“Λοιπόν, σήμερα βρισκόμαστε σέ ἐλεεινή κατάσταση, κι ἂς μή τό λέμε, ζητώντας παρηγοριά στή φασαρία μιᾶς ψεύτικης ζωῆς. Ἡ ἀπιστία εἶναι θρονιασμένη μέσα στήν καρδιά μας, καί γύρω της εἶναι τά παιδιά της, ἡ ἀπελπισία, ἡ πνευματική νάρκη, ἡ ἀναισθησία, ὁ φόβος, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ψευτοπαρηγοριά, ἡ μικρολογία, ἡ καχυποψία, τό συμφέρον, τό μίσος, ἡ ἀσπλαχνία. (…) Οἱ ψυχές τῶν νέων εἶναι ρημαγμένες ἀπό τά ἄγρια ἔνστικτα, πού τά ἀνεβάσανε στήν ἐπιφάνεια ἀπό τά σκοτεινά τάρταρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κάποιοι ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου, κάποιοι πνευματικοί ἀνθρωποφάγοι, πού ἀνάμεσά τους πρωτοστατεῖ ἕνας τρελλός λύκος λεγόμενος Νίτσε, μιά μούμια σάν παλιόγρια λεγόμενη Βολταῖρος, κάποιος ζοχαδιακός Φρόϋντ, κι ἕνα πλῆθος ἀπό τέτοια ὄρνια καί κοράκια καί νυχτερίδες. “
—-Φώτης Κόντογλου, «Μυστικὰ Ἄνθη»
Ο χαρακτηριστικά στομφώδης κι επιθετικός λόγος του Φώτη Κόντογλου δικαίως θα ξένιζε και θα προβλημάτιζε κάθε στοιχειωδώς ευρυμαθή αναγνώστη, όταν με αμηχανία θα διάβαζε τόσο αδέξιους, απαξιωτικούς και ισοπεδωτικούς μύδρους ενάντια σε ορισμένους εκ των διαπρεπέστερων Ευρωπαίων στοχαστών του 19ου – 20ου αιώνα. Ωστόσο, εάν ξεπεράσουμε το πομπώδες των εκφράσεων, ίσως μπορούμε να αποδώσουμε την αγανάκτηση αυτή σε κάτι πέρα από απλή αφέλεια και ημιμάθεια – άλλωστε, κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον αφέλεια και ημιμάθεια εκ μέρους μας.
Ο Κόντογλου, ανήκοντας σε μιά γενιά της οποίας η διανόηση είχε ήδη παραδοθεί σχεδόν αμαχητί στον Ευρωπαϊκό στοχασμό, φαίνεται να κραυγάζει με αγανάκτηση για την πρόσκρουσή του σε ένα κοσμοείδωλο που του προκαλεί αποφορά. Αυτή η πρόσκρουση ασφαλώς οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην απόσταση ανάμεσα στα Ευρωπαϊκά τεκταινόμενα και στην ακραιφνώς Ελληνική αφετηρία και ματιά του ίδιου – ποιά όμως θα ήταν άραγε μια πιο εκ των ένδον Ευρωπαϊκή ματιά;
Ας κάνουμε μία σύντομη αναδρομή, ξεκινώντας από το προ-Διαφωτιστικό Δυτικό γίγνεσθαι για να φτάσουμε στο σήμερα.
Είναι εν πολλοίς γνωστή η δεσποτική περιωπή στην οποία βρισκόταν η Καθολική Εκκλησία πριν την Αναγέννηση. Όπως όμως συνηθίζεται, όταν μια δύναμη είναι σε θέση ετοιμότητας να μεταφραστεί αποτελεσματικά και επίμονα σε κοσμική εξουσία, θα πρέπει ήδη να δεσπόζει στον ιδεολογικό χώρο. Ο Καισαροπαπισμός οφείλει γι’αυτό να ευχαριστεί κυρίως τους πασίγνωστους Αυγουστίνο και Θωμά Ακινάτη.
Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως στον Αυγουστίνο φαίνεται ήδη ημιτελής: ο ίδιος του είναι Νεοπλατωνικός, Πλωτινιανός (1), Πορφυριανός – και στην ανθρωπολογία του προσλαμβάνει το ανθρώπινο υποκείμενο εμφανώς ακρωτηριασμένο. Πιστός στις παραπάνω πνευματικές παραδόσεις, ο Αυγουστίνος εννοεί τον άνθρωπο κατά κύριο λόγο ως καθαρή ψυχή, ως βουλόμενη σκέψη, η οποία μάλιστα έχει διαρραγεί οντολογικά και ανεπανόρθωτα. Χαρακτηριστική είναι η θεώρηση του λεγόμενου «προπατορικού αμαρτήματος» ως πτώση και συλλήβδην μόλυνση της ανθρώπινης φύσεως και όχι απλά της προαιρέσεως όπως παρέμεινε και επικράτησε στις ανατολικές Χριστιανικές παραδόσεις (2).
Λαμβάνοντας τη σκυτάλη, ο Ακινάτης επεκτείνει περαιτέρω τον ακρωτηριασμό του ανθρώπινου υποκειμένου, παρουσιάζοντας ευθέως την ύλη και τη σωματικότητα ως εμπόδιο στη θέα του Θεού (αιχμηρή είναι εδώ η διαφορά του με τον ορθόδοξο Γρηγόριο Παλαμά), ενώ και πολλές εκφάνσεις της ψυχής, όπως το θυμικό και το παθητικό, εμφανίζονται επίσης ως εγγενώς ξένες προς το θείον. Συμπληρώνεται έτσι στην προ-Διαφωτιστική Ευρώπη ένα φιλοσοφικό προφίλ που ενοχοποιεί μέχρι τέλους και αμετάκλητα ορισμένα από τα πλέον βασικά συστατικά του ανθρώπου.
Θωμάς Ακινάτης (1225-1274)
Ίσως η σημαντικότερη επισφράγιση και επέκταση που έγινε από τον Ακινάτη επί του έργου του Αυγουστίνου ήταν στην επί της ουσίας μονόδρομη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο (βλ. Πορφύρεια (3) αρχή): ο άνθρωπος πράγματι σχετίζεται με τον Θεό, ωστόσο, ο Θεός απλά απολαμβάνει την αυτοπληρότητά του, και δεν εξέρχεται επί της αρχής από αυτή για να σχετιστεί με τον άνθρωπο – δε διατίθεται δηλαδή να αποκαλυφθεί επί της ουσίας στον άνθρωπο όπως τονίζεται στους Έλληνες Πατέρες, αλλά μόνο ίσως ανακαλύπτεται από αυτόν. Επομένως, η «αγάπη» του Θεού προς τον άνθρωπο δεν είναι παρά μια ανθρωποπαθής απόδοση του τρόπου με τον οποίο ο Θεός «αγαπά» τελικά τον εαυτό του (!), μιας και μια κυριολεκτική κένωση αγάπης θα ήταν τεκμήριο εμπάθειας και αδυναμίας του Θεού.
Η Αναγέννηση, προκύπτοντας εν μέρει ως αντιδραστική προσπάθεια αναχαίτισης αυτής της κολοβόσεως και αποκαταστάσεως της πληρότητας του ανθρωπίνου είναι, κορυφώνεται με τον Διαφωτισμό και τη μέγιστη δυνατή κατάφαση στο σύνολο της φύσεως του ανθρώπου, η οποία, σε πλήρη αντίθεση με τα προηγούμενα, παρουσιάζεται τώρα πλέον ως αυτάρκης, πλήρης, πανίσχυρη και μόνο ως αντικείμενο αποδοχής και τρυφής.
Η καλύτερη αποκρυστάλλωση του πλέον κεφαλαιώδους φιλοσοφικού κληροδοτήματος του Διαφωτισμού υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα το πασίγνωστο “cogito ergo sum” του Ντεκάρτ. Με τη σκέψη να «προηγείται» της ύπαρξης, η αλήθεια τίθεται για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα στην ιστορία των ιδεών εντός του ανθρώπινου υποκειμένου. Η αλήθεια ταυτίζεται με τη σκέψη του υποκειμένου, και είναι τελικά αυτό που το υποκείμενο προσδιορίζει ως παράγωγο της σκέψης του. Σημειώνεται εδώ πως η προσήλωση στον Αυγουστίνειο/Πλατωνικό ιδεαλισμό παραμένει τρόπον τινά και στον Ντεκάρτ, καθώς στο έργο του «Principia philosophiae“» (1656) παρουσιάζει τον άνθρωπο εν πολλοίς ως καθαρή ψυχή, νου και βούληση, οντολογικά ανεξάρτητο από το σώμα, με μία κρίσιμη διαφορά: ο ιδεαλισμός εδώ δεν εμφανίζεται τόσο ως περιφρόνηση και ενοχοποίηση της σωματικότητας όσο ως «υπερέξαρση» της ψυχής.
