Από το βιβλίο: “Το ημερολόγιο της ευτυχίας” του Νικολάε Στάινχαρτ
Πολιτική Διαθήκη
Για να ξεφύγει κανείς από μια συγκεντρωτική κοινωνία ( και δεν είναι ανάγκη να είναι στρατόπεδο, φυλακή ή κάποια άλλη μορφή φυλάκισης, η θεωρία μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε προϊόν ολοκληρωτισμού) υπάρχει ένας τρόπος (μυστικιστικός): η πίστη. Δεν θα μιλήσουμε όμως για την πίστη στη συνέχεια, διότι η πίστη είναι συνέπεια της χάριτος και η χάρις είναι στην ουσία επιλεκτική.
Οι τρεις τρόποι, στους οποίους αναφερόμαστε, είναι εγκόσμιοι, έχουν πρακτικό χαρακτήρα και φαντάζουν εφικτοί στον καθένα.
Πρώτος Τρόπος: του Σολζενίτσιν
Στο έργο του Ο Πρώτος Κύκλος, ο Σολζενίτσιν αναφέρει πολύ σύντομα αυτόν τον τρόπο, στον οποίο επανέρχεται στον πρώτο τόμο του έργου Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ.
Ο τρόπος αυτός έγκειται, για όποιον έρχεται αντιμέτωπος με το εμπόδιο της Ασφάλειας ή κάποιου άλλου ανακριτικού οργάνου, στο να πει με αποφασιστικότητα: αυτή τη στιγμή πρόκειται να πεθάνω. Μπορεί να συλλογιστεί λέγοντας: κρίμα τα νιάτα μου ή κρίμα τα γηρατειά μου, κρίμα τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, εμένα, το ταλέντο μου, τη δύναμή μου, την αγαπημένη μου, κρίμα τα κρασιά που δεν θα ξαναπιώ, τα βιβλία που δεν θα ξαναδιαβάσω, τους περιπάτους που δεν θα ξανακάνω, τη μουσική που δεν θα ξανακούσω, κτλ. Ένα όμως είναι σίγουρο και ανεπανόρθωτο:πως από δω και πέρα είμαι νεκρός.
Αν σκεφτεί έτσι κανείς, χωρίς να διστάσει, μέσα του έχει σωθεί. Κανείς δεν μπορεί να του κάνει τίποτα. Ούτε να τον φοβίσει, ούτε να τον εκβιάσει, ούτε να τον κοροϊδέψει, ούτε να τον εξαπατήσει. Από τη στιγμή που θεωρεί τον εαυτό του νεκρό, τίποτα δεν τον τρομάζει. Δεν μπορεί κανείς να τον δελεάσει με τίποτα, ακριβώς γιατί δεν ελπίζει σε τίποτα, γιατί απλώς έχει φύγει από τον κόσμο. Γι’αυτό ακριβώς δεν υπάρχει κάτι που να λαχταρά, κάτι για το οποίο να θυσιάσει την ψυχή του, την ησυχία του, την τιμή του.
Πρέπει όμως φυσικά, η απόφασή του αυτή να είναι σταθερή και αμετάκλητη. Δηλώνεις τον εαυτό σου νεκρό, δέχεσαι πως θα ζεις με τους νεκρούς, καταργείς κάθε ελπίδα. Μπορείς να λυπηθείς, όμως αυτού του είδους η αυτοκτονία δεν πέφτει έξω ποτέ. Ο κίνδυνος να λυγίσεις στην ανάκριση, να υπογράψεις μια ψεύτικη καταγγελία, πεθαίνει για πάντα.
