η αγιότητα δεν είναι ένα απόκοσμο επίτευγμα κάποιων εκλεκτών, αλλά ένας δρόμος που μπορεί να περπατήσει ο καθένας και μία ατέρμονη πορεία. Μια πορεία προς μια ήττα νικηφόρα…

 

«Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν.»

~ Κατά Μάρκον 8:35