«Όταν θελήσεις κάτι πάρα πολύ, το σύμπαν όλο θα συνωμοτήσει για να γίνει η επιθυμία σου πραγματικότητα.»

-Πάολο Κοέλιο, «Ο Αλχημιστής» (1988)

Δεν πρόκειται απλά για το πιό γνωστό απόφθεγμα ενός από τους πλέον ευπώλητους συγγραφείς των τελευταίων δεκαετιών – και σίγουρα ένα από τα πιο γνώριμα αποφθέγματα εν γένει.

Αν πετάξει κανείς μια πέτρα, θα πετύχει είτε κάποιον που το πιστεύει, είτε κάποιον που το έχει έστω ακούσει και το έχει επεξεργαστεί ώριμα παρά τον δισταγμό του. Ασφαλώς γνωστά είναι και όλα τα συμπαρομαρτούντα της επίνοιας αυτής: τα best-seller τύπου “Το Μυστικό” της Rhonda Byrne (2006), νεολογισμοί όπως “manifestation” και “Νόμος της Έλξης”, το σχήμα “Ask, Believe, Receive”, αναρίθμητες “new age” δοξασίες και άλλες πολλές καινοφανείς φιλοσοφικές μόδες των οποίων ωστόσο το κοινό σημείο αναφοράς στην Κοελική ρήση είναι μάλλον εμφανές.

Ποιός είναι όμως, άραγε, ο λόγος για τον οποίο το απόφθεγμα και η παρελκόμενη φιλοσοφία του αντηχεί τόσο δυνατά και καθαρά στο συλλογικό ασυνείδητο;

Παρατηρεί κανείς ότι αρκετές δεισιδαίμονες, αντιεπιστημονικές πεποιθήσεις δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο δισταγμό και την ίδια απαξία όσο άλλες, πιο «παραδοσιακές» μορφές πνευματικότητας ή θρησκευτικής πίστης. Κάποιος που έχει πχ. συνειδητοποιημένη εκκλησιαστική ζωή αντιμετωπίζεται αρχικά με καχυποψία («δηλαδή όντως πιστεύεις;!») και έπειτα αποκτά αυτομάτως τιμητικά την ταμπέλα του αφελούς και του οπισθοδρομικού, πράγμα το οποίο μάλλον δεν παρατηρείται εξίσου ως στάση απέναντι σε όσους πιστεύουν στα ζώδια, στο φλιτζάνι, στην κρυσταλλομαντεία, και σε άλλες αισθητά λιγότερο επηρεαστικές και διαχρονικά σεβαστές πνευματικές παραδόσεις.

Από τη μία ο ένας, πιο πραφανής παράγοντας ο οποίος προσδίδει δημοφιλία σε όλες αυτές τις πεποιθήσεις είναι ο πιο μοντέρνος, “trendy” χαρακτήρας τους. Ασφαλώς το «φρέσκο», «εξωτικό» προφίλ πουλάει πολύ στην αγορά των ιδεών. Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική ματιά, μπορεί να συνδέσει κανείς σχεδόν όλες αυτές τις «μόδες» λίγο στενότερα.

Ας υποθέσουμε μια φιλοσοφία βάσει της οποίας ο κόσμος και η ανθρώπινη οντολογία έχουν έναν κάπως ήδη υποδεδειγμένο τρόπο λειτουργίας, και πως ο άνθρωπος οφείλει – αν επιθυμεί να ζήσει ποιοτικά – να αφουγκράζεται όσο περισσότερο μπορεί τις επιταγές αυτού του «έξωθεν Λόγου», από τις οποίες μπορεί να αντλήσει νόημα, ηθική και τους «κανόνες» στους οποίους βασίζει τη ζωή του (σημειώνεται πως αυτό το πρότυπο ακολουθούν λίγο ή πολύ όλα τα μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα πριν τον Διαφωτισμό).

Ας υποτεθεί τώρα μια ακόμη, αισθητά λιγότερο εγκρατής στις υποθέσεις και τις παραδοχές της, διανθισμένη πατόκορφα από βαρυγδούπως αναπόδεικτα και εξόφθαλμα δεισιδαίμονα στοιχεία. Ωστόσο, με μία κρίσιμη διαφορά: κάθε πηγή σοφίας βρίσκεται αυτή τη φορά “μέσα σου”, και μένει μόνο να εντοπιστεί και να “ενεργοποιηθεί”.

Στη μία λοιπόν ο άνθρωπος αντλεί νόημα από κάποια έξωθεν σοφία, γύρω από την οποία μπορεί να συνταχθεί μια μάλλον αρκετά πειστική και ρεαλιστική ανθρωπολογία. Στην άλλη «φωτίζεται» από μια μυστηριώδη πηγή εντός του ιδίου, συνοδευμένη και από έναν στομφώδη και πιασάρικο όσο και ανούσιο νεολογισμό ως ονομασία, («μετά-τσάκρα»; «υπερ-λογική»; «υπο-ασυνείδητο»;) η οποία αφυπνίζεται μέσω ορισμένων αυθαίρετων ψυχοτεχνικών μεθόδων αυθυποβολής.

Έστω τώρα ότι ένας αγύρτης θέλει να δημιουργήσει μια νέα φιλοσοφικοπνευματική φρενίτιδα με σαφή σκοπό να μεγιστοποιήσει την εύκολη «χώνεψη» και απήχηση της, ώστε να διασφαλίσει τα περισσότερα δυνατά κέρδη.

