Πόσο περίπλοκες είναι οι ανθρώπινες σχέσεις! Ερωτικές, φιλικές, αλλά και απλές, καθημερινές επαφές με διαφόρους. Σπάνια «σχετιζόμαστε» με τους άλλους, δεν επι-κοινωνούμε πραγματικά. Συχνές συγκρούσεις, παρεξηγήσεις επιτηδευμένες και μη, «άβολες» συναντήσεις-όπως τις ονομάζουμε-, σχέσεις στις οποίες παρεμβαίνει ο εγωισμός, η ζήλια, καμιά φορά η αγένεια, η ανάγκη για αυτό-αναγνώριση, αποδοχή, ένταξη στο σύνολο αλλά και επιβολή, είναι αυτά που κυριαρχούν στη καθημερινότητά μας.
Αρκεί να παρατηρήσουμε τις καθημερινές μας αλληλεπιδράσεις με φίλους/ γνωστούς για να δούμε ότι, στη πραγματικότητα, δεν ακούμε τον άλλον ή μάλλον δε θέλουμε να τον ακούσουμε, δεν τον νιώθουμε, δεν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τη θέση του, ούτε τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτήν, τρέχουμε να παρερμηνεύσουμε κάποια συμπεριφορά ή να την ερμηνεύσουμε όπως εμείς θέλουμε, βρισκόμαστε σε μια σύγχυση λόγω της καχυποψίας μας, πιστεύουμε ότι κάθε παραίνεση του άλλου προς εμάς γίνεται από κακία και ζήλια. Αυτό που λείπει, λοιπόν, σε πρώτο βαθμό, από τη κοινωνία μας είναι η αγάπη. Επομένως, δε μπορεί να υπάρξει ενότητα και η αλληλεγγύη.
Η ενότητα απαιτεί ωριμότητα και καλλιέργεια του ανθρώπου, απαιτεί να «τα βρούμε με τον εαυτό μας» υπαρξιακά και οντολογικά. Όταν αντιληφθούμε την προσωπική μας αξία, θα σταματήσουμε να αισθανόμαστε μειονεκτικά και να αναζητάμε την αποδοχή και αναγνώριση από τους άλλους, θα αποβάλουμε τις ανασφάλειες που διαμορφώνουν τη καχυποψία και τον τακτικισμό, θα μπορούμε να σχετιζόμαστε με κάθε άνθρωπο και να θεμελιώσουμε τις σχέσεις μας πάνω στο σεβασμό και την κατανόηση.
Άλλες φορές, ακόμα και σε έναν απλό διάλογο με κάποιον, βλέπουμε πως μας «παίρνει» να ξεσπάσουμε σε εκείνον ή να απαιτήσουμε κάτι επειδή τυχαίνει να είναι πιο ευγενικός και παραχωρητικός. Σε μια πιο παθολογική μορφή της τάσης μας για υπεροχή, προσπαθούμε να ψυχολογήσουμε τον άλλον, όχι για να τον γνωρίσουμε καλύτερα και να τον προσεγγίσουμε, αλλά για να τον χειριστούμε έμμεσα, να μπορεί «να μας υπηρετήσει», απορρίπτοντας κάθε στοιχείο τιμιότητας και αλήθειας στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αποκαλύπτεται, έτσι, η ανάγκη για άσκηση εξουσίας στο διπλανό μας και αυτό δεν επιτρέπει την αληθινή επικοινωνία.
Αξίζει να δούμε ότι, τελικά, η μεγαλύτερη δύναμη είναι η διακονία του άλλου, η ταπεινότητα, η διάθεση εγώ να τον «υπηρετήσω». «”ὁ θέλων πρῶτος εἶναι, ἔστω ἔσχατος, ὁ δεσπότης, ὡς ὁ διάκονος·”… Είναι μια ανατροπή οντολογική όχι ηθικολογική.»(1). Αυτή είναι που καταρρίπτει τη διάθεση για υπεροχή η οποία φέρνει τις πνευματικές και διαπροσωπικές συγκρούσεις, αυτή που διαμορφώνει έναν ελεύθερο άνθρωπο, απαλλαγμένο από φιλοδοξίες, κυνήγι της προσωπικής ανάδειξης και επιβολής, ο οποίος μπορεί να δημιουργήσει αληθινές σχέσεις.
Ίσως ακόμη, ασυνείδητα, πολλές φορές, απαιτούμε κυρίως την αγάπη του άλλου. Επιθυμούμε να πονάει αυτός για εμάς, μας αρέσει να νιώθουμε σημαντικοί για εκείνον. Μας κυριαρχεί, ακόμα, ο φόβος της προδοσίας, δεν εμπιστευόμαστε, δεν επενδύουμε για να μη το μετανιώσουμε. Αυτό συμβαίνει όταν παρεμβαίνει ο εγωισμός και, σαν αποτέλεσμα, αλλοιώνεται η έννοια της εμπιστοσύνης.
