«Όταν κατανοήσουμε, λοιπόν, τι είναι αυτό το σύστημα διακυβέρνησης που καλείται φιλελευθερισμός, τότε, μου φαίνεται, θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τι είναι η βιοπολιτική.»
– Michel Foucault: Η γέννηση της βιοπολιτικής (Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979))
Ο Γάλλος μεταμοντερνιστής φιλόσοφος αναλύει τις τεχνικές επιβολής εξουσίας στην πειθαρχική βιομηχανική κοινωνία. Σκοπός της ήταν να φτιάξει τις ιδανικές αποδοτικές «ανθρωπομηχανές» που θα λειτουργούν σε όφελος της καπιταλιστικής συσσώρευσης, πράγμα που θα γινόταν με τον απόλυτο έλεγχο των δραστηριοτήτων, με την εφαρμογή κανόνων και απαγορεύσεων. «Η αναπαραγωγή, οι γεννήσεις και τα ποσοστά θνητότητας, το επίπεδο υγείας, η διάρκεια ζωής, γίνονται αντικείμενο ρυθμιστικών ελέγχων». Μιλάμε, λοιπόν, για τεχνικές που επεμβαίνουν στο σωματικό πεδίο.
Τί γίνεται όμως σήμερα, την εποχή του αποκαλούμενου νέο-φιλελευθερισμού που συνοδεύεται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό σε παγκόσμιο επίπεδο, όταν πλέον ο καλύτερος τρόπος για να αυξηθεί η άκρως αναγκαία αποδοτικότητα δεν είναι η βελτίωση των σωματικών λειτουργιών- που πόσο πια να βελτιωθούν- αλλά η δημιουργία υπερ-αποδοτικών ψυχισμών; Η ψυχή μετατρέπεται σε παραγωγική δύναμη και, ευτυχώς για το σύστημα, το ψυχικό ντόπινγκ έχει σίγουρα εκτενέστερα όρια και λιγότερα έξοδα. Σε αυτόν τον καμουφλαρισμένο καπιταλισμό η παραγωγή στηρίζεται κυρίως σε άυλα αντικείμενα αισθητικής βελτίωσης. «Η σεξουαλικότητα και η φυσική κατάσταση είναι οι νέοι οικονομικοί πόροι, οι οποίοι πρέπει να πολλαπλασιαστούν, να εμπορευματοποιηθούν και να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης».
Σίγουρα, η εξουσία επιβάλλεται πιο αποτελεσματικά όταν πείσει τους εξουσιαζόμενους ότι είναι ελεύθεροι, όταν τους προτρέπει σε εξωστρέφεια και σε επικοινωνία, τους εξασφαλίζει παροχές, τους προσφέρει επιλογές, τους εκπληρώνει επιθυμίες. Γιατί τότε μπορούν να υποταχθούν και μόνοι τους. Για το νεοφιλελεύθερο σύστημα μόνο η εκμετάλλευση της ελευθερίας αποδίδει το μέγιστο κέρδος.
Είναι η εξουσία του καταναλωτισμού που ωθεί τους ανθρώπους σε μια σειρά επιδιώξεων με κέντρο των εαυτό τους, στην αυτό-βελτιστοποίηση καθώς οι επιλογές είναι πολλές και εύκολα προσβάσιμες δίνοντάς την δυνατότητα να διαλέξουν «ελεύθερα» ανάμεσά τους. Είναι, επίσης, η εξουσία της διαφάνειας των κοινωνικών δικτύων που ενθαρρύνει την επικοινωνία και, συνεπακόλουθα, την αυτοέκθεση στον βαθμό που ο άνθρωπος παραδίδει από μόνος του τις προσωπικές του ελευθερίες, ως δεδομένα, στον διαδικτυακό Big Brother. Και αυτή τη φορά, δεν καταπιέζονται οι ανάγκες, αλλά ενθαρρύνονται, δεν αποκλείονται οι λέξεις αλλά πολλαπλασιάζονται για χάρη της εξωστρέφειας και της αυτοδιαύγασης.
Και πώς θα εξασφαλίσει ο σύγχρονος καπιταλισμός αυτήν την συνεχή κατανάλωση, επικοινωνία και διαφάνεια, αν δεν εκμεταλλευτεί πρώτα από όλα το συναίσθημα; Πρόκειται για την κινητήριο δύναμη της παραγωγής σε βαθμό που, πλέον, δεν καταναλώνουμε αντικείμενα αλλά συναισθήματα, αφού αυτά δεν εξαντλούνται γιατί είναι περιστασιακά, επιτελεστικά και εύκολα διεγείρονται. Ο καπιταλισμός του συναισθήματος πολλαπλασιάζει τις θετικές σκέψεις, σαγηνεύει την ψυχή, ευχαριστεί και ικανοποιεί τις – ούτως ή άλλως- επιφανειακές ανάγκες των ανθρώπων της μετα-νεωτερικότητας. «Τα συναισθήματα ελέγχονται από το σύστημα της λίμπιντο, όπου εδρεύουν οι ορμές. Αυτές σχηματίζουν το προαναστοχαστικό, ημισυνείδητο, σαρκικό-ενορμητικό επίπεδο της πράξης, το οποίο συχνά δεν το συνειδητοποιούμε ούτε εμείς οι ίδιοι. Η νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική σφετερίζεται το συναίσθημα, προκειμένου να επηρεάσει τις πράξεις σ’ αυτό το προαναστοχαστικό επίπεδο».
