Λάθος. Κατά λάθος. Λάθη επί λαθών.

Ένα καμίνι που βράζει τις ανθρώπινες συμπεριφορές σε υψηλές θερμοκρασίες. Ένα ρήμα που διασκορπίζει τις πράξεις μας παντού και έχει την απαίτηση για επαναλαμβανόμενη χρήση. Το κύριο κι εκκωφαντικό ερώτημα, που ταλανίζει τον εσωτερικό μικρόκοσμο των ανθρώπων, αποτελείται από ένα επίρρημα. «Γιατί;». Το ερωτηματικό δεν ολοκληρώνει την συζήτηση περί λαθών αλλά την αρχίζει, αναζητώντας επίμονα αποκρίσεις. Είναι δυνατόν να δοθεί μια απάντηση στην εύλογη αυτή απορία, ώστε οι άνθρωποι να μπορέσουν ν’ αναπρογραμματιστούν;

Εάν κάποιος πράξει με λάθος τρόπο, κάνει λογικά και συναισθηματικά σφάλματα, πώς  αντιμετωπίζει ο ίδιος τον εαυτό του και πώς αισθάνεται; Ποια τα κοσμικά και μη επίθετα είναι εκείνα που τον «στολίζουν», τον χαρακτηρίζουν και τον ακολουθούν, ίσως και για όλη του την ζωή; Η ποικιλία των κακώς πραγμένων, είναι σχεδόν ανέφικτο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Το εύρος τους στις πλείστες περιπτώσεις είναι πολυδιάστατο, τόσο, ώστε η θολωμένη κρίση του ανθρώπινου νου, να αδυνατεί να φτάσει στην κατανόηση και την αποδοχή. Μία απάντηση που αναζητεί το αιτιολογικό επίρρημα, θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στην ευαγγελική φράση: «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες»[1].  Ο λεπτομερής διαμελισμός μιας κατάστασης και η ερμηνεία όλων των πτυχών της, κρυφών και φανερών, δεν οδηγεί στην ουσιαστική ρίζα του προβλήματος αλλά στο θυελλώδες χάος του. Η εσφαλμένη τακτική των ανθρώπων να υπεραναλύουν, να βασανίζουν το πληγωμένο μυαλό τους με ερωτήματα ή να δίνουν παρατάσεις σε τοξικές καταστάσεις και κάποιες φορές να τρώγονται με τους γύρω τους, ακόμη και με τα ρούχα τους, έχει λάβει την μορφή συνήθειας. Τα λάθη είναι αναπόφευκτα, γίνονται συνεχώς κι από τον καθένα. Η διαχείριση, από τους θύτες και τα θύματά τους, είναι η πρόκληση. Μέσω αυτής της θέσης προκύπτει ένα πιο ωφέλιμο ερώτημα: «Πώς συνεχίζω;».

Η αδιαφορία προς τα λάθη είναι θανάσιμη για όσους τα πράττουν, διότι εγκλωβίζονται στην υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, η οποία τους υπαγορεύει  πως «όλα βαίνουν καλώς». Η αγνόηση ενός προβλήματος δεν αποτελούσε ποτέ σοφή επιλογή, εφόσον έτσι, δίνεται τεράστιος χώρος στην θρέψη του. Το λάθος εκείνο, θα ξαναεμφανιστεί υπό την μορφή ενός απροσπέλαστου εμποδίου, τσαντισμένου κατά προτίμηση, εφόσον η ισχύς  του σφάλματος θίχτηκε από την αδιαφορία του «ιδιοκτήτη» του.  Ακόμη κι η επιδερμική διερεύνηση, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγεί σε λήθαργο. Από την άλλη, η καταβολή μιας υπερπροσπάθειας για την διόρθωση ή την επιδιόρθωση των κακώς κειμένων στην ζωή μας, οδηγεί στο άκρως αντίθετο αποτέλεσμα. Η ορμητικότητα και η βιασύνη ενός ανθρώπου, να περιμαζέψει τον εαυτό του και να επιτύχει το σωστό, το ορθό και το πρέπον μπορεί να λειτουργήσει και ως παγίδα. Τελικώς, ούτε η εξαντλητική ανάκριση του εαυτού μας δεν αποτελεί λύση, αλλά θηλιά στο λαιμό. Τα ατελείωτα ερωτηματολόγια που παραδίδουμε στον εαυτό μας, για το επίπεδο της αντίληψής μας, είναι εν δυνάμει δηλητηριώδη.

Την εποχή όπου τα «ακουστικά» φρακάρουν κάθε είσοδο επικοινωνίας και συνομιλίας, όπου ο εγωισμός κατατρώει τον ψυχισμό και η υπερηφάνεια βουίζει τριγύρω μας, εμποδίζοντας να εισακουστεί κάθε φωνή που ζητάει την προσοχή και την βοήθειά μας, μία από τις πέντε αισθήσεις έχει την δυνατότητα να «αποκαταστήσει» το πρόβλημα: η ακοή.

