Μα τι τίτλος είναι αυτός πάλι; Αρχίσαμε τα κλισέ για “καλό χειμώνα”; Ο νους πολλών είναι ακόμα στο καλοκαίρι, εφόσον οι περισσότεροι φοιτητές τώρα ξεκινούν και πάλι τη Σχολή τους. Ας μείνουμε για λίγο ακόμη εκεί, ας φανταστούμε ότι είναι και πάλι καλοκαίρι…
Είμαστε σε μία περίοδο παύσης της κύριας ενασχόλησης της ζωής μας, η οποία καταναλώνει εβδομαδιαία ίσως τον περισσότερο χρόνο μας. Αυτή η προσωρινή διακοπή αποτελεί μεγάλη ανακούφιση, καθώς ο μόχθος της χρονιάς που πέρασε μπορεί να ανταμειφθεί με μερικές ημέρες ανάπαυσης, ενδεχομένως και με κάποιο ταξίδι ή με θεατρικές παραστάσεις, με εκδρομές, με δραστηριότητες αναψυχής.
Είναι (ήταν, για να είμαστε ακριβείς) μία περίοδος «κίνησης», πάντως, σε κάθε περίπτωση. Ακόμη και η κολύμβηση στην θάλασσα ή η οδήγηση προς κάποιον προορισμό ή η ενασχόληση με κάποια άλλη αγαπημένη μας δραστηριότητα απαιτούν από εμάς να δαπανήσουμε ενέργεια. Πολύ συχνά, ειδικά όταν ταξιδεύουμε, είναι πιθανό – σωματικά τουλάχιστον – να κουραστούμε περισσότερο από ότι σε μία ημέρα, παραδείγματος χάριν, στο γραφείο μελετώντας.
Αν και πάλι καταναλώνουμε ενέργεια, λοιπόν, τότε γιατί θεωρούμε τις διακοπές αναζωογονητικές; Γιατί τις αποκαλούμε «διακοπές» και όχι «εργασία»; Γιατί φαίνονται – λίγο καιρό μετά την αρχή της νέας ακαδημαϊκής/εργασιακής χρονιάς – τόσο ελκυστικές; Γιατί είμαστε τόσο ενθουσιασμένοι να τελειώσουμε επιτέλους τη δουλειά και να φύγουμε, να ταξιδέψουμε σε κάποιο νησί, σε κάποιο χωριό ή έστω να αλλάξουμε παραστάσεις ακόμα κι εντός της πόλης;
Κρίνω πως η διαφορά έγκειται στο ύψιστο αγαθό της ελευθερίας. Συνίσταται στην άσκηση του δικαιώματος μας να διακόπτουμε την εργασία μας οικειοθελώς, ώστε αυτή να μην καταντήσει «δουλεία». Έτσι ώστε να επιλέξουμε πώς θέλουμε να περάσουμε τον χρόνο μας χωρίς αυστηρούς περιορισμούς, να αφοσιωθούμε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Η εργασία δεν είναι δουλειά
Ως εργασία νοείται «η ενέργεια του ρήματος εργάζομαι, η απασχόληση με ένα συγκεκριμένο έργο, η ανθρώπινη δραστηριότητα που αποσκοπεί στην παραγωγή ενός προϊόντος, υλικού ή πνευματικού» [1].
Με δυο λόγια, «εργάζομαι» σημαίνει «παράγω έργο». Αν το προσεγγίσουμε με όρους σχολικής Φυσικής, το έργο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος να εκφράσουμε ότι μεταφέρεται ή μετατρέπεται ενέργεια. Κατ’ αναλογία «εργάζομαι» σημαίνει αξιοποιώ τις γνώσεις, τα ταλέντα, τη δημιουργικότητά μου, τις δεξιότητες μου για να πετύχω έναν συγκεκριμένο σκοπό, ενώ το έργο καθαυτό δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό.
Ο όρος «εργασία» χρησιμοποιείται, άλλωστε, και στο Σύνταγμα (αρ. 22), το οποίο προσεκτικά αποφεύγει τη χρήση της λέξης «δουλειά». Ίσως επειδή σε μια Δημοκρατία, ιδανικά, δεν πρέπει να υπάρχει θέση για «δουλειά».
