«Χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται».
– Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (;) (1821 – 1881)
Ενώ η φράση αυτή αποδίδεται στον μέγα Ρώσσο λογοτέχνη, στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο λέγεται μόνο περιφραστικά και κατά προσέγγιση δια στόματος ορισμένων χαρακτήρων στους Αδερφούς Καραμάζοφ (1879). Μάλλον ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (1905-1980) ήταν αυτός που έθεσε πρώτος, με κάποια αμηχανία, την απλοποιημένη και δημοφιλή αυτή της φράσης ως θεμέλιο λίθο και εναρκτήριο σημείο του Υπαρξισμού, για να υποδείξει τη δυσκολία της ευρέσεως πειστικών ιδιωτικών πηγών νοήματος.
Όπως πάρα πολλοί μνημειώδεις αφορισμοί, χαίρει κι ο συγκεκριμένος της άκρας δυστυχίας να κακοποιείται και να εργαλειοποιείται εν προκειμένω ως απλοϊκό θρησκευτικό-ηθικίστικο σλόγκαν: «Κάθε άνθρωπος που δε θρησκεύει (όπως εμείς) δε γνωρίζει κανέναν ηθικό φραγμό». Ελπίζω πως η ταπεινή πείρα σχεδόν κάθε ανθρώπου καθιστά μία τέτοια γενίκευση εν πολλοίς ανόητη.
Η ταπεινή αυτή πείρα, ωστόσο, μας πάει μάλλον κι ένα βήμα παρακάτω: σχεδόν όλοι γνωρίζουμε θρησκευτικούς υποκριτές, δηλαδή ανθρώπους οι οποίοι εσωτερικεύουν καθ’έξην το θρησκευτικό βίωμα ως οχύρωση του ναρκισσισμού τους, τηρώντας ψυχαναγκαστικά μία στεγνή ηθικοθρησκευτική μέθοδο, με απώτερο μύχιο σκοπό τόσο να δώσουν μεταφυσικό κύρος στην αυτοαναφορικότητά τους, όσο και να αστυνομεύσουν αποτελεσματικά τα ήθη των άλλων, αυτοδικαιωνώμενοι ως προς τα δικά τους.
Ο άνθρωπος έτσι δεν εκτείνει το χέρι του αναγνωρίζοντας εντός του κάποιο αδιέξοδο, δεν εξέρχεται από τη φίλαυτη πεπατημένη του για να εκζητήσει κάποια έξωθεν πηγή νοήματος και σοφίας, διακυβεύοντας το εγωιστικό του απόθεμα: αντ’αυτού, προτιμά να επινοήσει έναν δικό του ιδιωτικό Θεό μόνο για να τον υποτάξει στο ταπεινό διακόνημα της διατήρησης της δικής του ναρκισσικής ομοιόστασης.
Δεν είναι μάλιστα καθόλου συνετό να εξαιρέσει κανείς τον εαυτό του από την παραπάνω – ομολογουμένως βαριά – κατηγορία· την κατηγορία ότι ενσαρκώνουμε όλοι εκ περιτροπής τον βιβλικό ρόλο του μεγάλου αδερφού της παραβολής του Ασώτου Υιού, ή αυτόν του Φαρισαίου.
Ίσως ακόμα χειρότερη και πιο «ύπουλη» είναι η ασυνείδητη προβολή του υπαρξιακού μας τρόμου επάνω σε κάποιον εκστατικό και απαθή Θεό. Επί παραδείγματι, η έστω πρόσφατη ιστορικά στενή σχέση θρησκευτικών εγκλημάτων με το Ισλάμ έχει και θεολογική διάσταση και ερμηνεία εκτός από πολιτική, ως προς το ότι το Ισλάμ παραδοσιακά απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε ανθρωποπάθεια, ανθρωπομορφισμό και εν γένει ανθρώπινο ιδίωμα στον Θεό (μία τέτοια απόδοση θα ήταν “širk”, το βαρύτερο παράπτωμα στην Ισλαμική αμαρτιολογία). Έτσι, ο ανεικόνιστος, ακατάληπτος, νεφελώδης Θεός προστάζει, ως συμπαντικός χωροφύλακας – εισαγγελέας, κι ο άνθρωπος απλά υποτάσσεται, μη έχοντας στον υπαρξιακό του ορίζοντα πειστική εναλλακτική.
Κάθε «ανθρώπινης προελεύσεως» αντίρρηση σε ό,τι εντέλλεται ο πεισματικά «μη-ανθρώπινος» Θεός είναι ασυζητητί απορριπταία και εξόχως βλάσφημη, παρά το συχνά εξόφθαλμα παράλογο και απάνθρωπο της βουλής ενός τέτοιου Θεού.
Θα γενίκευα – ίσως τολμηρά – το αίτιο κάθε θρησκευτικής ασυδοσίας σε μία τέτοια κατάλληλη σύλληψη περί Θεού: ενός απρόσιτου, ιδεαλιστικού Θεού ο οποίος περιφρονεί τα ανθρώπινα και δεν υπεισέρχεται εντός τους παρα μόνο ελάχιστα – ίσως τόσο όσο χρειάζεται για να κατορθώσει να τα περιφρονήσει πιο αποτελεσματικά. Δεν έχουν ηθικό ή οντολογικό αντίκτυπο οι γενοκτονίες, οι φόνοι, οι βομβαρδισμοί, οι βιασμοί, οι συκοφαντίες, η ρητορική μίσους, η ηθική και κοινωνική εξόντωση του πλησίον μας· αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος Θεός να προστάξει και να ξεπλύνει τα παραπάνω – ένας Θεός «νόμιμης» προβολής της συνολικής ανθρώπινης εμπάθειας.
