Υπάρχει ένα κοινό μυστικό μεταξύ των φιλοσόφων, μια αίσθηση,

ως ένα σημείο δικαιολογημένη, που μοιράζονται, έστω και δίχως να το εκφράζουν, όσοι έχουν αγαπήσει τη φιλοσοφία. Ο κάθε ζηλωτής της φιλοσοφίας γνωρίζει βαθιά μέσα του πως ασχολείται με το σπουδαιότερο απάνθισμα του πνεύματος. Κατανοεί ότι ανοίγει νέους δρόμους στον άπειρο ορίζοντα, τον μέσα του και τον έξω του, και ότι ανανεώνει συνεχώς τη ματιά του προς τον κόσμο. Κάθε στιγμή μάχεται να χαράξει πορεία προς το άγνωστο. Για αυτό δεν αντέχει ούτε μια στιγμή να τη σπαταλάει σε ανούσιες δραστηριότητες, αφού έχει μαγευτεί από τον πολύκαρπο μόχθο της προσωπικής συναίσθησης των πνευματικών καθηκόντων και της προσωπικής ενατένισης του κόσμου.

Η πορεία αυτή, όμως, η ατελεύτητη, προς το μέλλον, δε γίνεται πάντοτε με την ίδια ταχύτητα. Ως ένα σημείο, ο νέος διανοητής ξετυλίγει απνευστί τον μίτο της αυτογνωσίας, όμως κάποτε έχει αποσαφηνίσει μέγα μέρος του δρόμου που του μέλλεται να ακολουθήσει. Κατόπιν τούτου, ο βηματισμός του προς το κέντρο του μίτου αργοπορεί, συχνά παλινδρομεί και δεν τελεσφορεί. Έτσι, παρ’ ότι ο οίστρος για την αποκάλυψη της αλήθειας παραμένει, δεν παράγονται ουσιαστικά αποτελέσματα. Κάθε απειροελάχιστη εσωτερική αλλαγή δε μεταβάλλει έμπρακτα τον έξω κόσμο. Στην κατάσταση αυτή, η έντονη φιλοσοφική διάθεση κινδυνεύει να διολισθήσει σε πνευματική αεργία και σε λογικούς παραλογισμούς που περισσότερο απομακρύνονται από την ουσία παρά την προσεγγίζουν. Σε αυτήν την περίπτωση, η φιλοσοφία δεν ωφελεί και ο φιλόσοφος πλανιέται στο νεφέλωμα των ιδεών, δίχως αίσθηση κατά πού πέφτει το φως.

Ακόμη, όμως, κι αυτό δεν είναι πρόβλημα της φιλοσοφίας, αφού αφορά τον στοχαστή και όχι το ίδιο το αντικείμενο. Το πρόβλημα της φιλοσοφίας, η ιδιοτροπία της ως βαριά αποστολή, είναι, ότι τα βαρυσήμαντα παραγγέλματα των νοημάτων της αντηχούν πολύ μακριά από τον απλό άνθρωπο. Η φιλοσοφική σκέψη, όταν επιζητά να ερευνήσει γωνιές του σεληνόφωτος των ιδεών, απαιτεί οξυδέρκεια σπάνια για τον άνθρωπο. Από ένα σημείο κι έπειτα, όσο κι αν οι ιδέες σιγά σιγά γίνονται πρακτική γνώση, ο φιλόσοφος δεν εργάζεται παρά μόνο για τους άλλους φιλοσόφους και όχι για το ευρύ κοινό, που δεν μπορεί να αναρριχηθεί και να επιβιώσει στα υψίπεδα του πνεύματος. Ο φιλόσοφος, λοιπόν, από ένα σημείο κι έπειτα κινδυνεύει να χάσει την καθολική αξία των σκέψεών του. Οι σκέψεις αυτές που άλλοτε εξέφραζαν τις ανησυχίες του ανθρώπινου γένους, κάποτε συνιστούν σχολαστικές επισημάνσεις ανθρώπων που, πιστεύοντας ότι είναι φιλόσοφοι, ξέχασαν ότι είναι άνθρωποι.

