“Η ζωή δε γίνεται ποτέ αφόρητη από τις περιστάσεις, αλλά μόνο από την έλλειψη νοήματος και σκοπού.

Victor Frankl (1905-1997)

 

Είναι μάλλον σαφές ότι το σύγχρονο lifestyle μας γαλουχεί από την παιδική μας ηλικία να σκεφτόμαστε, να σχεδιάζουμε και να ζούμε τη ζωή μας αυστηρά με όρους χαράς και λύπης.

 

Από πάντα θυμόμαστε τον εαυτό μας να ενθαρρύνεται να χαίρεται, να επιδίδεται σε ψυχοτεχνικά τρικ θετικής σκέψης, να συλλέγει ευχάριστες εμπειρίες, “να περνάει καλά”, να περικλείεται από και να εκπέμπει “θετική ενέργεια”, να κυνηγάει έως εμμονικά τα όνειρά του, να κάνει τη ζωή του όσο πιο άνετη, αβίαστη και “γεμάτη” γίνεται, και να απολαμβάνει κάθε στιγμή σα να είναι η τελευταία (φαίνεται ότι οι τελευταίες μας στιγμές είναι κατά τεκμήριο οι πλέον απολαυστικές).

 

Ασφαλώς τα παραπάνω συνοδεύονται και με την πάση θυσία αποφυγή των αντιθέτων τους: κάθε “αρνητικότητα” και “τοξικότητα” πρέπει να φεύγει κλοτσηδόν και ασυζητητί από τη ζωή μας μαζί με τους ανθρώπους που (νομίζουμε ότι) μας τα επιφέρουν. Η ζωή είναι “πολύ μικρή” για πίεση, για ζόρια, για “bad vibes”, για “αρνητικότητα” και δυσάρεστες εμπειρίες, όλα εκ των οποίων μάλλον θα μας ρωτήσουν πριν μας επισκεφθούν.

 

Τα πλέον προβεβλημένα πρότυπα του εν λόγω lifestyle και η σαρκωμένη εσχατολογία αυτής της νέας θρησκείας είναι άλλωστε οι λεγόμενοι celebrities, μία κλειστή, δυσθεώρητη κοινωνία ατσαλάκωτων ειδώλων που υπερίπταται σε ένα σύννεφο από μυθώδη κι ανεξάντλητη δόξα, αναγνωρισιμότητα, εμφανισιακή ομορφιά, επαγγελματική καταξίωση και χρήμα, σε όλα εκ των οποίων αποδίδεται σχεδόν μεταφυσική αίγλη: ένα χαρούμενο σύννεφο που πετά ταχύτατα, ξέγνοιαστα και ξεκούραστα πάνω από το ξηρό κι έρημο τερέν κάθε θλίψης. Το γιατί το σύγχρονο ισοδύναμο του γελωτοποιού – διασκεδαστή είναι ο επιδραστικότερος ανθρωπότυπος στον κόσμο τον τελευταίο αιώνα, και γενικότερα η εκτοξευμένη ανάγκη για διασκέδαση, είναι άλλο θέμα προβληματισμού.

 

Συχνά πυκνά ωστόσο, οι άνθρωποι σκεπτόμενοι και πράττωντας με τέτοιους μανιχαϊστικούς όρους χαράς (ναι) και λύπης (όχι), έρχονται αντιμέτωποι με ένα μπαράζ εξόχως παράδοξων και ανεξήγητων φαινομένων.

 

Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει οξείς προβληματισμούς και σοκαρισμένα σχόλια για κάποιον που “τα έχει όλα” (κυρίως χρήμα και κοινωνική καταξίωση), αλλά παρ’όλα αυτά φαίνεται να έχει καταθλιπτικές και αυτοκαταστροφικές τάσεις και εκδηλώσεις;

 

Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει πνευματώδη, κυνικά σχόλια περί του πόσο “αχάριστος” είναι ο άνθρωπος (γενικά), αφού είναι τόσο σύνηθες να επιθυμεί περιπαθώς κάτι, και μόλις το αποκτήσει, να παραμένει ανικανοποίητος και αμέσως να στρέφει την επιθυμία του σε κάτι άλλο;

 

Επίσης, πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει αίολα σλόγκαν του στυλ “το σκοτάδι είναι απαραίτητο, γιατί χωρίς αυτό δε θα βλέπαμε τα αστέρια”; Ασχέτως από το αν οι δυσκολίες (υπό προϋποθέσεις και ενίοτε) βοηθούν τον άνθρωπο να επανεκτιμήσει αξιακά κάποιες συνθήκες ή και το σύνολό της ζωής του, ο υπαινιγμός εδώ ποιός είναι;

