Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
Στην αγορά στο Λαύριο
Είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά
Κι όλο φοβάμαι το αύριο
Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
Και μας κοιτάζουν με ματιά σαν κι αυτά
Όταν ξυπνούν στις δύο ή ώρα
Μια επαναστατική κατασκευή του ανθρώπινου χεριού είναι η σκάλα, η οποία χρησιμοποιείται για δύο λόγους: για άνοδο και για κάθοδο. Τα δε σκαλοπάτια έχουν συγκεκριμένη και ίση απόσταση μεταξύ τους, διότι το παραμικρό λάθος σχεδιασμού μπορεί να οδηγήσει σε ατυχήματα ή ακόμη και στον θάνατο. Το υλικό απ’το οποίο κατασκευάζεται μια σκάλα ποικίλλει. Μπορεί να είναι ξύλινη, μαρμάρινη και μεταλλική όσον αφορά τις σκάλες εδάφους και από σκοινιά όσον αφορά τις εναέριες ή τις θαλάσσιες. Οι σκάλες ενδέχεται να είναι είτε φορητές είτε σταθερές.
Για τη λέξη δάσκαλος από την άλλη υπάρχουν δύο εκδοχές για την ρίζα της. Η πρώτη και ισχυρότερη εκδοχή είναι το αρχαιοελληνικό ρήμα διδάσκω, το οποίο με την σειρά του προέρχεται από το θέμα δα- , που μαρτυρείται και με διπλασιασμένο ενεστώτα -σκω και έχει διασωθεί ως διδάσκω. Επίσης υπάρχει και το ενδεχόμενο της ινδοευρωπαϊκής ρίζας, η οποία σχετίζεται με τη λέξη δήνεα, που σημαίνει αυτός που κάνει θαύματα. Η δεύτερη εκδοχή εμπεριέχει την εξής θέση, πως η ρίζα της λέξης είναι το αρχαίο ελληνικό ρήμα δάω-δῶ, που σημαίνει φωτίζω.
«Να ‘σαι σκάλα δάσκαλε…».
Η παραπάνω φράση διεγείρει αναμνήσεις των εφηβικών και των παιδικών μας χρόνων, οι οποίες ενίοτε επιχειρούν να μας φανερώσουν το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από το ουσιαστικό δάσκαλος. Θαρρώ πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τουλάχιστον ένα όνομα δασκάλου χαραγμένο βαθιά στην καρδιά τους και το πρόσωπο του στην μνήμη τους, πληροφορία και εικόνα που δεν θα ξεχάσουν ίσως και ποτέ. Η ερώτηση «Ποιος είναι δάσκαλος;» θαρρώ πως μπορεί να απαντηθεί ακόμη και ενδόμυχα.
Στην ερώτηση όμως «Τί είναι δάσκαλος;» μπορούμε να απαντήσουμε πιο δύσκολα.
Σύμφωνα τις σύγχρονες, θεωρητικές και εκπαιδευτικές έρευνες το σχολείο πρέπει και οφείλει να αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας ενώ η σχολική γνώση της επιστημονικής. Η κοινωνία του σχολείου είναι ο κόσμος των δασκάλων και των μαθητών. Σε αυτόν ακριβώς τον κόσμο οι ρόλοι του δασκάλου είναι πολλαπλοί, πολύπλευροι και σχεδόν άγνωστοι. Επί της αρχής ο άνθρωπος που αποφασίζει συνειδητά και αμετάκλητα να ενασχοληθεί με ψυχές και δη παιδικές, επιτελεί λειτούργημα και δεν επαγγέλλεται απλά.
Η επιστήμη της διδασκαλικής και της καθηγητικής είναι η μοναδική που άπτεται ταυτοχρόνως και διαρκώς πολλών άλλων πεδίων και γνώσεων, αναφέροντας ενδεικτικώς: την παιδαγωγική, την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία, τις θεωρητικές και τις θετικές επιστήμες, τις ψυχοκινητικές, γνωστικές, συναισθηματικές, συμμετοχικές, τεχνικές και τεχνολογικές γνώσεις, τη γενική και ειδική αγωγή κ.ά.. Στο ελληνικό κράτος ένας δάσκαλος – καθηγητής πρέπει να έχει παρακολουθήσει και ολοκληρώσει με επιτυχία έναν τουλάχιστον κύκλο προπτυχιακών σπουδών, για να θεωρείται νόμιμος και αξιόπιστος. Μάλιστα, οφείλει να έχει κατοχυρωμένο τον τίτλο της παιδαγωγικής επάρκειας, ώστε να έχει το δικαίωμα να διδάξει. Φυσικά δεν πρέπει να υπολείπεται σε κανένα επίπεδο των γνωστικών πεδίων, που προϋποτίθενται για να υπηρετήσει ορθώς την επιστήμη του, γι’ αυτό και ο αγών ολοκλήρωσης κύκλων μεταπτυχιακών και ενδεχομένως διδακτορικών σπουδών και πρακτικών, αλλά και η κατάκτηση ποικίλων τίτλων επιμορφωτικών σεμιναρίων αποτελεί την πιο ασφαλή επιλογή.