Η αίσθηση αυτή δεν αφορά μονάχα τον κοινωνικό περίγυρο αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο πρώτος και ο τελευταίος υπεύθυνος, όσον αφορά την σωματική και ψυχική υγεία, είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, ο οποίος χρήζει αγάπης, φροντίδας και αυτοκυριαρχίας. Εφόσον εξασφαλιστεί ηρεμία, έπεται, ενδυναμωμένη, η ψυχραιμία, ο οργανισμός βρίσκεται σε μια μεθοδική εγρήγορση και ταπεινά επαναπροσδιορίζεται. Δεν αναιρείται, ούτε καταργείται ο ρόλος των νόμων, των κοινωνικών κανόνων, η αιδώς, η δίκη, οι γενικές αρχές και τα ήθη των πολιτειών απέναντι στα λάθη, αλλά το παθολογικό «εγώ». Το τερατάκι που κατοικοεδρεύει στην ψυχή μας και αφυπνίζεται κάθε φορά που σφάλλουμε, πρέπει να νικηθεί κατά κράτος. Η φωνή εκείνη που ουρλιάζει στο αυτί μας πως δεν αξίζουμε, πως πρέπει να τα παρατήσουμε και πως η ελπίδα, για εμάς, έχει πεθάνει, είναι απλώς μια ακόμη σειρήνα που προσπαθεί να παραπλανήσει τους ναυτικούς.

Η καυστική κρίση των ανθρώπων εδράζεται αφενός στα σφάλματα που αφαιμάσσουν όσα καλά έχουν αποκτήσει  κι αφετέρου, στην επανάληψη λαθών. Ένα λάθος που διαπράττεται από άγνοια ή απειρία, είναι οριακά αποδεκτό από τον εγωισμό, μονάχα την πρώτη φορά. Ένα λάθος που επαναλαμβάνεται από απάθεια ή απροσεξία, σκοπίμως και μη, είναι απαράδεκτό. Τότε, η ζυγαριά της ποσότητας και της ποιότητας των λαθών, αρχίζει να τρίζει. Η λογική επιβάλλει στον άνθρωπο να αντιδράσει καταδικαστικά είτε προς τον ίδιο είτε προς τους υπόλοιπους.

Σημασία φυσικά έχει η συνειδητοποίηση και η μεταμέλεια ενός ανθρώπου. Ο εντοπισμός της αιτίας ενός λάθους πρέπει να είναι στοχευμένος αλλά όχι στάσιμος. Ο ανθρώπινος νους προσκολλάται στην ιδέα διάπραξης του λάθους, δεν αποδέχεται δικαιολογίες και δεν ολοκληρώνει την ανασύνταξη που χρειάζεται. Το θάρρος να ζητάμε συγχώρεση αποτελεί μεγάλη πληγή για το «εγώ» μας . Η συγχώρεση τρίτων είναι το κάψιμο της εγωπάθειας μας. Η συγχώρεση του εαυτού μας όμως, αποτελεί έγκαυμα εβδόμου[2] βαθμού. Άλλωστε, η άποψη πως η συγγνώμη προορίζεται μονάχα για τρίτους, αποτελεί οφθαλμαπάτη. Η αγάπη προς τα λάθη μας είναι το μυστικό για να κερδίσει κάποιος το ιντριγκαδόρικο αυτό παιχνίδι. Τρέφουμε την επιμονή, οπλίζουμε την υπομονή, αλλά δεν ανατροφοδοτούμε τον πεινασμένο εγωισμό, ο οποίος είναι ο χείριστος των συμβούλων. Οι περίπλοκοι, σε κάθε επίπεδο, άνθρωποι, έχουν μια ζωτική ανάγκη, την οποία δυστυχώς έχουν ξεχάσει, αυτή της απλότητας. Το φλέγον ζήτημα λοιπόν, δεν είναι γιατί κάνουμε λάθη αλλά γιατί δεν τα αναγνωρίζουμε και δεν μετανιώνουμε.

Είμαστε τέλεια ατελείς, ξεχνάμε, αμελούμε, προσπερνάμε, απομακρυνόμαστε, κρυβόμαστε, διαλέγουμε επικίνδυνους δρόμους, πληγωνόμαστε, οργιζόμαστε, αδικούμε, προσβάλλουμε, θιγόμαστε, στο τέλος όμως, πέφτουμε και ξανά σηκωνόμαστε. Η αυτοδικία απέναντί  μας ή σε τρίτους είναι ανεπίτρεπτη.  Ο καθένας οφείλει να εργαστεί με και για τον ίδιο, να αγωνιστεί ψυχή τε και σώματι και πάντα να αναζητεί το φως στο σκοτάδι. Σαφώς και θα βρεθούν συμπαραστάτες και σύμβουλοι, κατά την διάρκεια της μάχης, ο αγώνας όμως είναι ατομικός. Η σιωπηλή υπακοή που θα επιδείξουμε και ο σεβασμός προς τις συνέπειες που θα ακολουθήσουν, αρκεί για την σταδιακή ωρίμαση. Οι επίπονες εμπειρίες είναι οι άριστοι δάσκαλοί μας, διότι κοντά τους μαθαίνουμε. Στο σημείο αυτό θα επικαλεστώ ένα τσιτάτο του μεγαλύτερου φυσικού της νεότερης ιστορίας: «Όποιος δεν έκανε ποτέ λάθος, δεν έχει δοκιμάσει ποτέ κάτι καινούργιο»[3].

«Μικροί κύριοι και μικρές μου κυρίες, λανθάνετε[4] άφοβα, μετανοείτε χωρίς ντροπή και καλλιεργείστε την αγάπη εντός σας. Άλλωστε η μάθηση, δεν ολοκληρώνεται ποτέ!».

 


Παραπομπές:

[1] Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (23.24).

[2] Συνολικά τα εγκαύματα είναι έξι.

[3] Albert Einstein (1879 – 1955).

[4] Λανθάνω = Κάνω λάθη. Για περαιτέρω πληροφορίες ως προς την σημασία  βλ. FRANCO MONTANARI, Σύγχρονο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, εκδόσεις ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Αθήνα, 2013.