Δε χρειάζεται να μιλήσω για το πόσο αγαπούσα τη γιαγιά μου, φτάνει που το ήξερε η ίδια. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι την είχα παρεξηγήσει και όσο και αν αναγνώριζα την καλοσύνη και την αθωότητά της κάπου μέσα μου δίσταζα.

Ήρθε εκείνη η ώρα που θα ανεβαίναμε να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα στο σπίτι της.

Η γιαγιά δε μας άφησε κάποια χρηματική κληρονομιά. Γεγονός είναι ότι δεν κράταγε τίποτα για τον εαυτό της, οπότε δεν έμεινε και τίποτα αφού τη χάσαμε. Ακόμα και τα ρούχα της, τα τελευταία χρόνια, τα έχει δώσει σε εκείνους που έχουν ανάγκη. Η γιαγιά, όμως, μας άφησε μια πλούσια κληρονομιά από βιβλία και μια ακόμα μεγαλύτερη από αναμνήσεις και διδάγματα. Στο σπίτι αν κοιτάξεις γύρω, βλέπεις μόνο βιβλία, περιοδικά πνευματικού περιεχομένου και θρησκευτικές εικόνες. Αυτό, λοιπόν, που θαύμαζα στη γιαγιά ήταν πόσο απλός άνθρωπος ήταν, δεν ήθελε πολλά πράγματα για να είναι ευτυχισμένη. Ενώ θα μπορούσε να έχει περισσότερες ανέσεις, αυτό που προτιμούσε ήταν να έχει μια γωνίτσα να απλώνει το κορμί της, λίγο χώρο στο μπαλκόνι να έχει τα λουλούδια της, ένα τραπέζι να καθόμαστε να μας κερνάει, μια ντουλάπα για τα βιβλία της και τις εικόνες της γύρω γύρω. Η ολοκλήρωσή της ήταν να μας βλέπει όλους μαζί, τα τρία ζευγάρια των παιδιών της και τα εννιά εγγόνια της. Σήμα κατατεθέν της ήταν η ολιγάρκεια. Οι μόνες καταναλωτικές συνήθειες που επέτρεπε στον εαυτό της αφορούσαν το λάδι για το καντήλι και τα θυμιατά, τα βιβλία, τα δώρα σε εμάς. Επίσης σημαντικό στοιχείο της, και αρκετά αξιοθαύμαστο για μένα, ήταν η παντελής έλλειψη αυτοθαυμασμού. Ενώ ήταν τόσο όμορφη, ακόμα και στα γηρατειά, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την εμφάνισή της, ποτέ δεν ασχολήθηκε με την αποθέωση του ειδώλου της. Με λίγα λόγια, είχε απαξιώσει κάθε κοσμικό στοιχείο, έδινε βάση στην πνευματική καλλιέργεια, στην αναζήτηση της αλήθειας, αφιερωνόταν στο να ομορφαίνει εσωτερικά και τελικά αυτό θαύμαζε και ο καθένας σε εκείνη.

Πάνω στο τραπέζι έχουν αφήσει οι θείοι μου κάτι φωτογραφίες που βρήκαν σε κάποιο ντουλάπι χωμένες. Τις κοιτάω μία μία και καταλήγω σε δύο συγκεκριμένες που ήταν η γιαγιά αγκαλιά μαζί με δύο πρόσωπα, τα οποία στήριξε μέσω της φιλανθρωπίας και τα οποία κράτησε κοντά της για πάντα και από εκεί που είναι, ξέρω, πως θα τα προσέχει. Συνειδητοποιώ τότε ότι οι φωτογραφίες ήταν απλώς σε ένα ντουλάπι, λες και τις ξεχνούσε, αφού το να μοιράζεις ελπίδα, για τη γιαγιά μου, ήταν μια καθημερινή κατάσταση, η πραγματικότητα. Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες ήταν αποτύπωση αγάπης και όχι απλώς της γενναιοδωρίας. Αυτή ήταν σίγουρα πολύ καλύτερα αποτυπωμένη στις ψυχές των ανθρώπων αυτών.