Όλα όσα προαναφέρθηκαν πράγματι είναι τα απολύτως απαραίτητα για έναν άνθρωπο, ο οποίος πασχίζει και μερικές φορές καταλήγει να πάσχει, ώστε να αναχθεί και να αναδειχθεί σε άριστο γνώστη και υπηρέτη της επιστήμης του. Δεν είναι όμως μόνον αυτά.
Οι άνθρωποι που διδάσκουν και καθοδηγούν άλλους ανθρώπους είναι πολλά περισσότερα από ένα βιογραφικό, μερικά χαρτιά, τσουβάλια βιβλία, ένα άρωμα ναφθαλίνης, ένα ζευγάρι γυαλιά, μια κιμωλία, ένα διαγώνισμα, έναν βαθμό και από μία ταπεινή σύνταξη. Σε οποιαδήποτε εργασία το ποιόν του ανθρώπου επηρεάζει το επίπεδο παραγωγικότητας, αποτελεσματικότητας, εξέλιξης και επιτυχίας. Στη ζωή του δασκάλου η ιδιότητα του ανθρώπου είναι ολόκληρη η αλφάβητος. Η αιτιολογία αυτής της πρότασης κυοφορείται -λανθάνουσα τις περισσότερες φορές- στις ζωές των αμέτρητων παιδιών, οι οποίες περνάνε και θα περνάνε από τα χέρια τους.
Τα παιδιά από τη νηπιακή ηλικία είναι σε θέση να παρατηρούν τον περίγυρό τους, να γνωρίζουν τον κόσμο μέσω των αισθήσεων τους και να μιμούνται ανθρώπινες συμπεριφορές. Σταδιακά μαθαίνουν πως να εκφράζονται, πως να εξηγούν όσα νιώθουν, πως να μιλάνε και πως να συνδιαλέγονται με τους συνανθρώπους τους. Στα πλαίσιo της ανατροφής τους βέβαια συμπεριλαμβάνεται ο απογαλακτισμός, η ανεξαρτητοποίηση, η κοινωνικοποίηση και η συνύπαρξη. Στην εξελικτική αυτή πορεία συνοδοιπόροι και δεύτεροι γονείς είναι οι δάσκαλοι κι αργότερα οι καθηγητές, γεγονός που καθιστά το έργο τους όχι μόνο πιο απαιτητικό αλλά και πιο ριψοκίνδυνο, διότι η ευθύνη που αναλαμβάνουν για τους απογόνους του ανθρώπινου γένους συνήθως καταλήγει ή να τους επιρρίπτεται ή να τους αφαιρείται.
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
Μα ούτε και στους μεγάλους
Είναι καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
Πώς είμαι ασχημοπαπαγάλος
Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι
Και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
Όταν γυρνάς μέσα στην πόλη
«Τί είναι (ο) άνθρωπος;»
Πληθώρα απαντήσεων θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια ερμηνευτική ικανοποίηση. Η αλήθεια και η αυθεντία στην ουσία του ανθρώπου ερείδεται στο κατά πόσο έχει ἀνήρ ὤψ[1]. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδιαφέρει περισσότερο η αλληγορική σημασία της πρότασης παρά η κυριολεκτική της. Το πρόσωπο του δασκάλου λοιπόν πρέπει να εκπέμπει μονάχα αγάπη. «Ἒκτεινον τήν τῆς ἀγάπης σαγήνην, ἲνα μή τό χωλόν ἐκτραπή, ἰαθή δε μάλλον[2]», που σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση «σαγήνεψε τα παιδιά με την αγάπη σου, για να μην παρεκτραπείς από την κακία, αλλά να λυτρωθείς». Αν αυτό το συναίσθημα εκλείπει από τον ψυχικό κόσμο του διδάσκοντα, τότε δεν μπορεί να περπατήσει τον ανηφορικό και μετ’ εμποδίων δρόμο που του αναλογεί. Αν πάλι αποφασίσει να προχωρήσει ούτως ή άλλως σε αυτή την διαδρομή, τότε το πρόσωπο του θα αποτελεί πάντοτε ένα τερατώδες φόβητρο και η διαδρομή του θα είναι μοναχική και μίζερη.
Η αγάπη του διδασκάλου έχει δύο δέκτες άρρηκτα συνδεδεμένους μεταξύ τους, ο πρώτος είναι η επιστήμη του και ο δεύτερος είναι οι μαθητές. Εφόσον η ανθρωπολογική και ανθρώπινη προσέγγιση του είναι πιο σπάνια σε σχέση με την πανεπιστημιακή, θαρρώ πως σ’ αυτήν ακριβώς πρέπει να εμείνουμε.