Η χρήση της πρώτης λέξης έναντι της δεύτερης έχει ουσιώδη υφολογική διαφορά. Όπως και διαφορετική αξία έχει να πεις «θα μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό;», παρά «φέρε μου ένα ποτήρι νερό». Μεταφέρουν το ίδιο μήνυμα, πλην όμως με άκρως διαφορετικό τρόπο, διαφορετικό ύφος· έτσι και η «δουλειά» εκφράζει την έννοια του έργου με διαφορετικό – θα έλεγα κακόσημο – τρόπο. «Είχα μια δύσκολη μέρα στη δουλειά», συνηθίζουμε να λέμε, όπως και «καλά αμειβόμενη θέση εργασίας», όχι «θέση δουλειάς». Αυτή τη διαφορά, καταδεικνύει και η ετυμολογική καταγωγή της λέξης.
Σύμφωνα με το «Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας» του Γ. Μπαμπινιώτη στο λήμμα «δουλειά» αναφέρεται:
«Η μετάβαση από τη σημασία “δουλεία, κατάσταση του δούλου” στη σημασία “εργασία”, από το δουλεία στο δουλειά, οφείλεται στην καταναγκαστική σκληρή εργασία που ανέθεταν στους δούλους. Έτσι, το δουλεία «σκλαβιά» στους μεσαιωνικούς χρόνους μεταπίπτει στο δουλειά “εργασία”. Ο μεταπαλασμός […] εξυπηρετεί, προφανώς, τη σημασιολογική διαφοροποίηση των δύο λέξεων. Αρχικά, το δουλειά σήμαινε βαριά, σκληρή εργασία, επιβαλλόμενη από άλλους, βαθμηδόν όμως πέρασε στη γενική έννοια τής εργασίας, ακόμη και της πνευματικής, ιδεολογικής κ.λπ.»
Η εργασία συνδράμει στην ηθική ικανοποίηση, εξυψώνει τον άνθρωπο υλικά και πνευματικά, ενώ η δουλειά μάλλον υποτιμητική ακούγεται. Εξάλλου, «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Kράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού» (αρ. 22 του Συντάγματος). Επειδή βέβαια η εργασία συχνά είναι κοπιαστική, είναι λογικό να τη θεωρούμε «δουλειά», πράγμα το οποίο ίσως και να επιβεβαιώνεται με τη γνωστή «κατάρα» της Γένεσης (κεφ. 3, στ. 19) «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου».
Η δουλειά, παρότι στις μέρες μας προσπερνάμε την ετυμολογική ιστορία του όρου, στην πραγματικότητα φαντάζει μάλλον διεκπεραιωτική απασχόληση, για να βγάλουμε τα προς το ζην. Είναι αδιαμφισβήτητα αξιοσέβαστη η προσπάθεια κάθε ανθρώπου να καλύψει τις υλικές ανάγκες της οικογένειάς του, αλλά δε θα έπρεπε να είναι αναγκαίο να έρχεται στη θέση που θα αντιμετωπίζει το έργο που παράγει ως δουλεία (συχνά με ευθύνη του εργοδότη).
Όταν η «δουλειά» είναι πραγματικά εργασία, είναι κατοχυρωμένη η ελευθερία σου και να…μην εργάζεσαι. Είναι δικαίωμά σου και να προσφέρεις έργο και να μην προσφέρεις έργο, σε ορισμένα χρονικά διαστήματα.
Όταν κανείς σέβεται την εργασία του, είναι ικανοποιημένος από αυτήν ηθικά, και νιώθει ότι καθίσταται χρήσιμος στο κοινωνικό σύνολο, τότε την αποκαλεί ακριβώς αυτό: εργασία! Δεν τη μειώνει ονομάζοντάς την «δουλειά», ούτε την απαξιώνει αποκαλώντας την απλώς «απασχόληση».
«Παιχνίδια με τις λέξεις παίζεις;» θα με ρωτήσετε, κι όχι άδικα. Δεν είναι πρόθεση μου να «παίξω» αλλά να αποσαφηνίσω το νόημα, και να εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου απέναντι στην υποτίμηση της εργασίας που παρατηρείται στις μέρες μας (μάλλον με ευθύνη κυρίως των εργοδοτών, αλλά δεν είναι αντικείμενο του παρόντος κειμένου, παρότι αποτελεί σημαντικότατο πρόβλημα).