Αμέσως προκύπτει η επανάσταση που οι ιστορικοί των ιδεών αποκαλούν «αποσυνδεδεμένο εαυτό», ένα υποκείμενο καθαρά ψυχικό, αποτελούμενο καθαρά από νου ο οποίος θέτει πλήρως υπό την κρίση του κάθε τι που δεν είναι σκέψη, όπως πχ. η σωματικότητα. Στον δε John Locke αποδίδεται η θεώρηση του «σημειακού εαυτού», ο οποίος όντας πλέον σε τέτοιο βαθμό υπεράνω κάθε παραδόσεως, ομαδικότητας και ασφαλώς σωματικότητας, είναι μια αυτοτελής και ανεξάντλητη πηγή δημιουργίας στη μεταμεσαιωνική Δύση. Θα έλεγα πως η κορύφωση της υπερέξαρσης αυτής του ανθρώπινου υποκειμένου έρχεται με τον Καντ και την Κατηγορική Προσταγή του· την σύνοψη κάθε ηθικής επίνοιας στο να πράττει κανείς με τέτοιο τρόπο ώστε η πράξη αυτή να είναι καθολικός νόμος για το σύνολο της ανθρωπότητας – εδώ η έσχατη κρίση περί αληθείας βρίσκεται εντός του υποκειμένου.
Ήδη στο στάδιο αυτό πολλοί φιλόσοφοι εντοπίζουν επερχόμενες παθογένειες, οι οποίες εκκεντρίζονται ως επί το πλείστον στην κατάρρευση κάθε παραδοσιακής έννοιας κοινότητας. Όταν όλα τίθενται από όλους υπό επεξεργασία και αμφισβήτηση, τότε εύκολα κάθε κοινότητα εκφυλίζεται σε ένα μωσαϊκό πολλαπλών και ετερόκλητων αυτοσκοπών. Όπως παρατηρεί ενδεικτικά η Σχολή της Φρανκφούρτης (4) κι αργότερα ο Κορνήλιος Καστοριάδης, στη Δύση απουσιάζει μια κοινωνική οντολογία που μπορεί να ορίσει κοινές ιστορικές πράξεις. Μια σειρά από τέτοιες παρατηρήσεις μεταξύ άλλων ήταν που γέννησαν και ανέδειξαν τη Μετανεωτερικότητα.
Ας επανέλθουμε τώρα, ωστόσο, στο τόσο επιθετικό «μανιφέστο» του Κόντογλου με το οποίο ξεκινήσαμε, κι ας εστιάσουμε στην αιχμή του δόρατος, στον τελευταίο του στόχο, τον Ζίγκμουντ Φρόυντ, τον πατέρα της Ψυχανάλυσης. Ο ίδιος ο Φρόυντ προέβλεψε πως επρόκειτο αυτοπροσώπως να επιφέρει ένα από τα βαρύτερα ναρκισσικά τραύματα στο Ευρωπαϊκό υποκείμενο – και μάλλον η ιστορία τον επαλήθευσε μέχρι κεραίας.