Ἐν ἀρχῇ ἦν ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Η αγωγή διαφαίνεται μέσω της διάδρασης και της δραστηριοποίησης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Γι’ αυτό και ένας δάσκαλος – καθηγητής ἀεί μοχθεί να αγγίζει μια ατόφια συμπεριφορά στην καθημερινότητα του, πρώτον για να επωφεληθεί ψυχικά ο ίδιος και ύστερα για τα μάτια των άλλων. Αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται υπό συνεχή και στενή παρακολούθηση. Όλο και κάποιο ζευγάρι μάτια θα είναι καρφωμένο επάνω τους, παρατηρώντας και κρίνοντας τον τρόπο ομιλίας, το ντύσιμο μέχρι και το περπάτημα τους. Ο κόπος τους ανταμείβεται είτε φανερά είτε αφανώς, διότι «τούτο διδασκάλου ἀρίστου, τό δι’ ἑαυτού παιδεύειν ἃ λέγει[3]», δηλαδή το παράδειγμα της ζωής τους είναι το σημαντικότερο μάθημα που θα διδαχθούν ποτέ οι μαθητές τους. Ο άνθρωπος όπως προαναφέρθηκε είναι μιμητικό όν, επομένως τα παιδιά έχουν την τάση να αντιγράφουν κακέκτυπα και να υιοθετούν πρότυπα.
Εκείνο ακριβώς είναι το κομβικό σημείο στο οποίο ο καθηγητής – δάσκαλος οφείλει να ξεπεράσει το εγώ του αλλά και τις δυνάμεις του, ώστε να ἰνδάλλεται στους μαθητές του και να τους εμπνέει. Άλλωστε, ο Πλάτωνας έλεγε πως: «καλών τῶν διδασκάλων καλοί καί οἱ μαθηταί».
Η λέξη μαθητής έχει διπλή σημασία, είναι αυτός που παρακολουθεί άμεσα τα μαθήματα κάποιου και αποφοιτά, αν και εφόσον σημειώσει επιτυχία και από την άλλη είναι εκείνος ο οποίος μαθητεύει και αποφασίζει να συνεχίσει το έργο του διδασκάλου, σημειώνοντας όχι μονάχα επιτυχία σε γνωστικό επίπεδο αλλά κυρίως πρόοδο στη ζωή του. Όπως είχε αποφευχθεί και ο Μέγας στρατηλάτης: «Στους γονείς ὀφείλομεν το ζῆν, στους δε διδασκάλους το εὖ ζῆν[4]».
Η θαυμαστή διαδικασία της οικοδόμησης και της ανοικοδόμησης της γνώσης αλλά και η υπέροχη συναισθηματική διέγερση που κατακλύζει τον ψυχισμό του διδάσκοντα και του μαθητευόμενου είναι οι δεσμοί που καθιστούν αυτήν την σχέση αναντικατάστατη και ισχυρότατη. Αν και εφόσον οι πνευματικοί ταγοί συνειδητοποιήσουν πόσο σημαντική είναι η επιρροή τους στον δρόμο των νέων αλλά και το γεγονός πως πρέπει με σεβασμό πάντα να χαράσσουν τόσο την πορεία τους όσο και την ζωή τους, τότε το έργο τους μπορεί και να καταστεί ακόμη και θεάρεστο.
Ένας διδάσκαλος λοιπόν οφείλει απέναντι στον εαυτό του, στην επιστήμη του, τους προκατόχους και πάνω από όλα στον Θεό να διευρύνει τους πνευματικούς τους ορίζοντες πνέοντας φως ελευθερίας στα μυαλά των μαθητών του και να υποκλιθεί στο μεγαλείο της ψυχής τους, όταν κι εφόσον θα είναι ικανοί και έτοιμοι να τον ξεπεράσουν και να προχωρήσουν αναρριχόμενοι την πνευματική τους πορεία. Το έργο του είναι πρώτα να τους καταστήσει ανθρώπους κι ύστερα μαθητές· προτεραιότητα και φροντίδα πρέπει να δοθεί στην παιδική ψυχή και ύστερα να ακονιστεί ο εγκέφαλος με τα κατάλληλα εργαλεία, ώστε να μπορεί να σμιλέψει την ψυχή για να είναι πάντα καθαρή σαν τον ξάστερο ουρανό.
Οι δάσκαλοι είναι τα φώτα της πνευματικής καθίζησης των παίδων κι όσο αυτοί φωτίζουν, τότε το μέλλον του ανθρωπίνου γένους θα διαγράφεται πάντα λαμπρό.
Ιωάννης Ζαχαριάς, Νέος καλλιτέχνης (Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β’ Γυμνασίου)
(Κεραμικό παλιό αλφαβητάρι)
Παραπομπές
[1] Μτφρ.: ανθρώπινο πρόσωπο.
[2] Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
[3] Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
[4] Μέγας Αλέξανδρος (356-323 π.Χ.)
Πηγές – Βιβλιογραφία
- Η λέξη δάσκαλος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα δάω-δω, που σημαίνει φωτίζω
- Ορισμός: άνθρωπος
- Γνωμικά για τι διδασκαλία