“Ἔρως δέ τό ὄνομα μέν ἔχει τοῦ ἔραν, ἡ δέ διώκησις καί ἡ ἔρευνα τοῦ παντός.”

– Πλάτων, Συμπόσιον

 

Στο έργο του «Ο Πολιτισμός (ως) Πηγή Δυστυχίας» (1930), ο πατέρας της ψυχανάλυσης Ζίγκμουντ Φρόυντ (1856 – 1939) φαίνεται να υποστηρίζει πως κάθε πολιτισμός, προεξάρχοντος ίσως αυτού που αποκαλούμε σήμερα Ελληνοδυτικό, είναι προϊόν απώθησης. Έχοντας αδιάβλητα πάθη και ενορμήσεις, ο άνθρωπος προσκρούει στο οικοδόμημα του «πολιτισμικού Υπερεγώ*» που απαρτίζεται από το σύνολο των κοινωνικών επιταγών για αρμονική συνύπαρξη κι αναγκάζεται να συμμορφωθεί στις περιοριστικές του απαιτήσεις. Έτσι αποδίδεται και το περιεχόμενο της σύγκρουσης μεταξύ της λεγόμενης Αρχής της Ευχαρίστησης με την Αρχή της Πραγματικότητας*.

Ανάμεσα στις ενορμήσεις αυτές που καλείται να καταπιέσει ο άνθρωπος για να δομήσει κοινωνικότητα και εν τέλει πολιτισμό, είναι η ερωτική επιθυμία. Είναι προφανείς οι λόγοι για τους οποίους η οριοθέτηση του εν πολλοίς ακόρεστου – κατά Φρόυντ –  σεξουαλικού ενστίκτου σε ακραιφνώς ηθικό και νομικό επίπεδο είναι απαραίτητη για την αρμονική συμβίωση και την υγιή κοινωνικότητα, και έπειτα τον πολιτισμό ως παράγωγο μέγεθος των παραπάνω. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς προηγμένο πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου δεν αναχαιτίζεται η πιθανότητα πχ. της σεξουαλικής βίας, της εντελώς ελεύθερης, καθαρά «ψυχαγωγικής» σεξουαλικότητας, της γονικής αμέλειας κ.α, είτε δια νομικού είτε δια κοινωνικού πρωτοκόλλου.

Όλα τα παραπάνω, ωστόσο, απαντώνται περισσότερο σε κοινωνίες στις οποίες πρυτανεύει η καθαρά συμπεριφορική ηθική: η προσπάθεια άρθρωσης αυτόνομης, αυτάρκουσας ηθικής χωρίς ενιαίο ανθρωπολογικό περιεχόμενο, της οποίας η βασική – ίσως και η μόνη – αξίωση είναι ακριβώς αυτή η οριοθέτηση της συμπεριφοράς στο πλαίσιο μιας συνύπαρξης με ελαχιστοποιημένες προστριβές. Πιο απλά, μια τέτοια ηθική αποφεύγει κάθε νύξη στο “τί είναι” και στο “πώς λειτουργεί” ο άνθρωπος, ενώ είναι ιδιαίτερα ομιλητική ως προς το “πώς πρέπει να φέρεται” ώστε να μην καταστρατηγεί τα δικαιώματα και την ελευθερία των υπολοίπων.

Αν όμως τελικά προστεθεί στην εξίσωση η χαμένη αυτή ανθρωπολογική διάσταση;

Ένα πικάντικο ιστορικό trivia που ελάχιστοι φαίνεται να γνωρίζουν είναι οι πολυάριθμες πηγές στις οποίες πολλοί από τους σημαντικότερους αρχαίους Έλληνες στοχαστές εξέφραζαν αγκυλώσεις και προβληματισμούς περί της ερωτικής επιθυμίας. Από τους Προσωκρατικούς μέχρι τους Στωικούς και τους Νεοπλατωνικούς, η σωματικότητα εν γένει και ιδιαιτέρως ο ερωτισμός συχνά φαίνεται να αντιμετωπίζονται, όχι απλά ως απώλεια αυτοκυριαρχίας όπως αναφέρει ο Μισέλ Φουκώ στην “Ιστορία της σεξουαλικότητας” (1976, τόμος Α’), αλλά ως συστατικό της ανθρώπινης φύσεως σχεδόν ξένο σε αυτήν, προς περιορισμό, έως ίσως και προς απαλοιφή.

