“Εὕροις δ´ ἂν ἐπιὼν πόλεις ἀτειχίστους, ἀγραμμάτους, ἀβασιλεύτους, ἀοίκους, ἀχρημάτους, νομίσματος μὴ δεομένας, ἀπείρους θεάτρων καὶ γυμνασίων· ἀνιέρου δὲ πόλεως καὶ ἀθέου, μὴ χρωμένης εὐχαῖς μηδ´ ὅρκοις μηδὲ μαντείαις μηδὲ θυσίαις ἐπ´ ἀγαθοῖς μηδ´ ἀποτροπαῖς κακῶν οὐδείς ἐστιν οὐδ´ ἔσται γεγονὼς θεατής·” -Πλούταρχος, ΠΡΟΣ ΚΩΛΩΤΗΝ.

(Σύντομη απόδοση: Μπορείς να βρεις πόλεις χωρίς τείχη, βασιλείς, χρήματα και άλλα πράγματα, αλλά πόλη χωρίς ιερά και Θεό δεν υπήρξε ποτέ κανείς που να είδε και ούτε θα υπάρξει ποτέ.)

 

 

Η σχέση ανθρώπου και Θεού έχει αναπόφευκτα απασχολήσει κατά καιρούς τον καθένα μας – πολλούς, από νεαρή κιόλας ηλικία. Θα λέγαμε, μάλιστα, πως πρόκειται για κάτι κατ΄εξοχήν υπαρξιακό, που δεν μπορεί να καλυφθεί με μια επιφανειακή πρώτη προσέγγιση (ήτοι την ανάγνωση 5-6 φιλοσοφικών βιβλίων), γιατί εν τέλει επηρεάζει κάθε έκφανση της ζωής μας.

 

Εμείς οι νέοι, εκτός από φορείς, είμαστε και μάρτυρες σχετικών προβληματισμών, αφού αφουγκραζόμαστε στις καθημερινές μας συναναστροφές άλλοτε την αποδοχή, άλλοτε την καχυποψία και άλλοτε την αρνητικότητα απέναντι σε αυτό που ονομάζουμε “Θεό” και, εμπράκτως, “Εκκλησία”.

 

Συγκεκριμένα, σκιαγραφώντας εμπειρικά και επιγραμματικά τους διάφορους τύπους νέων και το πώς ο καθένας αντιλαμβάνεται τη σχέση του με τον Θεό, βλέπουμε εν πρώτοις τον “άθεο” που προσπαθεί να πεισθεί και να πείσει για το ότι δεν υπάρχει κανένας Θεός, επιμένοντας με συνέπεια να συζητά με υπερβάλλοντα ζήλο για ένα θέμα κατά τα άλλα ανύπαρκτο (oh, the irony). Η εμμονή του αυτή, είναι πιθανώς κοινωνιολογικά δικαιολογήσιμη, αφού οι θρησκείες έχουν παίξει σημαίνοντα ρόλο στην ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Αλλά, στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει η κρίσιμη διάκριση μεταξύ “θρησκείας” και “πίστης”. Η μεν πρώτη, με βάση το εννοιολογικό πλαίσιο του σημερινού παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, γίνεται συχνά αντιληπτή σαν ένα απλό φιλοσοφικό ρεύμα ή ένας κώδικας ηθικών επιταγών. Η δε δεύτερη, όμως, με βάση την ορθόδοξη εμπειρία, είναι ένα βίωμα, μια ζώσα πραγματικότητα.

 

Στη συνέχεια, παρατηρούμε τον “αγνωστικιστή” που κάνει λόγο για μια… ανώτερη δύναμη, γενικά και αόριστα, αδυνατώντας να προσδιορίσει το πώς ακριβώς την αντιλαμβάνεται και πώς πραγματώνει την πίστη του σε αυτή. Τέλος, βλέπουμε τον “αδιάφορο”, που συνήθως αποτελεί και την πλειοψηφία στο περιβάλλον μας. Ο συγκεκριμένος, αντιμετωπίζει με φοβερή απάθεια (ή / και τυπολατρία) το θέμα, αφού θεωρεί τον Θεό κάτι υπαρκτό μεν, πολύ μακρινό δε, με το οποίο αξίζει να ασχοληθεί κανείς αφού συνταξιοδοτηθεί και δεν θα έχει και τίποτα καλύτερο να κάνει. Εξάλλου, θα σου πει, στα 20 πρέπει να χαρείς τη ζωή που απλώνεται μπροστά σου και όχι να… αναλωθείς στην Εκκλησία, εντός της οποίας ο μέσος όρος ηλικίας κάθε Κυριακή πρωί θα ‘ναι – δεν θα ‘ναι τα 60.