Στην πραγματικότητα, όμως, η αγάπη είναι «να πονάς εσύ και να αναπαύεις τον άλλον, να τον κάνεις να έχει την ασφάλεια της αγάπης σου»(2) ενώ η πραγματική ένδειξη σεβασμού είναι να δεχτούμε ακόμα και να μας προδώσει εκείνος, σχέση θεμελιωμένη στην εμπιστοσύνη αλλά και στην ελευθερία.
Δεν κάνουμε, πλέον, σχέσεις για να μοιραστούμε στιγμές, να δημιουργήσουμε, να γαληνεύσουμε, να νιώσουμε αυτή τη ζεστασιά της συντροφικότητας, να «ολοκληρωθούμε». Η κοινωνικοποίηση πολλές φορές γίνεται αυτοσκοπός, αναζητούμε την αποδοχή και την επιβεβαίωση. Τι είναι αυτό που μας φοβίζει όταν βρισκόμαστε, για παράδειγμα, σε νέες παρέες, γιατί αισθανόμαστε άβολα και τελικά δε μας αρέσει και πολύ που μας «τυχαίνει κάτι τέτοιο»;
Πιστεύω, λοιπόν, ότι θέλουμε τόσο πολύ να αρέσουμε στις νέες αυτές παρέες, να αυτόαναδειχθούμε ως ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, να κερδίσουμε την πρώτη εντύπωση, που τελικά δεν μπορούμε να κοινωνικοποιηθούμε πραγματικά, ίσως πλέον δεν μας νοιάζει τόσο να «ξανανιώσουμε» σε κάποια συντροφιά ανθρώπων, να ανταλλάξουμε απόψεις και εμπειρίες έστω για λίγο. Φοράμε ένα προσωπείο που έχουμε φτιάξει για τον εαυτό μας και το οποίο μας περιορίζει αφάνταστα και τελικά δε μπορούμε να ανοιχτούμε, να τον «ελευθερώσουμε» λόγω του άγχους να αναδειχθούμε, να αποδείξουμε ότι μπορούμε να ανήκουμε στην παρέα ή μάλλον να ανήκουμε παντού. Γι΄ αυτό άλλωστε μας ενοχλεί τόσο να μη βρίσκουμε τι να πούμε, να στεκόμαστε χωρίς να μιλάμε. Είναι μια κατάσταση που μας λέει ότι τελικά δεν είμαστε «η φοβερή, ενδιαφέρουσα παρέα» για κάποιον που μπορεί να μιλάει με όλους και να αρέσει σε όλους.
Αναλωνόμαστε σε επιφανειακές σχέσεις, ψάχνουμε τρόπο να αποφύγουμε τη μοναξιά και να μπορούμε να διασκεδάζουμε κάθε στιγμή. «Οι περισσότεροι νέοι σήμερα πορεύονται μάλλον άσκοπα, χωρίς ουσιαστικούς στόχους για το μέλλον που να ξεπερνούν την απλή καλοπέραση. Το πρόβλημα είναι ότι ούτε η ίδια η αναζήτηση της αλήθειας, του νοήματος της ζωής, δεν φαίνεται να τους απασχολεί. Η ύπαρξη του Θεού τους αφήνει μάλλον αδιάφορους ή είναι επικίνδυνη αφού δύναται να γκρεμίσει την κοσμοθεωρία που ακολουθεί ο καθένας και να τον καταστήσει υπόλογο των πράξεων του. Ως αποτέλεσμα έχουν μάθει να ζουν μόνο για το τώρα, για να περάσουν καλά στη στιγμή, αφού αναιρώντας την έννοια του παραδείσου, της αιωνιότητας, η ζωή γίνεται παροδική, τελειώνει με τον θάνατο οριστικά. Η διάρκεια, επομένως, δεν έχει αξία αφού και η ίδια η ζωή κάποτε τελειώνει.»(3).
Ακριβώς αυτή η ατέρμονη ανάγκη να «περάσω καλά» έχει αποτελέσει τόσο μεγάλη προτεραιότητα στη ζωή μας, που κάποιες φορές δε μπορούμε να ανεχτούμε να μην περνάμε καλά. Αν γίνει αυτό, απλώς αισθανόμαστε ένα ψυχικό κενό που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε, καθώς η ζωή μας ορίζεται πια με βάση τη διασκέδαση και η ευτυχία βρίσκεται εκεί ακριβώς. Οι ανθρώπινες σχέσεις αλλά και τα βαθύτερα νοήματα της ζωής δεν έχουν να μας προσφέρουν τίποτα.
Όλα αυτά δείχνουν πως δεν έχουμε αντιληφθεί ότι η μεγαλύτερη πηγή ζωής είναι η κοινωνία με τους άλλους. «”Ίνα πάντες εν ώσι”.Η πνευματικότητα αποκαλύπτεται αν είμαστε ένα σώμα, δηλαδή διαφυλάσσουμε την διαφορετικότητα μέσα στην ενότητα, τιμούμε τον άλλον ως «εικόνα Θεού».».
Πηγές:
(1) Μεγάλη Τετάρτη: π. Βαρνάβας Γιάγκου