Η εργασία οφείλει να προσφέρει το αίσθημα ότι κάνεις κάτι χρήσιμο με τη ζωή σου, ότι προσφέρεις στους γύρω σου και στην ευρύτερη κοινωνία. Οφείλει να λειτουργεί εξυψωτικά, και σε καμία περίπτωση σε βάρος των σημαντικών διαπροσωπικών μας σχέσεων. Είναι άξιος σεβασμού ο μόχθος μιας μητέρας ή ενός πατέρα να έχουν καλές απολαβές για να μπορέσουν να στηρίξουν, λόγου χάριν, οικονομικά τις σπουδές των παιδιών τους. Αυτό που πρέπει να αποφεύγεται είναι το άλλο άκρο, χαρακτηριστικό μιας συνειδητά ή ασυνείδητα αδιάφορης γενιάς, στην οποία ο άνθρωπος δεν επικοινωνεί με τον διπλανό του, με τα παιδιά του, τους γονείς του, απλώς και μόνο κυνηγώντας το χρήμα ή ικανοποιώντας τον εγωισμό κάποιας «πρωτιάς» ή απλώς επειδή ακολούθησε το «ρεύμα» της εποχής, ένα ρεύμα που τρέπει συστηματικά την εργασία σε «δουλειά».
«Μακάρι να είχαμε αυτό το πρόβλημα!» θα πείτε πολλοί εν μέσω οικονομικών προβλημάτων, πράγμα το οποίο συμμερίζομαι απόλυτα. Παρόλα αυτά, επειδή ζούμε σε μία άκρως ανταγωνιστική κοινωνία, και αρκετοί από το φοιτητικό μας κοινό πιθανόν θα το βιώνετε και στις σχολές σας, όπως και οι εργαζόμενοι στην εργασία σας, είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό, είναι σημαντικό να μεριμνούμε να μην «χάσουμε» τον εαυτό μας στα πλαίσια της επαγγελματικής εξειδίκευσης, των σπουδών, ή μίας κακώς εννοούμενης «αριστείας».
Με άλλα λόγια, αξίζει να επιχειρήσουμε να βλέπουμε τη ζωή με την οπτική ενός πιο ολοκληρωμένου ανθρώπου. Δηλαδή, με έμφαση στους αγαπημένους μας συνανθρώπους και στη γενικότερη καλλιέργεια της προσωπικότητας μας, κι όχι μονόπλευρα, παρότι αυτό συνήθως είναι απότοκο της επιταγής της εποχής για επαγγελματική εξειδίκευση. Στον βαθμό που μπορούμε, επομένως, καλούμαστε να αντιταχθούμε στο «ρεύμα» των καιρών.
“We work
to earn the right to work
to earn the right to give
ourselves the right to buy
ourselves the right to live
to earn the right to die”
Μετάφραση:
«Δουλεύουμε
για να αποκτήσουμε το δικαίωμα να δουλεύουμε
για να αποκτήσουμε το δικαίωμα να δώσουμε
στους εαυτούς μας το δικαίωμα να αγοράσουμε
στους εαυτούς μας το δικαίωμα να ζήσουμε
για να κερδίσουμε το δικαίωμα να πεθάνουμε»
– “The Fine Print” | The Outer Worlds Song by The Stupendium [2]
Άλλωστε, στο κείμενο της τέταρτης από τις δέκα εντολές στο Δευτερονόμιο [3] αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι το Σάββατο «αναπαύσηται ο παις σου και η παιδίσκη σου και το υποζύγιόν σου, ώσπερ και συ». Είναι σαφώς γνωστό ότι η εντολή δίνει μεγάλη αξία στην προσευχή, στην επικοινωνία με τον Θεό, αλλά επίσης δεν παραλείπει την αξία της ανάπαυσης. Με αυτόν τον τρόπο, τίθεται η βάση για την απαγόρευση της δουλείας και την εξασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία, διότι εξ ορισμού κανείς υπόδουλος δεν νοείται να ξεκουράζεται, πόσω μάλλον να έχει κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ανάπαυση. Ταυτόχρονα, εξασφαλίζεται ορισμένος χρόνος στον οποίο η οικογένεια μπορεί να περάσει χρόνο μαζί.