Δεύτερος Τρόπος: του Αλέξαντρου Ζινόβιεφ
Είναι ο τρόπος που επέλεξε ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου Κούφια Αξιώματα. Πρόκειται για έναν νέο άνθρωπο με το αλληγορικό ψευδώνυμο Ζορμπαλής, ο οποίος αρνείται να προσαρμοστεί στο σύστημα. Ο Ζορμπαλής δεν έχει σταθερή μόνιμη κατοικία, δεν έχει τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του με το κράτος, δεν δουλεύει, είναι αλήτης, παράσιτο, κουρελής μόρτης. Ζει μεροδούλι μεροφάι, από ό,τι του δίνουν, από ό,τι βρίσκει, από ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Είναι ρακένδυτος, μερικές φορές δουλεύει, όταν και αν παρουσιαστεί η ευκαιρία. Περνά τον περισσότερο καιρό του στις φυλακές και σε καταναγκαστικά έργα, κοιμάται όπου βρει. Περιπλανιέται. Με τίποτα στον κόσμο δεν προσαρμόζεται στο σύστημα, ούτε στην πιο ασήμαντη υπηρεσία, ούτε στο πιο τιποτένιο πόστο. ούτε να βόσκει χοίρους δεν πάει, όπως έκανε ο ήρωας της νουβέλας Άρθουρ Σνίτσλερ, ο οποίος, επειδή φοβόταν να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη στη ζωή του, κατέληξε χοιροβοσκός. ΟΧΙ. Ο Ζορμπαλής δήλωσε μια για πάντα (υπαρξιακά) σκυλί αδέσποτο, ψωριάρα γίδα, ζητιάνος, βουδιστής ιερέας, παλαβός, τρελός για ελευθερία, τρελός μέσα στην ελευθερία του. Ένας τέτοιος άνθρωπος, παραμερισμένος στο περιθώριο της κοινωνίας, έχει σίγουρα ανοσία. Δεν μπορεί κανείς να ασκήσει πάνω του πιέσεις, δεν υπάρχει κάτι να του πάρεις, όπως δεν υπάρχει και τίποτα να του προσφέρεις. Μπορεί να τον πιάσεις, να τον κλείσεις κάπου, να τον περιφρονήσεις, να μην τον αφήσεις σε χλωρό κλαρί. Αυτός θα ξεγλιστρήσει. Πήρε μια για πάντα την απόφαση να ζήσει κατ’ αυτό τον τρόπο τη ζωή του. Μέσα στη φτώχεια, στην έλλειψη εμπιστοσύνης και σοβαρότητας έφτιαξε ένα δικό του πιστεύω. Μοιάζει με άγριο ζώο, με θεριό ανήμερο, με ληστή του δρόμου. Είναι ο Φερράντε Πάλλα του Σαντάλ, είναι ο Ζαχαρίας Λίχτερ του Ματέι Καλινέσκου.
Είναι και αθυρόστομος, δεν κλείνει ποτέ το στόμα του, ξεστομίζει επικίνδυνα ανέκδοτα, δεν ξέρει τι θα πει κίνδυνος, λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, μιλάει για αλήθειες τις οποίες οι άλλοι ούτε να ψιθυρίσουν μεταξύ τους δεν μπορούν. Είναι το παιδί του παραμυθιού του Άντερσεν Ο Γυμνός Βασιλιάς, είναι ο γελωτοποιός του βασιλιά Ληρ, είναι ο λύκος του μύθου του Λα Φονταίν. Δεν ξέρει αυτός από χαλινό. Είναι ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος.
Τρίτος Τρόπος: του Γ.Τσώρτσιλ και του Βλαντιμίρ Μπουκόφσκι
Αυτός ο τρόπος εν περιλήψει λέει: σε περίπτωση τυραννίας, μιζέριας, ατυχιών, θεομηνιών, καταδυνάστευσης, κινδύνου, όχι μόνο να μην υποκύπτουμε, αλλά απεναντίας να αντλούμε από αυτές τις καταστάσεις μια τρελή τάση για αγώνα και ζωή.
Τον Μάρτιο του 1939, ο Τσώρτσιλ λέει στη Μάρθα Μπιμπέσκου: “Θα γίνει πόλεμος. Σκόνη θα γίνουν όλα από τους Βρετανούς. Ο θάνατος παραμονεύει για όλους. Κι όμως εγώ αισθάνομαι είκοσι χρόνια νεότερος μ’ όλα αυτά.”