Ζίγκμουντ Φρόυντ (1856 – 1939)
Στη συλλογή «Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση», (απαρτίζεται από διαλέξεις μεταξύ 1915-17), περιγράφει την εξής διαδοχή ιστορικο-επιστημονικών “πληγών” που δέχθηκε το Δυτικό υποκείμενο: πρώτο ιστορικά ο Κοπέρνικος με την ανατροπή του ηλιοκεντρικού συστήματος, απέδειξε πως η Γη δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος, αλλά ένας ασήμαντος, μικροσκοπικός πλανήτης ανάμεσα σε αμέτρητους άλλους. Παρά την ταπείνωση αυτή, ο άνθρωπος τουλάχιστον παραμένει ακόμα στο βάθρο των έμβιων όντων ενός κατά τ’άλλα ασήμαντου πλανήτη. Διαδέχεται ο Δαρβίνος με την Εξελικτική Θεωρία, υποδεικνύοντας αυτή τη φορά τη μικρή απόσταση και την επί της ουσίας δυσδιάκριτη ποιοτική και ειδοποιό διαφορά ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα. Τουλάχιστον ο άνθρωπος συνεχίζει να παραμένει κύριος του εαυτού του. Το τελευταίο ήρθε να κλονίσει το, κατά τον ίδιο, «πικρότερο» χτύπημα, η θεωρία του Ασυνειδήτου, κατά την οποία ο άνθρωπος άγεται και φέρεται από ορίζουσες και ψυχικά μεγέθη τα οποία όχι μόνο δεν κατανοεί, αλλά συχνά αγνοεί την ίδια την ύπαρξή τους. Η τόσο εξηρμένη και ευγενής ανθρώπινη φύση, αποδεικνύεται υποχείριο ακαταμάχητων και αδιάγνωστων σκοτεινών δυνάμεων, με τον ίδιο τον Φρόυντ να διαγιγνώσκει τελικά πως κάθε κατασκευή του Υπερεγώ είναι τελικά ανίσχυρη στο να αναχαιτίσει τις ασυνείδητες ενορμήσεις.
Πολύ γρήγορα λοιπόν το υπερεξηρμένο, ακαταμάχητο, ευγενέστατο ανθρώπινο υποκείμενο του Ντεκάρτ που ήταν σε θέση να κρίνει και να «επινοήσει» επί της αρχής τα πάντα εντός και εκτός του, κατήντησε μια κάπως προηγμένη μαϊμού πάνω σε έναν κόκκο άμμου στην αχανή ακροθαλασσιά του Σύμπαντος, με σφραγισμένη τη μοίρα του ψυχισμού της από το ασυνείδητο, του οποίου μάλιστα τα όρια και οι προσδιορισμοί σχηματίζονται και χαλυβδώνονται στην πρώιμη παιδική ηλικία.
Αντιμέτωπο με αυτή την ξαφνική απόγνωση, το Δυτικό υποκείμενο θα έπρεπε να εναποθέσει τις ελπίδες τα για αναβάθμιση της – αποδεδειγμένα πλέον ακρωτηριασμένης – φύσεώς του κάπου αλλού. Εισέρχεται πλέον δυναμικά στο ιστορικό προσκήνιο ο πειρασμός του Ολοκληρωτισμού.
Ο 20ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας της πολιτικής ιδεολογίας – κατά τον οποίο οι Δυτικοί πράγματι πίστευαν σε μεγάλη κλίμακα πως με την επέλαση κάποιας ιδεολογίας και την υλοποίηση της κατάλληλης συνταγής βίας και «social engineering» που η ίδια υποδεικνύει, θα επέλθει κάποιος αναβαθμισμένος μετα-ανθρωπότυπος και εν πολλοίς το λεγόμενο «τέλος της ιστορίας» (βλ. ιστορικισμός του Χέγκελ). Και εδώ, τα τερατώδη προϊόντα του Εθνικοσοσιαλισμού και του Υπαρκτού Σοσιαλισμού είναι περίπου γνωστά.