Δε διαφέρει πολύ η εμμονή στην δουλειά, στην επιδίωξη του πλούτου ή κάθε λογής «πρωτιάς», ειδικά όταν είναι σε βάρος των αγαπημένων μας ανθρώπων, από την πραγματική υποδούλωση. Όσο εύκολα οι ισχυροί κάθε εποχής υποδούλωναν τους υπηρέτες τους, τόσο εύκολα μπορούμε κι εμείς να καταστήσουμε τους εαυτούς μας υπόδουλους, αν δουλεύουμε ακατάπαυστα. Στη μία περίπτωση ο σκλάβος ήταν φτωχός κι εξαθλιωμένος, στην άλλη είναι πλούσιος ή «επιτυχημένος», πλην όμως σκλάβος, υπόδουλος του πλούτου ή της όποιας επιτυχίας του.
Φυσικά, δε σημαίνει ότι μερικές φορές δεν είναι απαραίτητο να θυσιάσουμε μέρος του ελεύθερου μας χρόνου για να επιτύχουμε έναν ανώτερο σκοπό, όπως κάναμε για να εισαχθούμε στο Πανεπιστήμιο ή για να περάσουμε τα μαθήματα της εξεταστικής ή για να αποταμιεύσουμε για χάρη της οικογένειάς μας. Ακόμη και σε εκείνες τις περιόδους, όμως, είναι χρέος μας να θυμόμαστε ότι είμαστε ελεύθεροι και ότι πραγματοποιούμε μια θυσία με ορισμένο στόχο.
“There’s room at the top they are telling you still
But first you must learn how to smile as you kill
If you want to be like the folks on the hill”
Μετάφραση:
«Υπάρχει χώρος στην κορυφή ακόμη, σου λένε
Αλλά πρώτα θα πρέπει να μάθεις πώς να χαμογελάς καθώς σκοτώνεις
Αν θέλεις να είσαι σαν τους τύπους πάνω στον λόφο»
– “Working Class Hero”, John Lennon [4]
Tι είμαστε πρόθυμοι, όμως, να θυσιάσουμε; Πού τραβάμε τη γραμμή; Με εξαίρεση τις – δυστυχώς συχνές – περιπτώσεις που αναγκαζόμαστε να εργαστούμε παραπάνω για λόγους επιβίωσης, πότε σταματάμε να υπονομεύουμε τη συνολικότερη ανάπτυξη της προσωπικότητας μας, πιθανόν και την ίδια μας την ευτυχία, επειδή μπορεί να κυνηγάμε μανιωδώς έναν στόχο;
Απ’ την άλλη πάλι, πολλές φορές – λόγω άρνησης να βιώσουμε ένα καθεστώς δουλείας/δουλειάς – δε θέτουμε κανέναν στόχο και μοιάζουμε με τους «μοιραίους» από το γνωστό ποίημα του Κ. Βάρναλη [5], σε μία σύγχρονη εκδοχή “burnout”. Σε κάθε περίπτωση αντιπροσωπεύουμε δύο διαφορετικές όψεις του ιδίου νομίσματος της ανελευθερίας, ταλανίζοντας, τελικά, τις ψυχές μας.
Στον βαθμό που είναι στο χέρι μας – ειδικά στα εργασιακά θέματα που συχνά διαπραγματευόμαστε από μειονεκτική θέση – πρέπει να φροντίζουμε να υπερβαίνουμε την αδράνεια, την αδιαφορία και, όσο υπάρχει, την αυτοκαταπίεση. Όσο μπορούμε, να κάνουμε τη «δουλειά» μας «εργασία», να τη βλέπουμε ως προσφορά, ως μιαν ευγενή δραστηριότητα, αλλά και να διεκδικούμε τη ζωή, την επαφή με τον Άλλο, με βάση τον οποίο νοηματοδοτείται πολύ συχνά η προσωπική μας ύπαρξη.
Αναφορές:
[1] https://el.wiktionary.org/wiki/εργασία
[2] Το τραγούδι “The fine print” θα το βρείτε εδώ.
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/Δέκα_εντολές
[4] Το τραγούδι “Working Class Hero” θα το βρείτε εδώ.
[5] Το ποίημα του Κ. Βάρναλη «Οι μοιραίοι» θα το βρείτε εδώ.
Πηγές εικόνων:
- Η 1η εικόνα προεπισκόπησης δημιουργήθηκε με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), https://designer.microsoft.com/image-creator
- Η 2η εικόνα (παραλία) λήφθηκε από εδώ.
- Η 3η εικόνα (αφίσα) του συγκροτήματος “The Stupendium” είναι μέρος του προωθητικού υλικού του τραγουδιού, το οποίο σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να ακούσετε, προσέχοντας τους στίχους του.