Όσο τα πράγματα σου πάνε στραβά, όσο οι δυσκολίες μεγαλώνουν, όσο σε χτυπάνε περισσότερο, όσο περικυκλώνεσαι από εισβολείς, όσο παύεις να βλέπεις κάποια πιθανή ελπίδα, όσο ο κίνδυνος σε πλησιάζει, τόσο περισσότερο εσύ θες να αγωνιστείς και νιώθεις ένα αίσθημα ανεξήγητης και εξυψωτικής ευφορίας.
Δέχεσαι επίθεση από όλες τις πλευρές και από δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες; Αγωνίσου! Σε συντρίβουν; Περιφρόνησέ τους προκλητικά! Χάνεις; Κάνε επίθεση! (Έτσι έλεγε ο Τσώρτσιλ.) Γελάς, ακονίζεις τα δόντια και το μαχαίρι σου και ξανανιώνεις. Μεθάς από ευτυχία, μια ανείπωτη ευτυχία που πηγάζει από το ότι θα χτυπήσεις κι εσύ, έστω και λιγότερο, αλλά θα χτυπήσεις. Όχι μόνο δεν απελπίζεσαι, όχι μόνο δεν δηλώνεις νικημένος και καταβεβλημένος, αλλά απεναντίας δοκιμάζεις τη γεύση που σου προκαλεί η χαρά ότι αντιστέκεσαι, εναντιώνεσαι και γεύεσαι μια ορμητική και παράφρονα ευθυμία.
Είναι κι αυτός ένας τρόπος απόλυτος, διότι βασίζεται σε κάτι παράδοξο: από τη μια να σε χτυπούν, να σου κάνουν όλο και μεγαλύτερο κακό, να σε κάνουν να υποφέρεις όλο και πιο άδικα, να σε στριμώχνουν σε αδιέξοδα κι εσύ από την άλλη να χαίρεσαι όλο και πιο πολύ, να δυναμώνεις μέσα σου όλο και περισσότερο, να νιώθεις όλο και πιο νέος.
Αυτός ο τρόπος προϋποθέτει φυσικά εξαιρετικά δυνατό χαρακτήρα, στρατιωτική αντίληψη για τη ζωή, φοβερή ηθική κραταίωση του σώματος, ατσαλένια θέληση και αδαμάντινη πνευματική υγεία. Είναι πιθανόν να απαιτείται και αθλητικό πνεύμα, να σου αρέσει η μάχη από μόνη της πιο πολύ και από τη νίκη.
Με το τρόπο του Τσώρτσιλ ταυτίζεται και ο τρόπος του Βλαντιμίρ Μπουκόφσκι. Ο Μπουκόφσκι αναφέρει πως, από τη στιγμή που τον κάλεσαν να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην έδρα της K.G.B., δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα. Φυσιολογική αντίδραση θα πει ο αναγνώστης των απομνημονευμάτων του Μπουκόφσκι, τι το πιο φυσιολογικό; Όμως ο Μπουκόφσκι συνεχίζοντας αναφέρει: “Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι από την ανυπομονησία. Περίμενα πότε θα ξημερώσει, να παρουσιαστώ μπροστά τους, να μπω μέσα σαν τανκ και να τους πω όλα όσα πιστεύω γι’αυτούς. Πιο μεγάλη ευτυχία, από αυτή την κλήση που δέχτηκα, δεν θα μπορούσα ούτε να τη φανταστώ.”
Να λοιπόν γιατί δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Όχι από φόβο, από ανησυχία, από άγχος. Αλλά από ανυπομονησία να τους πει την αλήθεια κατάμουτρα και να ορμήσει μέσα στα γραφεία τους σαν τανκ!