 

Μάλλον ότι ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται. Αλλά όχι και πολύ γιατί μετά γίνεται αχάριστος, άρα πρέπει και να λυπάται. Αλλά όχι και πολύ πάλι – άλλωστε η χαρά είναι το ζητούμενο! Άρα μάλλον χρειάζεται μια νεφελώδης ισορροπία χαρμολύπης (ούτως ή άλλως αυτό δε συμβαίνει;) η οποία κι αυτή αν παραγίνει καταντάει ανιαρή, και (…), και καταλήγουμε κάπως έτσι με μια τσιρκοειδή, ασυνάρτητη “άλγεβρα χαράς” ανά χείρας, η οποία προτείνει όλες τις λύσεις – και άρα καμία.

 

Όταν μια ερώτηση φέρνει κακής ποιότητας, χαώδεις κι επισφαλείς απαντήσεις, τότε πρέπει να υποψιαστούμε πως είναι η λάθος ερώτηση, και πως πρέπει να την “προλάβουμε”, πηγαίνοντας ένα βήμα πίσω. Σε πολλά βιοηθικά διλήμματα, για παράδειγμα, μπορούμε (κάποιες φορές) μετά κόπων και βασάνων ίσα-ίσα να βρούμε μία απάντηση που ίσως είναι ελάχιστα και μόνο κατά μία στενή έννοια προτιμότερη από την άλλη· το κυριότερο δίδαγμα του διλήμματος, είναι ότι πρέπει να το αποφύγουμε. Εάν σε μία πανδημία βρεθούμε στη δεινή θέση να πρέπει να αποφασίσουμε ποιους θα αποκλείσουμε από τις ΜΕΘ, η πρώτη και καίρια διαπίστωση είναι η επιτακτική ανάγκη για περισσότερες ΜΕΘ ώστε να μην  ξαναβρεθούμε στη θέση έστω να θέσουμε ένα τέτοιο ερώτημα στο οποίο οι απαντήσεις είναι εν πολλοίς όλες λάθος.

 

Έχοντας εδώ να αποφασίσουμε ανάμεσα σε χαρές που είναι αδιέξοδες και τελικά μας λυπούν, σε λύπες που άλλες είναι αναπόφευκτες και άλλες είναι απαραίτητες (για να “επαληθεύσουν” τις χαρές), σε “μεσαίες” καταστάσεις, και σε όλη την κουραστικά πολύχρωμη περιπτωσιολογία που “προβλέπει” η σοφία του σύγχρονου lifestyle με το προτεινόμενο κυνήγι της ευτυχίας, μάλλον κάνουμε λάθος ερωτήσεις, και πολύ πριν καν να μας απασχολήσει η ευτυχία και η δυστυχία, πρέπει να εστιάσουμε σε κάτι άλλο.

 

Φαίνεται πως ο άνθρωπος δεν αποβλέπει εν τέλει ούτε σε χαρές, ούτε στο να αποφεύγει λύπες, ούτε στο να ακροβατεί αυθαιρέτως ανάμεσα στα δύο: σε κάθε χαρά, λύπη και ακροβασία, αναζητά πρώτα το νόημά τους.

 

Νόημα ενός πράγματος θα λέγαμε πως είναι ο σκοπός που συνέχει τα πολλά επιμέρους συστατικά – ιδιώματά του. Αυτό ασφαλώς σημαίνει ότι κάθε τι έχει μια ολόκληρη ιεραρχία πιθανών νοημάτων: ένα δέντρο είναι κορμός, κλαδιά και φύλλα, και το καθένα εξ’αυτών αποτελείται από άπειρες μικρότερες υποδιαιρέσεις, και αυτό φαίνεται να συνεχίζεται επ’ άπειρον.

Κάπως έτσι δεν ομαδοποιεί και δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα η ανθρώπινη συνείδηση; Ο πραγματικός κόσμος είναι εντελώς “εκρηκτικά” σύνθετος και περίπλοκος, με το μικρότερο πράγμα να μπορεί να αναλύεται περαιτέρω επ αόριστον. Ο άνθρωπος για να μπορέσει να πλοηγηθεί εντός του κόσμου, πρέπει να φτιάξει μια όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη “νοηματική χαρτογράφησή” του, γύρω από τις ανάγκες που έχει ο ίδιος· γύρω από το τί είναι πιο σκόπιμο, από το τί έχει περισσότερο ή λιγότερο νόημα γι’αυτόν.