 

Επιπλέον, είναι γεγονός πως πολλοί νέοι γοητεύονται από τη στάση ζωής που περιλαμβάνει την “επανάσταση” σε κάθε μορφής αυθεντία. Η “αντίστασή” τους όμως αυτή, δεν γίνεται με μαχητικότητα, προβληματισμό, κατάθεση γνώμης και επιχειρήματα. Πρόκειται απλώς περί μιας επιπόλαιης αντιμετώπισης κορυφαίων υπαρξιακών ερωτημάτων, τα οποία μάλιστα ενίοτε δεν διστάζουν να θέσουν και στην ίδια μοίρα με τις ιδεολογικοπολιτικές τους πεποιθήσεις (!). Γι’ αυτό το φαινόμενο, βέβαια, ευθύνες πρέπει να αποδοθούν τόσο στο πολιτισμικό μας σύστημα όσο και στον αρρωστημένο υλισμό που χαρακτηρίζει την… ακμάζουσα εποχή μας.

 

Στον αντίποδα όλων των παραπάνω, προβάλλει η Ορθόδοξη ζωή, που περιλαμβάνει τόσο την εμπιστοσύνη στην οντότητα του Θεού, όσο και την επίγνωση του ποιος είναι Αυτός. Προϋπόθεση (και όχι επακόλουθο) αυτών, είναι το άνοιγμα στην Εκκλησία, δηλαδή στον Χριστό και στον πλησίον, με αγάπη και ελεημοσύνη. Οι πολλοί φυσικά δεν συγκινούνται, αφού αρκούνται στο να είναι καταναλωτές όσων ο κόσμος προβάλλει ως προϋποθέσεις της ευχαρίστησης. Τουναντίον, η έν-θεη πορεία απαιτεί κόπο, μελέτη, σκέψη, άποψη και προπάντων πόθο για πνευματική εξέλιξη, με προοπτική την εμπειρία ευχαριστίας, σε έναν κόσμο που ολοένα και περισσότερο γίνεται αγνώμων.

 

“…τῆς δ᾽ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκανἀθάνατοι· μακρὸς δὲ καὶ ὄρθιος οἶμος ἐς αὐτὴν

καὶ τρηχὺς τὸ πρῶτον· ἐπὴν δ᾽ εἰς ἄκρον ἵκηται,

ῥηιδίη δὴ ἔπειτα πέλει, χαλεπή περ ἐοῦσα.” – Ησίοδος, ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ

(Απόδοση: μπρος στην αρετή ιδρώτα βάλανε οι θεοί οι αθάνατοι. Μακριά κι απότομη η οδός γι’ αυτήν και στην αρχή τραχιά. Μα όταν φτάσεις στην κορφή, εύκολη γίνεται έπειτα, κι ας ήταν δύσκολη.)

 

 

Έτσι, οδηγούμαστε στη διαπίστωση πως η Εκκλησία από τη φύση της είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος των νέων, γιατί μπορεί με τον πιο ουσιαστικό τρόπο να πληρώσει τις υπαρξιακές μας αναζητήσεις, νοηματοδοτώντας εκ των πραγμάτων τη ζωή μας. Στην Εκκλησία ο άνθρωπος δεν στοχάζεται αόριστα για τον (όποιο) Θεό, δεν φιλοσοφεί αφηρημένα για την ύπαρξή Του, αλλά βιώνει εν σαρκί την παρουσία Του, γίνεται μέτοχος της Θείας Χάριτος. Με την υπερ-φυσική (και όχι μεταφυσική ή παραφυσική) εμπειρία της Ορθοδοξίας, ο πιστός συνειδητοποιεί πως η Εκκλησία είναι ένας χώρος δυναμικός και ζωντανός – ένας χώρος άθλησης. Το αγώνισμα, μέγιστο: Η μίμηση των Αγίων της Εκκλησίας μας, ο αγιασμός του προσώπου, η πλήρης καταξίωση της ύπαρξής του, η κατά χάριν θέωσή του!