Λέξεις πιο εκπληκτικές από αυτές δεν νομίζω να έχουν ειπωθεί ή να έχουν γραφεί ξανά σ’ αυτόν τον κόσμο. Και ρωτάω (δεν λέω πως είναι έτσι οπωσδήποτε, απλώς ρωτάω, δεν μπορώ να μην ρωτήσω ) άραγε αυτό το σύμπαν με τους γαλαξίες, που καθένας τους περιλαμβάνει εκατομμύρια πλανήτες, με όλους αυτούς τους χώρους και τις αποστάσεις που μετριούνται σε έτη φωτός, με τα άστρα, τους κομήτες, τους δορυφόρους, τους μετεωρίτες και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, άραγε όλα αυτά δεν έγιναν για να μπορέσουν να εκφραστούν τα λόγια του Μπουκόφσκι;
Συμπέρασμα
Και οι τρεις τρόποι είναι σίγουροι και δεν πέφτουν ποτέ έξω. Άλλοι τρόποι για να βγει κανείς από μια οριακή κατάσταση, από μια κοινωνία συγκεντρωτική, από ένα παιγνίδι τύπου ντόμινο, από τους διαδρόμους ενός λαβύρινθου ή ενός ανακριτικού δωματίου, από τον φόβο, τον πανικό, από οποιανδήποτε παγίδα, από οποιονδήποτε φαινομενικό εφιάλτη, εγώ δεν ξέρω να υπάρχουν. Μόνο αυτοί οι τρεις. Όποιον και να διαλέξει κανείς είναι εξίσου καλός, αποτελεσματικός και λυτρωτικός.
Να θυμάστε: Σολζενίτσιν, Ζινόβιεφ, Τσώρτσιλ, Μπουκόφσκι. Θάνατος με τη δική μας συγκατάθεση, τον οποίο εμείς προκαλέσαμε και για τον οποίο εμείς έχουμε την ευθύνη, αδιαφορία και απειθαρχία, γενναιότητα συνοδευόμενη από μια λυσσαλέα χαρά. Είστε ελεύθεροι να διαλέξετε. Πρέπει όμως να καταλάβετε πως είναι πολύ αμφίβολο ότι θα βρείτε άλλον τρόπο να αντιμετωπίσετε τον σιδερένιο κύκλο της δικτατορίας, ο οποίος κατά μέγα μέρος του είναι εύθραυστος σαν κιμωλία. (Στο βιβλίο του Κατάσταση Πολιορκίας, ο Καμύ αναφέρει:”Το θεμέλιο της δικτατορίας είναι ένα φάντασμα: ο φόβος”)
Μπορεί ίσως να πείτε πως οι τρόποι που σας προτείνονται κρύβουν μέσα τους μια μορφή ζωής, που ισοδυναμεί με τον θάνατο ή και κάτι χειρότερο από το θάνατο, ή ότι ανά πάσα στιγμή μέσα σ’ αυτούς τους τρόπους παραμονεύει ο θάνατος. Όσο γι’αυτό, να είστε σίγουροι. Έτσι είναι. Εκπλήσσεστε; Αν ναι, τότε δεν έχετε διαβάσει τον Ιγκόρ Σαφάρεβιτς, τότε δεν έχετε καταλάβει ακόμη ότι ο ολοκληρωτισμός δεν είναι απλώς μια οικονομική, βιολογική ή κοινωνική θεωρία, αλλά η εκδήλωση μιας έλξης για τον θάνατο. Όμως το μυστικό όλων εκείνων που δεν προσαρμόζονται στο χάος του ολοκληρωτισμού είναι απλό: όλοι αυτοί αγαπούν τη ζωή, όχι το θάνατο.
Το θάνατο μόνο Ένας μπόρεσε να τον νικήσει. Ο θανάτω θάνατον πατήσας.
Νικολάε Νικουλέσκου (Στάινχαρτ)
Παραπομπές
Εικόνα άρθρου: Daniel’s Answer to the King, 1893 Painting by Briton Riviere
Βιβλίο: Το Ημερολόγιο της Ευτυχίας, Νικολάε Σταινχαρτ, Εκδ. Μαίστρος, Β έκδοση, Αθήνα 2007, σελ 13-17