Κοιτάζοντας λίγο καλύτερα το σπίτι, αντικρίζουμε σχεδόν παντού χαρτιά. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκουμε χειρόγραφα που ανέλυε τα πολιτικά, θεολογικά ζητήματα και κάποια άλλα ποιήματα, που έγραφε πιο παλιά, αφιερωμένα σε εμάς. Βρίσκω και ένα που είχε γράψει σε μένα και καθώς το διαβάζω, είναι σαν να ακούω τη φωνή της να τα λέει με αυτή τη βαθιά ευγνωμοσύνη και χαρά που ένιωθε που είχα γεννηθεί και είχε την πρώτη της εγγονή. Αμέσως τη σκέφτομαι να κάθεται στο κρεβάτι ένα βράδυ και, έχοντας ως κινητήριο δύναμη αυτήν την μεγάλη χαρά, να καταγράφει αυτά τα τρυφερά συναισθήματα που με αγγίζουν όσο τίποτα τόσα χρόνια μετά. Σκέφτομαι αυτή τη διακριτική φιγούρα της που εκείνη την ώρα δεν ήθελε να κατέβει στο σπίτι μας, να «μας ενοχλήσει», αλλά είχε την ανάγκη να αποτυπώσει κάπως το πόσο όμορφα ένιωθε. Αυτό κατάλαβα μέσα από το ποίημα της. Μετά είμαι σίγουρη ότι θα έκανε την προσευχή της και θα ευγνωμονούσε τον Θεό που την αξίωσε να δει εγγόνια και να τα έχει δίπλα της. «Έχω τρία καλά παιδιά ή μάλλον έξι καλά παιδιά, και εννιά καλά εγγονάκια, τι άλλο θέλω;», μου είχε πει ένα πρωί. Βρήκαμε και άλλα χειρόγραφα, από τα οποία συγκράτησα αυτό: «Να δείχνετε φιλευσπλαχνία και αγάπη σε κάθε άνθρωπον. Να μην αφήνετε την ελεημοσύνη, την συμπαράσταση, τον καλόν λόγον, τη σιωπηλήν παρουσίαν και προπαντός την προσευχή για τον συνάνθρωπο σας. Δεν δικαιωνόμαστε δι’ έργων ενώπιον του Θεού αλλά κυρίως εκ πίστεως». Αυτό μας άφησε σαν παρακαταθήκη. Σε λίγο ακούω τον θείο να λέει: «Η γιαγιά σου έχει διάσπαρτες παντού αποδείξεις από δωρεές. Σε κάθε σημείο βρίσκεις και μια». Το συγκλονιστικό είναι ότι πρώτη φορά απέκτησα εικόνα του μεγάλου φιλανθρωπικού της έργου, δεν είχε κανείς μας ιδέα πιο πριν πως είχε επιλέξει να διαχειριστεί το μεγαλύτερο ποσό των εσόδων της αλλά και τον χρόνο της με γνώμονα την αγάπη. Όλα αυτά ήρθαν για να διαψεύσουν οποιοδήποτε δισταγμό είχα για την αυθεντικότητα της γιαγιάς Καίτης.

Βλέπω την πολυθρόνα που καθόταν ενώ έτρωγε πασατέμπο και μιλούσε μαζί μου. Θυμάμαι πόσο είχε χαρεί όταν της είπα για την ιστοσελίδα που ετοιμάζουμε, όταν της είχα διαβάσει και το πρώτο μου κείμενο. «Μπράβο, Λινάκι μου, να ασχολείστε με αυτά. Εσείς θα αλλάξετε τον κόσμο.», έλεγε. Συλλογίζομαι και επαναφέρω στη μνήμη μου στιγμές από τις συζητήσεις μας. Όσο και αν είχα αντίρρηση, πάντα την άκουγα με προσοχή. «Μα γιατί τα σκοτώνουν τα παιδιά τους;», ήταν το παράπονο της κάθε φορά που άκουγε για εκτρώσεις. Δεν επιχειρηματολόγησε άλλο επί αυτού, αλλά επιχειρηματολόγησα εν μέρει εγώ για αυτήν λίγο καιρό μετά. Πολλοί τίθενται σε αυτό το θέμα “κατά”. Όμως, πρέπει να σημειωθεί πως ένα σημαντικό ποσοστό των ανθρώπων που προχωρούν στην απόφαση για έκτρωση δεν έχουν επιλογή, γιατί δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ή κάποιο στήριγμα. Το να έχεις μια άποψη επί του θέματος είναι εύκολο, το να κινητοποιείσαι για να «προστατεύσεις» την ιδεολογία σου είναι πιο δύσκολο ή μάλλον πιο σπάνιο. Υπάρχουν, λοιπόν, κάποιοι άνθρωποι, όπως και η γιαγιά μου, που ενώ δεν τοποθετούνται ευνοϊκώς απέναντι σε αυτό το ζήτημα, παράλληλα στηρίζουν ψυχικά και οικονομικά τις εγκαταλελειμμένες μητέρες, τις άπορες οικογένειες, για να μη προβούν σε αυτήν την απόφαση, αλλά και τα ορφανά και εγκαταλελειμμένα παιδιά. Γιατί πιστεύουν πραγματικά ότι η ζωή του εμβρύου, η ζωή του κάθε ανθρώπου έχει αξία και αυτήν θέλουν να προασπίσουν. Τι πιο γενναίο, τι πιο συμπονετικό! Ενώ οι υπόλοιποι άνθρωποι περιοριζόμαστε στο να ισχυροποιήσουμε τη θεωρία μας, όποια και να είναι αυτή, με κάθε λογής επιχειρήματα, η γιαγιά προσπαθεί να δώσει λύση όπως μπορούσε στο πρόβλημα με το μεγαλύτερο εγχείρημα, την ανιδιοτελή προσφορά.

