«Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό, και αυτός που εξαιτίας της φύσης του και όχι εξαιτίας των περιστάσεων ζει εκτός πόλεως είναι είτε φαύλος είτε κάτι καλύτερο από άνθρωπος». Είμαι σίγουρος πως μόλις τελείωσε αυτήν την φράση του ο Αριστοτέλης, θα πήρε μια βαθιά ανάσα. Μια ανάσα για να μπορέσουν όλοι οι υπόλοιποι να χωρέσουν μέσα τους την τελευταία φράση…

Θα τους κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να τους πει με το βλέμμα του «Ναι, το εννοώ. Όχι, δεν είναι μεταφορά ή υπερβολή». Ίσως οι περισσότεροι να αντέδρασαν, να προβληματίστηκαν, να σιώπησαν.

Ποιος ; Καλά ποιος ανόητος θα έφευγε από την πόλη του; Ποιος θα απομακρυνόταν από τον κόσμο ; Ποιος θα κατέφευγε στις ερήμους ; Ποιος αλαφροΐσκιωτος θα στερούνταν την θαλπωρή του «Πώς είσαι ;», «Έλα να τα πούμε», την ομορφιά και την αξία της χειραψίας και του χαμόγελου.

Πράγματι, κανείς δεν μπορεί. Πλασμένος για μέτοχος της σχέσης, ο άνθρωπος, μοιάζει λειψός μόνος. Φαίνεται σαν καΐκι με ένα κουπί , που αγκομαχά λίγο να προχωρήσει ζωγραφίζοντας κύκλους στο νερό.

Ναι, πράγματι είναι ζωτικά αναγκαίο το άλλο μισό που ολοκληρώνει, το άλλο μισό που συμπληρώνει και γεμίζει.

Όμως φαίνεται πως και η σιωπή, η ιδιαίτερη ησυχία του τετ α τετ με τον εαυτό σου, κρύβει με επιμέλεια το δικό της μυστικό. Αυτά τα δευτερόλεπτα, οι μικρές ή μεγάλες στιγμές που βρίσκεσαι στο ίδιο δωμάτιο με σένα. Nαι, αυτή η άβολη στιγμή που μπορεί να προκαλεί ίσως και εκνευρισμό, ταραχή ή αναστάτωση κρύβει κάτι πολύ πολύτιμο, μια δυσεύρετη αλήθεια.

Η ησυχία έχει το χαρακτηριστικό να έλκει με μεγάλη ορμή σκέψεις και αλήθειες. Είναι το time out του αδιάκοπου αγώνα της καθημερινότητας, το pause απο τις καθημερινές μέριμνες ή ακόμα και από τον θόρυβο και την ένταση που δεν θέλουμε να αποχωριστούμε, γιατί θα μας φέρει ενώπιον των βυθισμένων προβλημάτων μας. Είναι το ημίχρονο που σε βρίσκει σκεπτικό στα αποδυτήρια αναμένοντας να κάνεις ένα καλύτερο δεύτερο ημίχρονο. Ερωτηματικά και απορίες για νόημα και ουσία όλων όσων επιχειρείς, αναδύονται ανεμπόδιστα στην επιφάνεια. Η σιωπή, η παύση χαρίζει την ευκαιρία στους μικρούς ψιθύρους να ακουστούν. Ψίθυροι που μπορεί να είναι πιο σημαντικοί από τους καθημερινούς θορύβους. “Γιατί ; Ποιος ο λόγος που έκανα αυτό, ποιος ο λόγος που ακόμα το κάνω ; Ήταν η σωστή επιλογή ; Και μετά ; Και τώρα ; ”. Μια καταιγίδα ουσιωδών ερωτημάτων ξεσπά και η ομπρέλα απουσιάζει…

Και έρχεται μετά τις τελευταίες ψιχάλες η ανάγκη για τον “άλλον”. Η ανάγκη να με ακούσει, να με δει, να μοιραστώ και να μου πει πόσο με έχει ανάγκη και αυτός, με ή χωρίς λόγια. Και πάλι να σμίξουμε στην αγκαλιά της παρουσίας του, στην θαλπωρή του άλλου μισού. Του άλλου μισού που λέγεται, φίλος, πατέρας, κόρη, κοπέλα. Που λέγεται άνθρωπος.

Είναι αλήθεια πως ποτέ κανείς δεν άντεξε πραγματικά μόνος για πολύ. Δεν πλαστήκαμε λειψοί. Όμως αυτή η μικρή “έρημος” της μοναξιάς, τα λίγα βήματα που διανύσαμε ή διανύουμε για λίγες στιγμές πάνω της, σίγουρα πρόσθεσαν μια ακόμα σελίδα στο βιβλίο της εμπειρίας μας, στον δρόμο για την γνώση του εαυτού μας.

Όλοι έχουμε ανάγκη για λίγη σιωπή.

Για την παύση της συναυλίας που θα ακουστεί το μουρμουρητό των σκέψεων μας.

Να ακούσουμε το κάτι άλλο που τόσο καιρό περίμενε στην αναμονή.

 

 

Όσο για αυτούς που έφυγαν για πάντα από την κοινωνία και δεν είναι τρελοί… δεν είναι μόνοι. Συνομιλούν με Έναν Άλλο που δεν μπορούμε εμείς απλώς να κατανοήσουμε, σε μια πορεία για να γίνουν αυτό το κάτι καλύτερο από άνθρωπο.

 

 

Η σιωπή είναι χρυσός

και μεις είμαστε

φτωχοί