 

Για ποιόν λόγο άραγε ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πρωτίστως ένα δέντρο, αντί για μία αρμαθιά από φύλλα, κλαδιά και κορμό, ή ένα τυχαίο τρισδιάστατο σχήμα, ή ένα μάτσο κύτταρα, ή οποιονδήποτε περαιτέρω κατακερματισμό; Ακριβώς επειδή το δέντρο τον θρέφει, του δίνει σκιά, τον ευχαριστεί αισθητικά, και εξυπηρετεί εν τέλει έναν εν πολλοίς κοινό σκοπό, πάνω στον οποίο βασίζεται η πρώτη του ταυτότητα ως δέντρου. Δευτερευόντως, και τα συστατικά αυτά του δέντρου έχουν -επόμενο- νόημα, γι’αυτό και τα ξεχωρίζουμε από μία μάζα κυττάρων, και ούτω καθεξής.

 

Ο μόνος τρόπος από ένα χάος άπειρων πολλαπλοτήτων να ξεπηδήσει μια ενιαία ταυτότητα, είναι οι πολλαπλότητες όλες μαζί αίφνις να αποκτήσουν ένα νόημα.

 

Έχοντας πει τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε ότι ίσως το νόημα είναι η κόλλα που συνέχει και ουσιαστικά αποτελεί τον κόσμο: όποτε αντιλαμβανόμαστε κάτι, είναι πάντα γύρω από έναν σκοπό, και δεν υπάρχει απολύτως καμία εντελώς αντικειμενική, δηλαδή άσκοπη αντίληψη της πραγματικότητας, όπως συνηθίζουμε να πιστεύουμε πχ. για τις “αντικειμενικές” περιγραφές της επιστήμης (ως παρθένο, άμωμο τοτέμ καθαρής αλήθειας), οι οποίες είναι κι αυτές με τη σειρά τους μία αφαίρεση και μοντελοποίηση του πραγματικού κόσμου που εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό.

 

Συχνά ακούμε κυνικές “επιστημονικοφανείς” τοποθετήσεις γύρω από τα ανθρώπινα τεκταινόμενα.

“Και τί είναι η ανθρώπινη σκέψη; Απλά ηλεκτρικό ρεύμα που περνά μέσα από το νευρικό μας σύστημα.”

“Και τί είναι ένα φιλί; Απλά ανταλλαγή σάλιου.”

“Και τί είναι όλο το σύμπαν; Απλά μία σούπα από ενέργεια και υποατομικά σωματίδια.”

και ούτω καθεξής.

 

Ωστόσο ένας τέτοιος τρόπος σκέψης είναι μια εντελώς αχρείαστη κι απονενοημένη “ένεση μηδενισμού”: το ότι πολλά συστατικά συνθέτουν μία ταυτότητα διά του σκοπού τους, είναι η πλέον θεμελιώδης, αξιωματική αρχή της ανθρώπινης εμπειρίας, χωρίς την οποία δεν υπάρχει καμιά απολύτως ουσιαστική πλοήγηση στον πραγματικό κόσμο.

 

Προφανώς και η διάσπαση οποιουδήποτε πράγματος στα επιμέρους του συστατικά το απονοηματοδοτεί και δεν είναι η “αντικειμενική” του περιγραφή όπως προσπαθεί να εννοηθεί – άλλωστε κάθε περιγραφή είναι δέσμια του σκοπού της.

Πριν, μετά και μαζί με τα λεπτόνια, τα quarks, την ενέργεια, ή ό,τι άλλο θέλουμε να προσθέσουμε από την τελευταία λέξη της επιστήμης, ο κόσμος όπως τον ξέρουμε, ως παράγωγο της ανθρώπινης συνείδησης (μόνο έτσι τον γνωρίζουμε άλλωστε), αποτελείται από νόημα, από ιεράρχηση σκοπών.

 

Αξίζει να αναφερθεί πως, το ότι η νοηματοδότηση του κόσμου είναι τελικά αυτή που τον κάνει να στέκεται, δε συνεπάγεται πως η πραγματικότητα είναι ένα αυθαίρετο προϊόν της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία έχει κι αυτή την ποικιλομορφία της. Πράγματι οι νοηματοδοτήσεις του κόσμου αποκλίνουν, ωστόσο όλοι αντιλαμβανόμαστε μεγέθη απέναντι στα οποία οι νοηματοδοτήσεις συγκλίνουν, πράγμα που καθιστά τη γλώσσα και την εμπειρία μας κοινή ως προς αυτά: για όλους το νερό σημαίνει (ίσως μεταξύ άλλων) ξεδίψασμα, δροσιά, πλύσιμο, κολύμπι, πνιγμό.