Ήταν φοβερό πώς ένιωθε τον πόνο του άλλου. Δείγμα αυτής της ακόρεστης προσφοράς είναι άλλωστε το γεγονός ότι δεν έφυγε κανένα πρόσωπο που εκείνη βοήθησε από κοντά της. Τους είχε κάνει όλους οικογένειά της. Προσευχόταν για αυτούς. Η προσευχή είναι, εξάλλου, η μεγαλύτερη ένδειξη αγάπης αφού γίνεται κρυφά, είναι η βαθύτερη ανάγκη της ψυχής και στερείται υποκρισίας. Αυτός που προσεύχεται, ταπεινώνεται και θέτει τον εαυτό του ως υπεύθυνο για την αλλαγή του κόσμου. Και έτσι, πιστεύω, ένιωθε και η γιαγιά. Αυτό φάνηκε από τις πράξεις της. Προβληματιζόταν ξανά και ξανά με κάποια άσχημη είδηση. Αλλά είχε πίστη και αυτή την πίστη την έκανε διαβατήριο για να προσπαθήσει με αυτά τα μικρά βήματα να καλυτερέψει τον κόσμο. Είχε μια ανυπολόγιστη αγάπη για αυτόν, που τώρα μπορώ και διακρίνω. Πάντα φρόντιζε να συγχωράει, να ζητάει συγγνώμη και ας μην έφταιγε. Άλλωστε, τα δικά της λάθη ήταν τα πρώτα που αναγνώριζε και αυτό ήταν το σπουδαίο. Στα χειρόγραφά της έγραφε: «Συγχωρέσετε μου τυχόν λάθη. Ας με συγχωρήσει ο Θεός.»

Τελικά, είναι δύσκολο να αδειάζεις ένα σπίτι που για σένα είχε ταυτότητα, ανήκε πάντα σε ένα τόσο αγαπημένο πρόσωπο. Όμως είναι και συγκινητικό όταν ανακαλύπτεις μέσα από τους μικρούς «θησαυρούς», που εκείνος άφησε πίσω του, πόσα πράγματα δεν είχες δει σε αυτόν και τελικά αυτά είναι που λάμπουν. Αυτοί οι μικροί θησαυροί αποκαλύπτουν την ισχύ όλων των διδαγμάτων της γιαγιάκας. Από τους μικρούς θησαυρούς γνώρισα καλύτερα την γνησιότητα της ψυχής της, είδα καθαρά την φιλευσπλαχνία της, και τελικά ήταν πολύ πιο ψηλά από ότι ήξερα. Χωρίς να προβλέψει για αυτό, μου αποκάλυψε την αλήθεια της. Αν ήταν εδώ και της τα έλεγα αυτά, δε θα τα πίστευε. Θα χαιρόταν μόνο που την αγαπάω και την σκέφτομαι. Δεν ήξερε ούτε η ίδια πόσο «ψηλά» ήταν. Βέβαια, ούτε εγώ θα έγραφα κάτι για εκείνη πιο πριν πιθανά. Γιατί τώρα τη μαθαίνω τελικά, μέσα από αυτά που κράτησε κρυφά και δε διαλαλούσε. Τώρα μαθαίνω ότι ήταν η καλύτερη προσέγγιση της αγάπης και της ανιδιοτέλειας. Αν αμφέβαλλα για εκείνη, ήταν επειδή δεν μπορεί να καταλάβει το καχύποπτο μυαλό μου πώς μπορεί ένας άνθρωπος να είναι τόσο αθώος, να έχει τόση αγάπη, πώς είναι να ζεις χριστιανικά.

Η γιαγιά Κατερίνα είναι πολύ σπουδαία για μένα, είναι τελικά το πρότυπό μου. Ελπίζω ότι μέσα από το παράδειγμά της θα μπορέσω να γίνω και εγώ καλύτερη. Ελπίζω να υπάρξουν και άλλοι άνθρωποι τόσο «καθαροί» μέσα τους όσο η γιαγιά.

«Δεν ήσουν μάνα της Ελένης, του Δώρη και του Τάκη. Ήσουν μάνα για κάθε άνθρωπο στη γη που είχε κάποια ανάγκη.».

Αχ γιαγιάκα, είσαι ένα αστεράκι, όπως θα έλεγες και εσύ.

Τι άλλο να σου πω;

Να κατεβαίνεις πού και πού, από εκεί ψηλά που είσαι, στα όνειρά μου, να τα λέμε γιατί μου λείπεις.