Όμως, να, ήμουν με την καλή πλευρά, κι αυτό αρκούσε για τη γαλήνη της συνείδησής μου. Το αίσθημα δικαίου, η ικανοποίηση να έχεις δίκιο, η χαρά της αυτοεκτίμησης, αγαπητέ κύριε, είναι ισχυρά ελατήρια για να μας κρατήσουν όρθιους και να μας κάνουν να πάμε μπροστά. Αν, αντίθετα, τα στερήσετε απ’ τους ανθρώπους, τους κάνετε λυσσασμένους σκύλους. […]

Αντλούσα χαρά απ’ την ίδια μου τη φύση, και όλοι γνωρίζουμε πως εκεί βρίσκεται η ευτυχία, αν και, για να καθησυχάζουμε αμοιβαία, μερικές φορές κάνουμε πως καταδικάζουμε αυτές τις απολαύσεις κάτω απ’ το όνομα του εγωισμού. Χαιρόμουν, τουλάχιστον, εκείνη την πλευρά της φύσης μου που ανταποκρινόταν τόσο τέλεια στα αιτήματα της χήρας και του ορφανού, ώστε, με την άσκηση, κατέληγε να κυριαρχεί σ’ όλη μου τη ζωή. Τρελαινόμουν, επί παραδείγματι, να βοηθώ τους τυφλούς να διασχίζουν τους δρόμους. Απ’ όσο μακριά κι αν έπαιρνα είδηση μπαστούνι να διστάζει στη γωνία κάποιου πεζοδρομίου, έτρεχα, μερικές φορές προλάβαινα στο δευτερόλεπτο το φιλάνθρωπο χέρι που ήδη απλωνόταν, αποσπούσα τον τυφλό από κάθε άλλη φροντίδα πλην της δικής μου, και με χέρι γλυκό και σταθερό τον οδηγούσα απ’ τη διάβαση, μέσ’ απ’ τα εμπόδια της κυκλοφορίας, προς το ήρεμο λιμάνι του πεζοδρομίου, όπου χωριζόμασταν με αμοιβαία συγκίνηση. […]

Το επάγγελμά μου, ευτυχώς, ικανοποιούσε αυτή μου την κλίση προς τις κορυφές. Μου αφαιρούσε κάθε πικρία για τον πλησίον μου, τον οποίο διαρκώς υποχρέωνα δίχως να του χρωστώ ποτέ τίποτα. Με τοποθετούσε υπεράνω του δικαστή, τον οποίο έκρινα με τη σειρά του, και υπεράνω του κατηγορουμένου που υποχρέωνα σε ευγνωμοσύνη. Ζυγιάστε, αγαπητέ κύριε, καλά το εξής: ζούσα ατιμωρητί. Καμία κρίση δε με αφορούσε, δε βρισκόμουν πάνω στη σκηνή του δικαστηρίου, αλλά κάπου στο βάθος, ψηλά, σαν τους θεούς που κατεβαίνουν πότε πότε με τη βοήθεια μιας μηχανής, για να μεταμορφώσουν τη δράση και να της δώσουν το νόημά της. Στο τέλος τέλος, το να ζεις ψηλότερα παραμένει ακόμη ο μόνος τρόπος να σε βλέπει και να σε χαιρετίζει η πλειοψηφία. […]

Μισό λεπτό, λίγο μετά το βράδυ που σας είπα, ανακάλυψα κάτι. Όποτε άφηνα έναν τυφλό στο πεζοδρόμιο όπου τον είχα βοηθήσει να φτάσει, τον χαιρετούσα. Αυτή η κίνηση του καπέλου δεν προοριζόταν προφανώς γι’ αυτόν, δεν μπορούσε να τη δει. Σε ποιον απευθυνόταν λοιπόν; Στο κοινό. Μετά το ρόλο, η υπόκλιση. Δεν ήταν κι άσχημα, έτσι; Μια άλλη μέρα, την ίδια εποχή, απάντησα σ’ έναν οδηγό που μ’ ευχαριστούσε για τη βοήθειά μου, πως κανείς δε θα ‘χε κάνει τόσα. Ήθελα να πω εννοείται, ο οποιοσδήποτε. Αλλά η ατυχής αυτή παραδρομή μου στάθηκε στην καρδιά. Στη μετριοφροσύνη ήμουν πραγματικά, αχτύπητος. […]

Κατηγορώ τον εαυτό μου, επί μακρόν και δια μακρών. Δεν είναι δύσκολο. Τώρα πια έχω μνήμη. Προσοχή όμως, δε με κατηγορώ χονδροειδώς, με δυνατά στηθοκοπήματα. Όχι, πλέω απαλά, πολλαπλασιάζω τις αποχρώσεις καθώς και τις παρεκβάσεις, προσαρμόζω εντέλει τα λόγια μου στον ακροατή, τον οδηγώ να πλειοδοτήσει. Αναμιγνύω ό,τι με αφορά και ό,τι αφορά τους άλλους. Παίρνω τα κοινά χαρακτηριστικά, τις εμπειρίες που έχουμε από κοινού υποφέρει, τις αδυναμίες που μοιραζόμαστε, τον καλό τόνο, τον άνθρωπο τελικά της εποχής, όπως ταλανίζεται μέσα σε μένα και μέσα στους άλλους. Μ’ αυτά φτιάχνω ένα πορτρέτο που είναι όλων και κανενός. Μια μάσκα εν συνόλω, που μοιάζει αρκετά με τις μάσκες του καρναβαλιού, πιστές και απλοποιημένες συγχρόνως, και που μπροστά τους λες: «Επ! κάπου τον έχω συναντήσει αυτόν!» Όταν τελειώνει το πορτρέτο, όπως απόψε, το δείχνω όλος θλίψη: «Ιδού, αλίμονο, τι είμαι!» Το κατηγορητήριο ολοκληρώνεται. Αλλά μονομιάς, το πορτρέτο που προβάλλω στους συγχρόνους μου γίνεται καθρέφτης.

Σκεπασμένος από στάχτες, τραβώντας αργά τα μαλλιά μου, με το πρόσωπο κομμάτια απ’ τα νύχια, μα το βλέμμα διαπεραστικό, στέκομαι μπροστά σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, ανακεφαλαιώνοντας τις ντροπές μου, δίχως να χάνω απ’ τα μάτια μου την αίσθηση που δημιουργώ και λέγοντας: «Ήμουν ο τελευταίος των τελευταίων». Ασυναίσθητα λοιπόν περνάω, μέσα στο λόγο μου, απ’ το «εγώ» στο «εμείς». Όταν φτάνω στο «να τι είμαστε», τελείωσε, μπορώ να τους πω τις αλήθειες τους. Είμαι, φυσικά, σαν αυτούς, στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Παρ’ όλ’ αυτά, διαθέτω μιαν υπεροχή, ότι το ξέρω, πράγμα που μου δίνει το δικαίωμα να μιλάω. Καταλαβαίνετε, είμαι σίγουρος, το πλεονέκτημα. Όσο περισσότερο κατηγορώ τον εαυτό μου, τόσο περισσότερο έχω το δικαίωμα να σας κρίνω. Ακόμη καλύτερα, σας προκαλώ να κρίνετε οι ίδιοι τον εαυτό σας, πράγμα που με ανακουφίζει άλλο τόσο.

 

 

Η Πτώση, Αμπέρ Καμύ, Εκδοσεις Γράμματα, σελ 21, 25, 42, 115