Η κοινωνία μας είναι εντυπωσιοκρατική. Κυβερνάται από τις εντυπώσεις.
Η ποζεριά καταντάει απαραίτητο πλεονέκτημα και η ταπεινότητα καθοριστικό μειονέκτημα. “Πρέπει να πουλάς τον εαυτό σου σωστά και να τραβάς συνεχώς τη προσοχή” διακηρύσσουν κάθε τόσο οι (no) life – coachers που όλο και αυξάνονται.
Ωστόσο μια κοινωνία με μοναδικό της κριτήριο τις εντυπώσεις, κάνει και την κενότητα μοναδικό της αποτέλεσμα. Όσο για τον φιγουρατζή, μακάρι να’ ξερε τι τον περιμένει.
Για να τα λέμε και όλα όμως, δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό. Πάντα οι άνθρωποι κρίναμε και βγάζαμε συμπεράσματα με βάση τα εξωτερικά γνωρίσματα κάποιου. “Έκοψα τη φάτσα του” λέμε πολλές φορές. Και λογικό είναι. Αν δεν ξέρουμε κάποιον, τα μόνα στοιχεία προς επεξεργασία και για να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα, είναι οι εντυπώσεις που μας δίνει αυτός ο κάποιος. Είναι ο πιο φυσιολογικός τρόπος να υποθέσουμε “τι καπνό φουμάρει”.
Όπως λέει και ο Robert Greene: “Οι άνθρωποι γύρω μας, ακόμη και οι πιο στενοί μας φίλοι, πάντα θα παραμένουν, μέχρις ενός σημείου, μυστηριώδεις και ανεξιχνίαστοι. Οι προσωπικότητές τους έχουν μυστικές πτυχές τις οποίες δεν αποκαλύπτουν ποτέ. Η ανικανότητά μας αυτή να τους γνωρίσουμε μπορεί να αποδειχτεί ενοχλητική, αν καθίσουμε και το σκεφτούμε, διότι δεν μας επιτρέπει να βγάλουμε συμπεράσματα. Έτσι προτιμάμε να αγνοούμε το γεγονός αυτό και να κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση τις εντυπώσεις που δημιουργούν, δηλαδή ανάλογα με αυτά που βλέπουμε – ρούχα, χειρονομίες, λόγια, πράξεις. Στον κοινωνικό τομέα, οι εντυπώσεις είναι το βαρόμετρο σχεδόν όλων των κρίσεών μας και δεν πρέπει ποτέ να παραπλανούμαστε και να πιστεύουμε το αντίθετο.”
Ο καθένας βλέπει αυτό που φαίνεσαι. Λίγοι καταλαβαίνουν αυτό που είσαι.
–Νικολό Μακιαβέλι
Αφού λοιπόν είναι κάτι εν μέρει φυσιολογικό και διαχρονικό, ποιό είναι το πρόβλημα;
Το πρόβλημα είναι ότι το παραξηλώσαμε. Εξηγώ.
Μέσα από τη μαστούρα του ναρκισσισμού μας – που ενισχύουν, όπως θα δούμε, τα social media, όπως ο αέρας τη φωτιά – κάναμε μοναδικό κριτήριό μας για να κρίνουμε έναν άνθρωπο, το πώς πλασάρεται.
Αυτό έχει δύο κύρια αποτελέσματα.
Το πρώτο είναι ότι αγνοούμε ταπεινούς ανθρώπους – χρυσωρυχεία ζωής που περνάνε απαρατήρητοι από δίπλα μας. Τους πραγματικά ταπεινούς, όχι τους ντροπαλούς που δεν εκφράζονται αλλά μέσα τους έχουν ιδεασμούς μεγαλείου και πιστεύουν ότι είναι πιο έξυπνοι από όλους. Παραπονιόμαστε εμείς τα “θύματα” πού πήγαν όλοι οι καλοί άνθρωποι, που δεν θα μας προδίδουν, που θα μας στέκονται στις δυσκολίες, που θα μπορούμε να κάνουμε μία ειλικρινή κουβέντα κτλ, ενώ ταυτόχρονα έχουμε μόνιμα στραμμένο το βλέμμα μας στους φωνακλάδες. Ας μην αναφερθούμε το γεγονός ότι δεν έχουμε τη πρόθεση ποτέ να γίνουμε εμείς αυτοί που συντρέχουν τους άλλους, αλλά μονάχα το απαιτούμε.
Δεν δημιουργούμε αληθινές σχέσεις, γιατί συνήθως οι άνθρωποι που είναι ικανοί για κάτι τέτοιο είναι ταπεινοί, και η δική μας μαγκιά και το coolness μας δεν ταιριάζει με αυτούς. Εμείς είμαστε το πρόβλημα.