Ποιά από τις δύο “συνταγές” θα ακολουθήσει; Μάλλον ξέρουμε.

Ο κοινός παρονομαστής των μοντέρνων «πνευματικών ρευμάτων» φαίνεται να επεκτείνεται πέρα από το μοντέρνο προφίλ τους, κυρίως στον αυτοαναφορικό χαρακτήρα τους· (σχεδόν) όλες τους εκκεντρίζουν κάθε πηγή νοήματος εντός του ανθρωπίνου υποκειμένου. Ο κόσμος και τα πεπραγμένα του όλα υποτάσσονται στο ανθρώπινο επιθυμητικό και στην προσωπική σύλληψη του αληθούς του εκάστοτε «καταναλωτή».

Με μια σύντομη αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία των ιδεών, θα έλεγε τελικά κανείς πως το συζητούμενο απόφθεγμα του Κοέλιο είναι μια ποιητική αλλά εύστοχη συμπύκνωση της μεταφυσικής του (μετα)διαφωτιστικού ανθρώπου, το οποίο επιβιώνει και προεξάρχει έως και σήμερα.

Φαίνεται πως ίσως η πιο κεφαλαιώδης πνευματική κληρονομιά του Διαφωτισμού, δεν είναι η επικράτηση του ορθολογισμού και η πρόοδος των επιστημών όπως μάλλον επικρατεί στην κοινή γνώμη (πχ. παρατηρείται μεγάλη άνθηση του αποκρυφισμού, της μαγείας και της αλχημείας στη Διαφωτιστική Ευρώπη, βλ. Cagliostro* κλπ), αλλά ακριβώς αυτή η μεταφυσική ανταρσίαη κήρυξη ανεξαρτησίας του ανθρώπου απέναντι σε κάθε έξωθεν πηγή νοήματος. Τί θα απαντούσαμε λοιπόν, τελικά, στον Κοέλιο;

Από όσους εκφράζουν σκεπτικισμό απέναντι στη «συνωμοσία του σύμπαντος» για να σε «φτιάξει», οι περισσότεροι μάλλον θα επικέντρωναν την αντίρρηση τους γύρω από τη συνολική απάθεια του σύμπαντος για την ανθρώπινη συνθήκη.

«Σιγά μην ασχολείται το Σύμπαν μ’ εμάς!»

«Τα παιδάκια στην Αφρική δε θέλουν πολύ να αποκτήσουν αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο; Πού είναι η συνωμοσία του Σύμπαντος;»

Έστω όμως ότι κάπως το Σύμπαν, ο Θεός, το Κάρμα, ο Λόγος, το Εν, ή οποιαδήποτε πηγή σοφίας, πράγματι κάπως «τέμνεται» με τα ανθρώπινα πεπραγμένα και μεριμνά γι’ αυτά. Θα έπρεπε άραγε να συνωμοτεί για να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες μας με γνώμονα την ένταση τους;

Πέρα από τη σχιζοφρενίζουσα ροπή αυτού του τρόπου σκέψης, η ψυχανάλυση μας πληροφορεί και ότι τα αιτήματα του ανθρώπου είναι εν πολλοίς συμβολικά, κι ότι αναλόγως με την ωριμότητα και την ποιότητα της ενδοσκόπησής και συνειδητοποίησης του, τόσο απέχει και το σύμβολο από την επιθυμία.

Ένας άνθρωπος ο οποίος στερήθηκε την προσοχή της μητέρας του στην πρώιμη παιδική του ηλικία μπορεί να οδηγηθεί στο να βρεθεί στα 30 του αποφασισμένος να αποκτήσει Lamborghini. Ενώ η πραγματική επιθυμία του αίτημα είναι η μητρική στοργή (ίσως και κάτι ασύγκριτα βαθύτερο!), το συμβολικό αίτημα είναι η απόκτηση του πολυτελούς αυτοκινήτου, κι ο άνθρωπος βρίσκεται να αγωνίζεται για την εκπλήρωση του δεύτερου (μιας κι αυτό είναι που είναι προς το παρόν συνειδητό), πιθανώς μάλιστα απομακρυνόμενος ανεπανόρθωτα από το πρώτο…

Είσαι λοιπόν «το Σύμπαν». Γιατί να συνωμοτήσεις; Μήπως για να μην αποκτήσει ο Μπάμπης Lamborghini ποτέ; Ή κατά το «ο Θεός συχνά μας τιμωρεί δίνοντάς μας αυτό που θέλουμε»: για να την αποκτήσει, μήπως και καταλάβει ότι δεν την ήθελε ποτέ πραγματικά;

Πάντως μάλλον όχι για να την αποκτήσει επειδή απλά «την ήθελε πολύ».

Και για σβήσιμο μια ετερόκλητη, ρητορική ερώτηση:

Τί συνέπειες έχει για το κοινωνικό σύνολο το να θεωρεί κανείς πως η επιθυμία του δικαιώνεται μόνο βάσει της έντασής της;

«Αν οι θεοί άκουγαν τις προσευχές των ανθρώπων, όλη η ανθρωπότητα θα είχε χαθεί γρήγορα, αφού [οι άνθρωποι] προσεύχονται συνεχώς ώστε πολλές συμφορές να διαδεχθούν η μία την άλλη».

-Επίκουρος (341 – 270 πΧ)

 

Alessandro Cagliostro (1743 1795) ήταν Ιταλός περιηγητής, αλχημιστής και τέκτονας.