Ακόμα, στον ελεύθερο ανταγωνισμό προϋπάρχει η ιδέα της ατομικής ελευθερίας. Το άτομο, απαλλαγμένο από τα καθήκοντα των παλαιότερων συντεχνιών και τους περιορισμούς των στενών τότε κοινωνικών δεσμών, αναλαμβάνει να γίνει «επιχειρηματίας του εαυτού του». Στο πλαίσιο αυτού του διογκωμένου ανταγωνισμού ξεκινάει ένα κυνήγι επίδοσης όπου το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο επαγγελματικής αυτό-βελτιστοποίησης, προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα του και να πολλαπλασιάσει τις ικανότητες του. Μετατρέπεται μοιραία σε «εκμεταλλευόμενος και εκμεταλλευτής». Η εργασία παίρνει τη μορφή παιχνιδιού, συναισθηματοποιείται για να αποβάλλει την εγγενή της αρνητικότητα και να αυξήσει την απόδοση, ο ελεύθερος χρόνος ως χρόνος αεργίας χρησιμοποιείται για την αύξηση της παραγωγικότητας. Καταληκτικά : «Αυτοβελτιστοποίηση και υποταγή, ελευθερία και εκμετάλλευση, συγχωνεύονται. Ο Φουκό δε διαβλέπει αυτή την εξουσιαστική τεχνολογική συνέργεια ελευθερίας και εκμετάλλευσης υπό τη μορφή της αυτοεκμετάλλευσης».
Αυτή η ναρκισσιστική επένδυση στον εαυτό, η υπερπροσπάθεια για αύξηση της επίδοσης, το μονοπώλιο του «μπορώ να το κάνω», με την ταυτόχρονη εξαφάνιση κάθε μορφής ετερότητας «στους φαντασιακούς χώρους της εικονικότητας των κοινωνικών δικτύων, όπου το ναρκισσιστικό Εγώ συναντά κυρίως τον εαυτό του», καταλήγει σε μια ακλόνητη στροφή στο Εγώ και στις δυνατότητές του και μια ανάγκη του υποκειμένου της επίδοσης να αυθυπερβαίνεται συνεχώς.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός και η εξουσία του δεν κερδίζουν πραγματικά όσο ασκούν βία σύγκρουσης και αναγκαστικής συμμόρφωσης με σκοπό την αύξηση της παραγωγής, αλλά όταν τα άτομα τα ίδια ασκούν βία κατά του εαυτού τους– αυτή είναι βία συναίνεσης στον καπιταλισμό. Οι καταναγκασμοί προς το ιδεώδες Εγώ που σχηματίζει ο καθένας για τον εαυτό του, εκλαμβάνονται από τον ίδιο ως ελεύθερη πράξη, ενώ το Εγώ, φτάνοντας σε σημείο κορεσμού από αυτήν την επαναληψιμότητα του εαυτού του, υφίσταται κόπωση από τον εαυτό του. Το άτομο, τελικά, βυθίζεται στην κατάθλιψη όσο εμφανίζεται ανεπαρκές απέναντι στο ιδεώδες Εγώ.
«Στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς της αυτοεκμετάλλευσης στρέφει κανείς την επιθετικότητα μάλλον εναντίον του εαυτού του. Αυτή η αυτοεπιθετικότητα δε μετατρέπει τον εκμεταλλευόμενο σε επαναστάτη, αλλά σε καταθλιπτικό.»
