Η ανθρώπινη εξέγερση, στις υψηλότερες και τραγικές μορφές της, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι παρά μια μακριά διαμαρτυρία ενάντια στον θάνατο, ένα λυσσαλέο κατηγορητήριο αυτής της μοίρας που διέπεται από τη γενικευμένη θανατική ποινή. Σε όλες τις περιπτώσεις που συναντήσαμε, κάθε φορά η διαμαρτυρία απευθύνεται σε οτιδήποτε είναι παραφωνία μέσα στην πλάση, αδιαφάνεια, διάσπαση συνέχειας. Πρόκειται, λοιπόν, στην ουσία για μιαν ατελείωτη διεκδίκηση ενότητας. Η άρνηση του θανάτου, η επιθυμία για διάρκεια και διαφάνεια είναι τα ελατήρια όλων αυτών των αξιοθαύμαστων ή παιδιάστικων εκδηλώσεων παραφροσύνης. Είναι, άραγε, μόνο η άτολμη και προσωπική άρνηση του θανάτου; Όχι, αφού πολλοί απ΄ αυτούς τους επαναστάτες πλήρωσαν ό,τι έπρεπε για να σταθούν στο ύψος των απαιτήσεών τους. Ο επαναστάτης δεν ζητά τη ζωή αλλά τους λόγους για να ζει. Απορρίπτει τις συνέπειες του θανάτου. Αν τίποτα δεν διαρκεί, τίποτα δεν δικαιολογείται, ό,τι πεθαίνει δεν έχει νόημα. Αγώνας ενάντια στο θάνατο σημαίνει διεκδίκηση του νοήματος της ζωής, σημαίνει πάλη για τον κανόνα και την ενότητα.

Η διαμαρτυρία ενάντια στο κακό που βρίσκεται στην ίδια την καρδιά της μεταφυσικής εξέγερσης έχει, απ΄ αυτή την άποψη, μεγάλη σημασία. Δεν σοκάρει τόσο ο πόνος του παιδιού, αυτός καθεαυτός,  όσο το γεγονός ότι ο πόνος αυτός δεν δικαιολογείται. Τελικά, ο πόνος, η εξορία, ο εγκλεισμός είναι μερικές φορές αποδεκτά, όταν η ιατρική ή η κοινή λογική μας πείθουν. Στα μάτια του επαναστάτη, αυτό που απουσιάζει από τον πόνο του κόσμου, όπως και από τις στιγμές ευτυχίας του, είναι ένας κανόνας που να εξηγεί. Η εξέγερση ενάντια στο κακό παραμένει, πρώτα απ΄ όλα, μια διεκδίκηση ενότητας. Στον κόσμο των θανατοποινιτών, στη θανάσιμη αδιαφάνεια της κατάστασής του, ο επαναστάτης αντιτάσσει ακατάπαυστα την απαίτησή του για οριστική ζωή και διαφάνεια. Δίχως να το αντιλαμβάνεται, αναζητά μια ηθική ή κάτι το ιερό. Η εξέγερση είναι ένας ασκητισμός, έστω και τυφλός. Ο επαναστάτης γίνεται τότε βλάσφημος γιατί ελπίζει στον νέο θεό. Κλονίζεται από το σοκ του πρώτου και του βαθύτερου από τα θρησκευτικά κινήματα, πρόκειται όμως για θρησκευτικό κίνημα που έχασε τις προσδοκίες του. Υψηλόφρων δεν είναι η ίδια η εξέγερση, αλλά αυτό που επιδιώκει, έστω και αν αυτό που τελικά πετυχαίνει παραμένει ακόμη ποταπό.

Θα έπρεπε τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε τι ποταπό πετυχαίνει η εξέγερση. Κάθε φορά που θεοποιεί την ολοκληρωτική άρνηση αυτού που είναι, το απόλυτο όχι, σκοτώνει. Κάθε φορά που δέχεται τυφλά αυτό που είναι και κραυγάζει το απόλυτο ναι, σκοτώνει. Το μίσος ενάντια στον Πλάστη μπορεί να μεταβληθεί σε μίσος ενάντια στην πλάση, ή σε αποκλειστική και προκλητική αγάπη γι΄ αυτό που είναι. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, καταλήγει στον φόνο και χάνει το δικαίωμα να λέγεται εξέγερση. Μπορεί να είμαστε μηδενιστές με δύο τρόπους, και κάθε φορά εξαιτίας της κατάχρησης του απολύτου. Υπάρχουν, κατά τα φαινόμενα, οι επαναστάτες που θέλουν να πεθάνουν και οι άλλοι που θέλουν να σκοτώσουν. Πρόκειται όμως για τους ίδιους, τους καίει ο πόθος για αληθινή ζωή και, στερημένοι απ΄ αυτήν, προτιμούν τότε τη γενικευμένη αδικία από την ακρωτηριασμένη δικαιοσύνη. Σε παρόμοιο βαθμό αγανάκτησης, η λογική καταντά μανία. […]

Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα αθανασίας, βέβαια για τη καταδίκη τους, αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Θεό. Αν είναι ψέμα να πούμε ότι από εκείνη την ημέρα άρχισε η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου, είναι επίσης ψέμα ότι τότε τελείωσε η τραγωδία του. Από εκείνη τη στιγμή, ο άνθρωπος αποφασίζει να απομακρυνθεί οριστικά από τη θεία χάρη και να ζήσει με τα μέσα που διαθέτει. […] Η κατάσταση πολιορκίας όμως γενικεύεται λίγο λίγο, η διεκδίκηση της ελευθερίας ζητά να γίνει γενικό προνόμιο. Πρέπει, λοιπόν, να κτιστεί το μοναδικό βασίλειο που ορθώνεται ενάντιο σ΄ εκείνο της θείας χάρης, το βασίλειο της δικαιοσύνης, και να συνενωθεί επιτέλους η ανθρώπινη κοινότητα στα ερείπια της θείας κοινότητας. Να σκοτώνει τον Θεό και να κτίζει μια Εκκλησία: αυτή είναι η σταθερή και αντιφατική κίνηση της εξέγερσης. Η απόλυτη ελευθερία μετατρέπεται τελικά σε φυλακή απόλυτων καθηκόντων, σ΄ έναν συλλογικό ασκητισμό, για να καταλήξει σε μια ιστορία. Ο 19ος αιώνας, αιώνας της εξέγερσης, απολήγει έτσι στον 20ο, αιώνα της ηθικής και της δικαιοσύνης, στον οποίο όλοι χτυπούν το στήθος τους. Ο Σαμφόρ, ηθικολόγος της εξέγερσης, είχε δώσει τον σωστό ορισμό: «Πρώτα να είμαστε δίκαιοι και μετά γενναιόδωροι, όπως πρώτα αποκτούμε πουκάμισα και μετά δαντέλες». Θα εγκαταλειφθεί, λοιπόν, η ηθική της πολυτελείας και θα αντικατασταθεί από τη τραχιά ηθική των οικοδόμων.

Πρέπει τώρα να προσεγγίσουμε τούτη τη σπασμωδική προσπάθεια για την κυριαρχία του κόσμο και για τον παναθρώπινο κανόνα. Έχουμε φτάσει στο σημείο όπου η εξέγερση, απορρίπτοντας κάθε υποδούλωση, πασχίζει να προσαρτήσει όλη την πλάση. Σε κάθε αποτυχία της, είδαμε ν΄ αναγγέλλεται η πολιτική και κατακτητική λύση. Από εδώ και στο εξής, θα κρατήσει από τα κεκτημένα της –εκτός από τον ηθικό μηδενισμό- και τη θέληση της ισχύος. Κανονικά, ο επαναστάτης ζητούσε μόνο να κατακτήσει το δικό του είναι και να το κρατήσει ακέραιο απέναντι στον Θεό. Χάνει όμως τη μνήμη της προέλευσής του και, διεπόμενος από τον νόμο ενός πνευματικού ιμπεριαλισμού, να τος που πορεύεται προς την κυριαρχία του κόσμου μέσα από αναρίθμητα εγκλήματα. Έδιωξε τον Θεό από τον ουρανό, αλλά, με το πνεύμα της μεταφυσικής εξέγερσης να έχει σμίξει τότε για τα καλά με το επαναστατικό κίνημα, η παράλογη διεκδίκηση της ελευθερίας θα οπλιστεί παραδόξως με τη λογική, μοναδική δύναμη κατάκτησης που θεωρεί καθαρά ανθρώπινη. Αφού ο Θεός πέθανε, απομένουν οι άνθρωποι, δηλαδή η ιστορία που πρέπει να κατανοηθεί και να δημιουργηθεί. Πάνω σε μια γη που γνωρίζει πλέον ότι είναι μόνη, χωρίς Θεό, ο άνθρωπος θα προσθέσει στα εγκλήματα του παραλόγου τα εγκλήματα της λογικής, καθ΄ οδόν προς τη βασιλεία των ανθρώπων. Στο «επαναστατώ, άρα υπάρχουμε» προσθέτει, αναλογιζόμενος θαυμαστά σχέδια, καθώς και τον θάνατο της ίδιας της εξέγερσης: «Και υπάρχουμε μόνοι».

 

Ο επαναστατημένος άνθρωπος, Αλμπέρ Καμύ, Εκδ. Πατάκη σελ.169-174