Ο άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ να θυσιάζεται για τον φιλόσοφο, παρά μονάχα να συμπληρώνεται από αυτόν. Άνθρωπος σημαίνει αίσθηση καθήκοντος προς τον κάθε άνθρωπο. Σημαίνει επαγρύπνηση και σταθερή αναζήτηση όχι της ανώτατης σκέψης, αλλά της ανώτατης πράξης. Η πράξη αλλάζει τον κόσμο, φυσικά και η έκφραση μιας σκέψης, όχι, όμως, η σκέψη καθαυτή. Σε πολλές στιγμές της ζωής του ο άνθρωπος, και ιδιαίτερα ο περισπούδαστος, δελεάζεται από τις θέσεις εκείνες, τις υλικές ή πνευματικές, που θα του προσφέρουν όχι χρήμα, μα ασφάλεια και γενικευμένη αναγνώριση πως παράγει τάχα έργο άξιο κι αποδεκτό, ακόμη κι αν συχνά ο άνθρωπος δεν το κατανοεί. Εκείνος, όμως, δε θα φτάσει στην ηθική αρτίωση, γνωρίζοντας πως υπήρχε, και ακόμη υπάρχει, το κάτι παραπάνω που θα μπορούσε να κάνει, ώστε να εκτελέσει το χρέος του εντιμότερα. Βέβαια, η προσήλωση στον δύσβατο δρόμο της άξιας πλήρωσης της ζωής, απαιτεί αγωνιώδη προσπάθεια και κινδυνεύει συνεχώς από τον συμβιβασμό με το κοινωνικά εκτιμητέο και αποδεκτό, που αποκοιμίζει την ψυχή του ανθρώπου. Κατασιγάζει τη φλόγα που άλλοτε έκαιγε μέσα του για τα μεγάλα και τα δύσκολα. Το παράθυρο προς το αιώνιο κλείνει και η ανάγκη αποσοβεί τη δημιουργία.

Ο άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να αυτοπεριορίζεται σε ασφαλή κελύφη. Είναι ανάγκη να στοχεύει στην πραγματικά καθολική πράξη, όσο κι αν αυτή δεν του εξασφαλίζει τη σιγουριά, ακόμη και την ηθική εκτίμηση των γύρω του. Ο δρόμος αυτός θα είναι ποτισμένος από δάκρυα, από μοναξιά και αγνωμοσύνη, μα αυτά είναι το στέφανο του ασυμβίβαστου και αεικίνητου υπηρέτη της αλήθειας. Αυτό δε σημαίνει να απορρίπτει κάποιος τις σχέσεις που του προσφέρουν ισχύ και σεβασμό, αλλά επ’ ουδενί να μην τις κυνηγά για να ησυχάσει. Αυτοί που τις κυνηγούν για αυτόν τον λόγο και όχι για να παράξουν έργο δυσκολότερο, είναι εκείνοι που θα χρησιμοποιήσουν αθέμιτα μέσα για να τις αποκτήσουν. Διότι δε γνωρίζουν, ότι η υψηλότερη θέση συνιστά μονάχα υψηλότερη ευθύνη. Και την ευθύνη αυτή θα υπηρετήσει καλύτερα ο άριστος για τη θέση αυτή. Απέναντι στη χρησιμοθηρία ο ηθικός άνθρωπος δεν επιθυμεί να μετέλθει μέσα όμοια με αυτά που κατηγορεί, παρά μονάχα να σπείρει με τη ζωή του καρπούς που θα πληθύνουν και θα γεννήσουν ανθρώπους που θα ακολουθήσουν με θέρμη το παράδειγμά του, έως ότου το ήθος είναι το μόνο μέσο και ο άνθρωπος ο μόνος σκοπός.

Ακόμη κι αν κάποιος παραγκωνιστεί αδίκως, σε οποιοδήποτε κοινωνικό αγώνισμα, δεν πρέπει να αποθαρρυνθεί. Αντίθετα, μπορεί να καμαρώνει που δεν πρόδωσε το αγαθό που φωτίζει την κάθε του προσπάθεια. Μπορεί να είναι μονάχα ευγνώμων που από τη θέση που βρίσκεται τώρα, έστω και από αυτή τη χαμηλή, από αυτήν από την οποία δεν επιδίωξε αδίκως να ανελιχθεί, του δίδεται η ευλογία να μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Γιατί αυτή είναι η μεγαλύτερη ευλογία για τον άνθρωπο, να έχει τη δυνατότητα να θυσιάζει κάθε στιγμή τον εαυτό του προς όφελος του διπλανού του. Να βλέπει πως αυτά που έχει του αρκούν και του περισσεύουν, πως δίνοντας δε φτωχαίνει αυτός, παρά πως όλοι πλουτίζουν.

Επομένως, η φιλοσοφία παύει να είναι σπουδαίο έργο, όταν λαμβάνει μια ναρκισσιστική στάση αποστροφής από καθαυτόν τον άνθρωπο. Η πιο σπουδαία χαρά του πιο αληθινού φιλοσόφου είναι η βοήθεια που προσφέρει στον πιο μικρό, στον πιο κατατρεγμένο. Μέσα στην πράξη αυτή βρίσκει την πλήρωσή της κάθε φιλοσοφική σκέψη και κάθε δημιούργημα ανθρώπινο. Ο πραγματικός φίλος της σοφίας δεν είναι πρώτα φίλος της γνώσης, μα φίλος του ανθρώπου. Φιλόσοφος, λοιπόν, δεν είναι αυτός που σκέπτεται, αλλά αυτός που τη σκέψη του την κάνει ζωή του.