Όμως μια άλλη εξέλιξη έρχεται αυτόματα με την αποκοπή από τις στενά δεμένες κοινότητες των συντεχνιών που εξασφάλιζαν προστασία και χαλιναγωγούσαν την υπαρξιακή ανασφάλεια. Εκτός αυτού: «Μόνο στην κοινότητα έχει κάθε άτομο τα μέσα να καλλιεργήσει ολόπλευρα τις ικανότητές του. Επομένως, μόνο μέσα στην κοινότητα είναι δυνατή η προσωπική ελευθερία». Το επιδοσιακό υποκείμενο της ύστερης νεωτερικότητας έρχεται αντιμέτωπο με τον φόβο της ανασφάλειας για πιθανή προσωπική αποτυχία. Αυτό προκύπτει εφόσον απορρίπτεται η αλληλεγγύη και η συλλογική αυτοάμυνα- ένα είδος κεφαλαίου ικανό να αντισταθμίσει «τα χτυπήματα της μοίρας». Τα «χτυπήματα» αυτά, άλλωστε, είναι και χαρακτηριστικά της ρευστής οικονομίας που διαδέχεται την παγκοσμιοποίηση και τις ελεύθερες αγορές. Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις ο φόβος υπερβαίνει τις νέες δυνατότητες και καταλήγει σε απραξία, αφού, τελικά «ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν απελευθερώνει τα άτομα, αλλά το κεφάλαιο». Δεν υπάρχει, επί της ουσίας, ατομική ελευθερία, αλλά φόβος αβεβαιότητας. Δεν υπάρχει κοινωνική αλληλεγγύη αλλά ατομική υπευθυνότητα.
Κάποτε ο Μαρξ μπορούσε να ελπίζει στις κοινωνικές επαναστάσεις για την ανατροπή της εξωγενούς εκμετάλλευσης και των ταξικών ανισοτήτων. Τι γίνεται, όμως, τώρα που οι άνθρωποι καλούνται να αντισταθούν στην αυτό-εκμετάλλευση, όταν, μάλιστα, η πολιτική της εξατομίκευσης έχει υποσκελίσει τις συλλογικές πολιτικές κοινότητες;
Οι τεχνικές «ψυχοπολιτικής» του νέο-φιλελεύθερου καθεστώτος καταφέρνουν ως επί το πλείστον να εγκλωβίσουν τους ανθρώπους στον εαυτό τους, εκεί που κάθε συνετή και διαυγής θεώρηση για τα πράγματα εκλαμβάνεται ως μη αποδοτική, μη κερδοφόρα και επομένως, ανίκανη να διεγείρει μια μεταστροφή πνευματική και κοινωνικοπολιτική.
Όσο η ζωή μας προσανατολίζεται γύρω από την επίδοση και την επιτυχία, τόσο τα συλλογικά οράματα θα αποκλείονται.
Το αδιέξοδο για τον άνθρωπο πλησιάζει όσο εκείνος αναβάλλει κάθε προσπάθεια νοηματοδότησης της ζωής του πέρα από την προσωπική επιτυχία και την καταναλωτική ευδαιμονία. Όσο αναβάλλει την αναζήτηση μιας πραγματικής συν-ύπαρξης με τους άλλους πέρα από τις ωφελιμιστικές και παραγωγικές σχέσεις. Όσο επαναπαύεται στην πρόσκαιρη ικανοποίηση που του προσφέρει η νεοφιλελεύθερη πολιτική. Όσο γοητεύεται από τις πρωτοφανείς ελευθερίες, που του εξασφαλίζει, και επικεντρώνεται στο πώς θα τις «εκμεταλλευτεί» για να καταφέρει να «εξελιχθεί» πριν τους άλλους.
Σε αυτόν το νέο αγώνα επιβίωσης κερδίζουν μεμονωμένες ατομικές προσπάθειες. Και εκείνες που δεν τα καταφέρνουν, πρέπει να αντιμετωπίσουν μόνες τους την ενοχή απέναντι στον εαυτό τους και να τον εξαναγκάσουν σε ακόμη υψηλότερη επίδοση, ή μάλλον, σε ακόμη μεγαλύτερη δουλεία.
Μήπως τελικά, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην επιβολή του «πρέπει» και στην απελευθέρωση του «μπορώ»; Μήπως, πλέον, η ψυχή αποδεικνύεται σε ασφαλέστερο μέσο παραγωγής; Μήπως οι «νέες ελευθερίες»(!) των ελεύθερων αγορών και της παγκοσμιοποίησης δεν είναι παρά μετουσιώσεις των τεχνικών της εξουσίας;
Αυτή τη φορά, πάντως, όποια και να είναι η μορφή της, η εξουσία κατάφερε να κλονίσει κάθε αντίσταση, ατομική και συλλογική.
Μάλλον δημιουργήσαμε έναν νέο ολοκληρωτισμό στη θέση αυτού που θέλαμε να αντικαταστήσουμε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μπιουνγκ Τσουλ Χαν, Κοινωνία της Κόπωσης, Εκδόσεις opera, 2015
- Μπιουνγκ Τσουλ Χαν, Ψυχοπολιτική: Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνολογίες της εξουσίας, Εκδόσεις opera, 2023
- Zιγκμουντ Μπαουμαν, Ρευστοί καιροί, Εκδόσεις μεταίχμιο
- Καρλ Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, Εκδόσεις Στοχαστής, 1989