Αγνοούμε επίσης ικανότατους ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή δεν φωνάζουν κάθε μέρα πόσο φοβεροί και επιτυχημένοι είναι. Σνομπάρουμε τα ουσιαστικά και ασχολούμαστε με τα φανταχτερά, κοντολογίς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σύγκριση που κάνει ο Κωστής Παπαγιώργης ανάμεσα στον … “κομπλεξικό” Παπαδιαμάντη και τον υπεργαμάτο Μαλρώ. Όπως γράφει: “Ως γνωστόν ο Παπαδιαμάντης -ο πιο σοβαρός άνδρας που έζησε σε αυτό τον τόπο- παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα του κομπλεξικού (ντροπαλός, δειλός μέχρι παρεξηγήσεως, άγευστος γυναικών, πένης και με εμφάνιση ζητιάνου – ούτε στην εφημερίδα που εργαζόταν δεν είχε το θάρρος να εισέλθει)” παρόλα αυτά “αυτός ο σκιαγμένος νησιώτης βρήκε μέσα του λίθους για να χτίσει κάποιο θεμέλιο για το ανερμάτιστο νεοελληνικό αίσθημα”. Και συνεχίζει: “Το αντίθετο παράδειγμα το βρίσκουμε στη ζωή του Αντρέ Μαλρώ. Συγγραφέας μεγάλου αναστήματος, λατρεμένος των γυναικών (από τις οποίες… ζούσε κιόλας), παράτολμος, οιηματίας που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του, του έλαχε να ζήσει στα ώριμα μια πρωτοφανή μεταστροφή. Όταν γνώρισε τον στρατηγό ντε Γκώλ -αυτός, ο ανθρωπογνώστης- κυριολεκτικά υποτάχθηκε σαν γυναικούλα. Λένε ότι κάθε περηφάνια ασυνειδήτως γυρεύει ένα ξένο κύρος για να υποταχθεί. Και ο Μαλρώ υποτάχθηκε.”
«Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» ( Ιακ. 4, 6· Α´ Πέτρ. 5, 5)
Το δεύτερο αποτέλεσμα της ποζέρικης ζωής μας, είναι ο εσωτερικός κοπανιστός αέρας με τον οποίο γεμίζουμε. Και ή ξεφουσκώνουμε ομαλά αν μυριστούμε σε τι χάλι βρισκόμαστε, είτε σκάμε σαν μπαλόνι.
Βλέπετε είναι λογικό, όταν καθημερινά προσπαθούμε να πείσουμε τον κόσμο (κατά βάθος ίσως τον εαυτό μας – σκεπτικό fake it till you make it), πόσο καταπληκτικοί, πόσο επιτυχημένοι, πόσο γκομενιάρηδες, πόσο έξυπνοι, πόσο δυναμικοί και πόσο ανεξάρτητοι είμαστε, να καταλήγουμε άδειοι από νόημα και σκλάβοι των άλλων (γιατί αυτοί μας δίνουν έναν εαυτό). Και προσπαθούμε και πολύ σκληρά, και έχουμε και τρανταχτά παραδείγματα.
Από το παθολογικό φαινόμενο των stories στο insta και την τακτική προσπάθειά μας επίδειξης τσέπης, επιτυχίας, “χαράς και ευτυχίας” ή και “ακτιβισμού” στην πιο σοφιστικέ μορφή της, μέχρι και την επίμονη ενασχόλησή μας με τη γλώσσα σώματος. Ή από την επαγγελματική ανάλυση του “πόσους ακολουθούμε και πόσοι μας ακολουθούν” μέχρι και τα βιντεάκια στο τικ τοκ που θέλουμε να δείξουμε πόσο bad boy ή bad bitch είμαστε. Ή ακόμα χειρότερα προσπαθώντας να δείξουμε πόσο “φιλάνθρωποι” και “καλοί” άνθρωποι είμαστε στον κόσμο. Και χωρίς τα κλασικά και χιλιοειπωμένα παραδείγματα του αριθμού των like ή της επίδειξης πλούτου μέσω των ρούχων ή των κοσμημάτων. Και η τραγική ειρωνεία ότι όλοι εμείς ισχυριζόμαστε ταυτόχρονα ότι δεν μας νοιάζει η γνώμη των άλλων. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα για άλλο κείμενο.
Ο καθένας μας ζει το δικό του σίριαλ προσπαθώντας να δικαιωθεί στα μάτια των άλλων ελπίζοντας να αυτοδικαιωθεί στα δικά του μετά. Βέβαια το ότι στην πραγματικότητα κανείς δεν ασχολείται με εμάς θα το μάθουμε αργότερα, όπως λέει ο φίλος μου ο Τσώρτσιλ.
Όταν είσαι 20 σε απασχολεί τι γνώμη έχουν όλοι οι άλλοι για σένα. Όταν είσαι 40 σταματάς να ενδιαφέρεσαι για τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για σένα. Και όταν είσαι 60 αντιλαμβάνεσαι ότι ποτέ κανένας δεν είχε καμιά γνώμη για σένα.
–Winston Churchill
Ξαφνικά λοιπόν, δεν είναι παράλογο που κάποια στιγμή σε όλους εμάς τους φιγουρατζήδες έρχεται ο λογαριασμός.
Κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε ότι οι πράξεις μας και τα οράματά μας δεν έχουν καμία αξία από μόνα τους. Μία καλή πράξη δεν έχει νόημα για μας, αν δεν μάθουν οι άλλοι για αυτή, για παράδειγμα, όσο και αν ισχυριζόμαστε το αντίθετο. Ίσως να έχει νόημα για να πιστέψουμε ότι είμαστε καλοί. Αλλά αυτή καθαυτή η πράξη τελικά ίσως να μην έχει αξία για μας. Δεν έχουμε εντός μας κάποιο αυτόφωτο ιδανικό που να μας καθοδηγεί.
Ξαφνικά, καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε αυτό που λέγαμε και νομίζαμε ότι ήμασταν. Αντιμετωπίζαμε ναρκισσιστικά τους άλλους, και μόνο αυτοί μας έδιναν ταυτότητα. Αν μας αφήσουν τώρα, δεν θα έχουμε αυτή την ταυτότητα. Η αυτοδικαίωσή μας εξαρτάται από το πώς μας αντιλαμβάνονται οι άλλοι, και εμείς τόσο καιρό πιστεύαμε ότι δεν έχουμε ανάγκη κανέναν. Αν αδιαφορήσουν για μας, οριακά παύουμε να υπάρχουμε.
Και έτσι ο ποζεράς καταλήγει στην απελπισία. Γιατί στα δύσκολα αποκαλύπτεται πόσο λίγος είναι – σε αντίθεση με τον ταπεινό που συνήθως μεγαλουργεί. Για αυτό λέμε ότι η περηφάνια είναι αυτό που προηγείται της πτώσης.
Ο ποζεράς όμως, δεν είναι μόνο ο “ζόρικος” κάγκουρας που έχει τη μουσική στη διαπασών και περνάει κάτω από το σπίτι σου, ούτε είναι μόνο ο τράπερ με τα χρυσαφικά, ούτε είναι μόνο η “σκληρή” με το τουπέ κοπελιά ή η “μοιραία”. Ο ποζεράς είναι μέσα μας και τρέφεται από την αλαζονεία μας. Και θα μας καταστρέψει αργά η γρήγορα. Και η σημερινή κοινωνία είναι έτσι δομημένη που αυτή την εσωτερική ερήμωση και καταστροφή στην κάνει υπερβολικά εύκολη, μέσα από τα social media, την ατομοκεντρική φιλοσοφία του σύγχρονου ανθρώπου και την αποθάρρυνση για κάθε πνευματικό ερέθισμα.
Μόνη λύση, η αντίσταση σε αυτή την κουλτούρα και σε αυτό το lifestyle από το οποίο όλοι πάσχουμε. Ας ξεκαβαλήσουμε το καλάμι πριν προσγειωθούμε απότομα, και αποδειχθεί ψυχολογικά μοιραίο. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της αυτοκριτικής και της αυτογνωσίας. Μέσω του πολέμου κατά του ναρκισσισμού μας. Γιατί αλλιώς αντί να έχουμε ταυτότητα, θα ζητάμε ταυτότητα από τους γύρω μας και θα προσπαθούμε συνεχώς να αποδείξουμε κάτι. Να ενδιαφερόμαστε για την πραγματική αξία των πραγμάτων. Να ενδιαφερόμαστε για την πραγματικότητα και όχι για το πώς θα θέλαμε να είναι τα πράγματα. Ο τρόπος ζωής μας και η συμπεριφορά μας να είναι αυθεντικοί. Οι πράξεις και οι στόχοι μας να είναι νοηματοδοτημένοι από κάτι ανώτερο, όπως ο Θεός, αντί από την απλή κοινωνική αποδοχή ή το προσωπικό περιτύλιγμα που αυτή μας προσφέρει. Έτσι και τα αποτελέσματα ή και οι προσπάθειές μας θα είναι νοηματοδοτημένα και θα αξίζουν κάτι παραπάνω από ένα απλό “μπράβο” των γύρω μας. Να κάνουμε το σωστό ασχέτως του αν μας το αναγνωρίζουν. Θα επιτελούμε ένα πολύ ανώτερο έργο και πολύ πιο αποφασισμένα μάλιστα. Esse quam videri λοιπόν.
῞Οταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου, ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ρύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. 3 σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, 4 ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. ” (Κατά Ματθαίον 6, 2-4)
-Όταν λοιπόν κάνεις ελεημοσύνη, μη σαλπίσεις μπροστά σου όπως ακριβώς κάνουν οι υποκριτές στις συναγωγές και στα δρομάκια, για να δοξαστούν από τους ανθρώπους. Αλήθεια σας λέω, έχουν πάρει πλήρως το μισθό τους. Εσύ, όμως, όταν κάνεις ελεημοσύνη, ας μη γνωρίζει το αριστερό σου τι κάνει το δεξί σου χέρι, για να γίνεται η ελεημοσύνη σου στα κρυφά και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά θα σου αποδώσει
Πηγές εικόνων