Κι αν λοιπόν χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται, άλλο τόσο επιτρέπονται όλα και με τον κατάλληλο Θεό. Η ανηθικότητα μάλιστα που απορρέει από την απόρριψη κάθε μεταφυσικοποίησης των ανθρώπινων πεπραγμένων είναι –θεωρώ- αισθητά πιο γνήσια και ειλικρινής από αυτήν που προκύπτει εκτελώντας το θέλημα κάποιου στριφνού, συμπλεγματικού, ανόητου, ακατάδεκτου, κι αναμφίβολα ανύπαρκτου θεού· ενός θεού πλασμένου μάλλον κατ’εικόναν και καθ’ομοίωσην των σκοτεινώτερων συστατικών της Συλλογικής Σκιάς.
Φιόντορ Μιχάιλοβιτς Ντοστογιέφσκι (1821 – 1881)
Σε μία προσπάθειά δικαίωσης της ρήσης του κεφαλαιώδους Ρώσου συγγραφέα από μια πεζή κι αφελή (ή και δημαγωγική) ανάγνωση της, θα έλεγα πως ο ίδιος μιλά από την περίοπτη θεολογική θέση ενός ανθρώπου με μακρόχρονους και οδυνηρούς τοκετούς Χριστιανικού βιώματος: του βιώματος που διατηρεί το δέος του απέναντι στην προοπτική της Ενσαρκώσεως του Λόγου, δια στόματος του Μέγα Αθανασίου: ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Πιστεύω πως ίσως αυτή είναι η βασικότερη ειδοποιός διαφορά της Ορθόδοξης θεολογίας από τις υπόλοιπες θεολογικές παραδόσεις, χριστιανικές και μη: ότι κρατά ακέραιο και στη μέγιστη δυνατή περιωπή το Ενσαρκωτικό της φρόνημα.
Είναι εκπληκτική η θέση ορισμένων ελλήνων πατέρων της Εκκλησίας το ότι μεταξύ άλλων, ο Νικόλαος Καβάσιλας κι ο Νικόδημος ο Αγιορείτης βεβαιώνουν πως η Ενσάρκωση όχι απλά δεν έγινε για την πτώση του ανθρώπου, αλλά είναι μάλιστα προηγούμενο και όχι επόμενο θέλημα του Θεού: όχι απλά θα ενσαρκωνόταν ανεξαρτήτως της πτώσεως, αλλά δημιούργησε τον κόσμο μόνο ώστε να γίνει ο ίδιος Του άνθρωπος και να ενωθεί με τον άνθρωπο και όλα τα κτίσματα (!).
Ο Θεός όχι απλά εικονίζεται, όχι απλά γνωρίζεται, όχι απλά «μείγνυται» του ανθρώπου (όπως αρνήθηκε ο Πλάτων στο κατώφλι μιας – μάλλον ατυχούς – στροφής στην πολιτική φιλοσοφία), αλλά αναλαμβάνει εκουσίως όλο το φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας, συμπεριλαμβανωμένων και των πιο οδυνηρών και ατιμωτικών της εκφάνσεων. Γι’αυτό κι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας ορίζει τις Ευαγγελικές εντολές ως «το ανθρώπινον του Θεού»· τον υπαρξιακό χώρο εντός του οποίου ο άνθρωπος απορροφά κατά χάριν θείες ιδιότητες. Εάν ο Θεός του Καβάσιλα, του Νικόδημου και του Ντοστογιέφσκι, «εντέλλεται» ταπείνωση, αγάπη ή πίστη, είναι επειδή μας γνωρίζει τα ιδιώματά Του·
πρώτος Εκείνος ταπεινώνεται, αγαπά και πιστεύει μέχρι τέλους στον άνθρωπο.
Κι όποτε ενδυόαμστε τον μανδύα του απάνθρωπου θρησκευτικού υποκριτή, του κατά φαντασίαν εκπροσώπου του Θεού, ξεχνάμε ότι ο Χριστός είναι ο πλέον ακατάλληλος Θεός στο να προβάλλει και να νομιμοποιεί κανείς τον ναρκισσισμό του· ότι είναι ο Θεός της ναρικισσικής κένωσης, της αναίτιας αγάπης, της εκούσιας θυσίας, της ανεξάντλητης δωρεάς και της απονενοημένης προσφοράς.
«Ο Θεός καλείται Φως, Αλήθεια, Αγάπη, Έλεος και πλήθος άλλων Ονομάτων. Τολμώ να προσθέσω· ο Θεός είναι Ταπείνωση.»
-Αγ. Σωφρόνιος του Έσσεξ (☩ 11 Ιουλίου 1993)
Τελικά χωρίς τον ακατάλληλο Θεό, χωρίς το ανθρώπινον του Θεού, ίσως πράγματι όλα να επιτρέπονται.
Σκιά: ονομάζεται στην αναλυτική ψυχολογία το κατώτερο τμήμα της προσωπικότητας, το άθροισμα όλων των προσωπικών και συλλογικών ψυχικών στοιχείων τα οποία, εξαιτίας της ασυμβατότητάς τους με την επιλεγμένη συνειδητή στάση, δεν εκφράζονται στη ζωή και επομένως ενώνονται σε μία σχετικά αυτόνομη «διχασμένη προσωπικότητα» με αντιθετικές τάσεις μέσα στο ασυνείδητο.
Id (= Εκείνο): μια συλλογική ονομασία για τις βιολογικές ανάγκες και ενορμήσεις του ατόμου. Λειτουργεί με την αρχή της ευχαρίστησης με απώτερο σκοπό (όπως υποδεικνύει και το όνομα) την απομάκρυνση του πόνου και την εκπλήρωση των ενστίκτων του ατόμου.
Παραπομπές:
Εικόνα άρθρου: Slavic Souls (“Crime and Punishment”), 1900 – Nicolae Vermont