Στον απόηχο της κατάρρευσης όλων των παραπάνω, φαίνεται πως κάποια εμπόδια δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεραστούν ούτε με εξελικτικά, ούτε με διανοητικά, ούτε με πολιτικά μέσα. Προσκρούοντας σε δύο εκ των πλέον ανυπέρβλητων εμποδίων, στον θάνατο, που είναι πανταχού παρών, και στις ενστικτώδεις ασυνείδητες ενορμήσεις, που είναι πανίσχυρες, ο άνθρωπος πλέον καταφάσκει αναφανδόν καί στα δύο. Αναδύεται έτσι βαθμιαία το προφίλ του σύγχρονου Δυτικού Μηδενισμού – μιας θλιμμένης πλην κάπως ερωτικής έξης προς το μηδέν, αυτής της επίμονης διάρρηξης ανάμεσα στον άνθρωπο και οποιασδήποτε έξωθεν πηγής νοήματος. Με όλη αυτή τη μακριά αλυσίδα οραμάτων αναβάθμισης της ανθρώπινης φύσης να έχει σπάσει, θρυμματίζεται άπαξ και κάθε προσδοκία χειραγώγησης και τέλους της ιστορίας: το ότι η ιστορία έχει κατεύθυνση και σκοπό είναι πλέον μια επίνοια η οποία ξενίζει όχι απλά τη σύγχρονη διανόηση, αλλά ακόμη κι ένα εκλαϊκευμένο ακροατήριο.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η άποψη του Σαρτρ, (ελεύθερα): «ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει: δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση, και άρα ούτε ανθρώπινη ιστορία, επειδή δεν υπάρχει κάποιος Θεός για να τη σκεφτεί» όπως και αυτή του Μπερντιάεφ (5): «δεν υπάρχει Θεός – άρα ούτε και άνθρωπος», συμπυκνώνοντας όλη αυτή την πορεία αυτοκατάλυσης του ανθρώπου στην προσπάθειά του να αυτοθεωθεί. Ο τελευταίος μάλιστα, στο έργο του «Ο Νέος Μεσαίωνας» (1933) διατυπώνει την άποψη ότι ο Δυτικός κόσμος περνάει σε μια νέα φάση διαλόγου με πολύ μεγάλα, οριακά ερωτήματα. Πάντως εάν πρόκειται να προκύψει κάποια τεκτονική μετατόπιση στην ιδεολογία της Δύσης, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν του πόνου και του δράματος της αναμέτρησης με όλα τα μεγέθη του παραλόγου που περιφέρονται ανενόχλητα γύρω της.
Φτάνοντας λοιπόν στην Αχίλλειο πτέρνα, στην κραυγή του Κόντογλου, στη σημερινή λαβωμένη Δύση, διαπιστώνουμε ότι η έλλειψη νοήματος, η αυτοαναφορικότητα, η οργανική κατάρρευση της κοινότητας έχουν τελικά την ιστορική και φιλοσοφική αφετηρία τους σε μία μία μεταφυσική σχέση η οποία όχι απλά τεμαχίζει την ανθρώπινη οντολογία, αλλά κυρίως τελεί έναν γάμο μεταξύ αυτής κι ενός άγαμου Θεού, ο οποίος δεν μπορεί ούτε επιθυμεί να αγαπήσει κάτι πέρα από τον εαυτό του. Το τραύμα, λοιπόν, που επέφεραν τα παραπάνω στο Δυτικό συλλογικό ασυνείδητο κυοφορεί όλο το περιεχόμενο που χρειάζεται για τη μετέπειτα δόμηση του Δυτικού ατομικισμού.
Έχοντας αποκόψει από την ιστορία έναν πιθανό σκοπό, έχοντας αναγάγει την κοινότητα σε ένα άγριο Δαρβινικό δάσος, κι έχοντας ασφαλώς απωλέσει επί της ουσίας κάθε μεταφυσική ορίζουσα, ταυτότητα κι ελπίδα, ο Δυτικός άνθρωπος πασχίζει να σηκώσει το βάρος της μηδενιστικής του κληρονομιάς, ελπίζοντας να αποδειχθεί Άτλαντας και όχι Σίσυφος.
Παραπομπές
Εικόνα άρθρου: Πίνακας: Thomas Cole, The Voyage of Life, “Manhood” (1842)
* (1) Ο Πλωτίνος (περ. 203 – 270) ήταν σημαντικός φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας και συνεχιστής της νεοπλατωνικής σχολής της φιλοσοφίας, που ίδρυσε ο Νουμήνιος.
*(2) Επί παραδείγματι, ερμηνεύει το “καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο” μετά τη βρώση του απαγορευμένου καρπού ως αμετάκλητη μόλυνση της ίδιας της φύσεως του ανθρώπου από μια νέα έφεση αντίρροπη στη λογική, τη λαγνεία.
* (3) Ο Πορφύριος (Τύρος, 234 – 305) ήταν νεοπλατωνικός φιλόσοφος από την Τύρο της Φοινίκης, με σημαντική προσφορά στον τομέα της λογικής.
* (4) Η Σχολή της Φρανκφούρτης είναι μια σχολή νεομαρξιστικής κριτικής θεωρίας, κοινωνιολογικής έρευνας, και φιλοσοφίας (αναδύθηκε γύρω στο 1930).
* (5) Ο Νικολάι Αλεξάντροβιτς Μπερντιάεφ (1874 – 1948) ήταν Ρώσος θρησκειοφιλόσοφος.