 

Ίσως όλα τα παραπάνω να είναι και ο λόγος που, πολύ προτού να ασχοληθεί με την πιθανότητα να “ζήσει καλά”, ο άνθρωπος επιζητά τον σκοπό που θα τον βαστάξει ακέραιο μέσα στις ετερόκλητες πολλαπλότητες που αποτελούν τον επιθυμητικό του κόσμο. Κατά ειρωνικό τρόπο, φαίνεται πως η μόνη σοβαρή πιθανότητα να “ζήσει καλά” είναι ως σχεδόν “καταλάθος” παράγωγο μιας ζωής με νόημα.

 

Όσο ο άνθρωπος συλλέγει ετερόκλητες, τυχαίες “χαρές”, είναι σαν αυτές να είναι μικρές σπίθες εδώ κι εκεί, οι οποίες ποτέ δεν ανάβουν φλόγα. Σε αυτό ίσως έγκειται και η εθιστικότητα κάθε χαράς χωρίς νόημα που προσφέρει πχ. ένας ηδονιστικός τρόπος ζωής: στην προσωρινή χαρά, που δίνει ακαριαία πρόγευση νοήματος, και στο απότομο γκρέμισμα αφ’ετέρου, που καθιστά επείγον το να θέλει κανείς να την ξαναδοκιμάσει.

 

Ο άνθρωπος του οποίου η επιθυμία συγκροτείται από έναν σκοπό, για τον οποίο και είναι αποφασισμένος να υποφέρει, χωρίς καν να σκέφτεται και να προσμένει κάποια χαρά και τρυφή, φαίνεται εν τέλει παραδόξως πολύ ευτυχισμένος εντός μίας κατα τ’άλλα έως και εξόχως θλιβερής ζωής. Οι μικρές χαρές ξαφνικά σημαίνουν κάτι, όπως και οι μεγάλες θλίψεις, οι οποίες ξαφνικά βαστάζονται με απροσδόκητα μεγάλη χάρη και αξιοπρέπεια – το άκρως ανάποδο απ’ό,τι θα περίμενε κανείς ελλείψει του νοήματος, όπου οι χαρές ακόμα και του πλέον ζηλευτού διαμετρήματος αθροίζονται σχεδόν στο μηδέν (όπως ένα μπαράζ από σπίθες που σβήνει στο χώμα), ενώ μικρές και τετριμμένες θλίψεις οδηγούν εύκολα σε απελπισία.

 

Στο δύσκολο ταξίδι εύρεσης νοήματος για τον εαυτό του, ο άνθρωπος, διαπιστώνοντας ότι έχει απορροφήσει εντός του έναν ολόκληρο κόσμο, αποκτά γρήγορα τη συναίσθηση πως το ζητούμενο νόημα πρέπει να βαστάξει και τον κόσμο και την επιθυμία του ανθρώπου γύρω από αυτόν.

 

Εάν λοιπόν ο άνθρωπος θέσει σαν έσχατη μέριμνα της ζωής του έναν σκοπό που δεν μπορεί να “κολλήσει” τις αληθινές του επιθυμίες, και επί της ουσίας όλον τον κόσμο εντός του, αμέσως έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της αποσύνθεσής του, και έχει σκηνοθετήσει την εγγυημένη μελλοντική του ανικανοποίηση – και εν τέλει, δυστυχία.

 

Σε αυτό το θαλασσόπνιγμα των άπειρων επιθυμιών, που η μία συμβολίζει και ταυτόχρονα καταστρατηγεί την άλλη, είναι απολύτως απαραίτητο να εντοπίσουμε το αληθινό τους για εμάς τέλμα, και να αφοσιωθούμε σε αυτό, αποφασισμένοι να πονέσουμε. Μόνο σε αυτό το μονοπάτι η ευτυχία θα είναι ο απρόσμενός μας συνοδοιπόρος, το κατάλυμά μας για τη νύχτα και ο προορισμός μας, που ουδέποτε μας καταδέχτηκε την επίσκεψη όταν άλλοτε τον ζητούσαμε τόσο απεγνωσμένα.