 

Δυστυχώς, τα μυστηριώδη αυτά μεγαλεία ελάχιστοι τα αντιλαμβάνονται – και δη συνομήλικοί μας. Δημοφιλής είναι και η άποψη πως η Εκκλησία καλό είναι να υπάρχει για να κάνει φιλανθρωπίες ή να τηρεί έθιμα και παραδόσεις, αλλά η πίστη είναι προσωπική υπόθεση και δεν χρειάζεται να υπεισερχόμαστε σε λεπτομέρειες που δεν μας αφορούν. Άνθρωποι κατά τα άλλα σκεπτόμενοι και καλλιεργημένοι, αρνούνται την ταύτιση Θεού και Εκκλησίας, ωσάν να μπορούμε να αγαπήσουμε και να ενωθούμε με τον Θεό χωρίς να έχουμε εμπειρία Του, και επαναστατούν μέσα στην ανωριμότητά τους, θεωρώντας πως μπορούν να βρουν τον θησαυρό μακριά από την πνευματική ενότητα της Εκκλησίας.

 

Τελικά, το κρίσιμο είναι να αντιληφθούμε πως όλα αυτά είναι ένας αγώνας προσωπικής ελευθερίας και όχι πνευματική σκλαβιά, όπως επιμένουν να πιστεύουν όσοι δεν έχουν δοκιμάσει την εμπειρία της όντως ζωής. Διότι η αληθινά πνευματική ζωή δεν είναι μια εμμονή ή ένα «παζάρεμα» με τον Θεό για να μας ικανοποιήσει τα αιτήματά μας, αλλά μια διαδικασία καλλιέργειας προσωπικής σχέσης. Ποιο είναι το μέτρο και τα όρια του καθενός, εξαρτάται από τη δεκτικότητά του, και αυτή είναι και η μεγάλη μας πρόκληση.

 

Στο ψευδοδίλημμα, λοιπόν, που θέτουν πολλοί, “ελευθεριότητα ή αυστηρότητα”, απαντάμε με τη δυνατότητα της επιλογής που μας παρέχει ο Θεός. Που δίνει τα εφόδια στον άνθρωπο για να διαχειριστεί σωστά την ελευθερία του, χωρίς να τον αναγκάζει. Κι αν ο άνθρωπος αποφασίσει να επαναστατήσει, ο Θεός δέχεται κι αυτήν ακόμα την προσβολή, γιατί θέλει να οικοδομήσει μια ζωντανή, ώριμη σχέση.

 

Ο καθένας μας, άρα, έχει την επιλογή να απορρίψει τον Θεό ή ΕΛΕΥΘΕΡΑ να επιλέξει να τον εμπιστευτεί, αντιλαμβανόμενος πως το πρόσωπό του ορίζεται από το πού έχει στρέψει την ελευθερία του. Από το τί και ποιον αγαπά. Και όταν αντιληφθεί τί τον ορίζει, θα μπορέσει να αντιληφθεί και το ποιος είναι ο πλησίον του, αφού όσο κάποιος βρίσκεται με τον Θεό, άλλο τόσο βρίσκει και την αληθινή, αγαπητική σχέση με τον συνάνθρωπο.

 

Συνοψίζοντας, αυτό που καλούμαστε να κάνουμε είναι να επιλέξουμε ανάμεσα στην άνεση και στην αληθινή αναζήτηση, έχοντας πάντα κατά νου πως η Ορθοδοξία είναι ένα διαχρονικό και αιώνιο «Ἔρχου καί ἴδε!».

 

Ο Θεός μας λέει να σταματήσουμε και με θάρρος να κοιτάξουμε μέσα μας.

Όσοι το κάνουν, θα βρουν απαντήσεις.

 

“Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τὸν Θεὸ τότε ἔχουμε πολλὰ κακὰ ὡς ἐπακόλουθα. Ἡ ψυχὴ ἐγκαταλείπει τὸν Θεό, τὸ σῶμα ἐγκαταλείπει τὴν ψυχή, ἡ κτίση ὅλη – ἡ φύση ὅλη, ἐγκαταλείπει ἤ καὶ ἐπιτίθεται στὸ σῶμα καὶ στὸν ὅλο ἄνθρωπο. Τότε ἡ ψυχὴ ἀρρωσταίνει καὶ τὸ σῶμα ἀρρωσταίνει καὶ ἡ φύσις ὅλη ἀρρωσταίνει. Αἴρεται ἡ φρούρηση τοῦ Θεοῦ κατὰ θεία Δικαιοσύνη καὶ ἔχουμε τότε τὴν τραγικὴ εἰκόνα τῆς ἐρημώσεως εἴτε σὲ ἄνθρωπο μεμονωμένα, εἴτε σὲ πόλη, εἴτε σὲ χώρα ὁλόκληρη.” –Γέροντας Αθανάσιος Μυτιληναίος