Εάν λοιπόν το καθαρά “ηθικό” πλαίσιο στενεύει ευλόγως τον χώρο ύπαρξης και ενέργειας του ερωτισμού (στον βαθμό που χρειάζεται απλά για μια εν πολλοίς αρμονική και λειτουργική συμβίωση), το οντολογικό πλαίσιο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού – του λίκνου του σημερινού Ελληνοδυτικού κόσμου  – φαίνεται πως κάνει τον ερωτισμό να ασφυκτιά, με το να μην του προσφέρει παρά ελάχιστη ανθρωπολογική δικαίωση.

Στη σύλληψη λοιπόν του Ελληνοδυτικού εαυτού, πού μπορεί να σταθεί η ερωτική επιθυμία χωρίς να ζημιώνεται και να ζημιώνει;

Κεφαλαιώδης είναι η τοποθέτηση επί του θέματος στο Συμπόσιον του Πλάτωνα, όπου περιγράφεται μια “συνεχής” κλίμακα του ανθρώπινου ερωτισμού.

Εκεί ο Σωκράτης, παραφράζοντας τη σύζυγό του Διοτίμα, αποδίδει την ομοιογένεια του επιθυμητικού του ανθρώπου, καθώς και τη σταδιακή ανάβαση προς την τελική πραγματοποίηση του «ἔρωτος τοῦ καλοῦ εἴδους». Τα βήματα του Έρωτα περιγράφονται σχηματικά ως εξής:

  • Η αγάπη για τη σωματική ομορφιά: το αρχικό στάδιο του Έρωτα, όπου έλκεται κανείς από τη σωματική ομορφιά του άλλου.
  • Η αγάπη για την ίδια την ομορφιά: ο άνθρωπος αρχίζει να αντιλαμβάνεται μια ομορφιά πέρα ​​από την εξωτερική και αρχίζει να την εκτιμά σε άλλες πτυχές της ζωής, όπως η τέχνη.
  • Η αγάπη της ψυχής: αρχίζει κανείς να να βλέπει την ομορφιά στον χαρακτήρα και την ψυχή ενός άλλου ατόμου, πέρα ​​από τη φυσική του εμφάνιση.
  • Η αγάπη για τους νόμους και τους θεσμούς: αναγνωρίζεται ότι υπάρχει μια ομορφιά στην τάξη και τη δομή της κοινωνίας, καθώς και στη διατήρηση αυτής της τάξης.
  • Η αγάπη για τη γνώση: ο άνθρωπος αρχίζει να αναγνωρίζει ότι υπάρχει ομορφιά στη γνώση και την κατανόηση και αρχίζει να καταβάλει φιλοσοφικές και διανοητικές προσπάθειες.
  • Ο «ἔρως τοῦ καλοῦ εἴδους»: ο έρως φτάνει στην τελική του μορφή η οποία είναι αιώνια, αμετάβλητη και υπερβατική.

Εδώ ξεπροβάλλει, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της φιλοσοφίας, η «συνέχεια» στο φάσμα του ερωτικού βιώματος· η ζωτική ενέργεια με την οποία ο άνθρωπος ερωτεύεται, είναι η ίδια με με την οποία εργάζεται, παίζει, κοινωνικοποιείται, ονειρεύεται, δημιουργεί.

Ο Φρόυντ εξερευνά ακριβώς αυτή τη «συνέχεια» για πρώτη φορά στο έργο του «Πέρα από την Αρχή της Ηδονής» (1920), όπου η λίμπιντο ξεπερνά τα στενά όρια της σεξουαλικότητας. Μάλιστα το έργο του που αναφέρθηκε στην αρχή του άρθρου, εκτός από το απαραίτητο της σεξουαλικής καταπίεσης στο πλαίσιο του κοινωνικού πρωτοκόλλου, αναφέρεται και στον μηχανισμό άμυνας της μετουσίωσης*, βάσει του οποίου η “καταπιεζόμενη” σεξουαλική λίμπιντο ανακατευθύνεται σε μια σειρά δημιουργικών έξεων από τις οποίες τελικά παράγεται πάσης φύσεως πολιτισμικό περιεχόμενο.

Την επέκταση αυτή της λίμπιντο πέρα από τα στενά σεξουαλικά της πλαίσια διεύρυνε αισθητά ο Καρλ Γιουνγκ (1875 – 1961) «μπολιάζοντας» τη λίμπιντο με το συλλογικό ασυνείδητο*, το οποίο και αποτελεί εγγενή κατευθυντήριο γραμμή της πρώτης. Αξίζει εδώ να υποδειχθεί και ο παραλληλισμός της λίμπιντο/ντεστρούντο* με το σχήμα «φιλότης – νείκος» στην κοσμολογία του Εμπεδοκλή· ίσως άλλη μια άρθρωση δικαίωσης του ερωτισμού στην Αρχαιοελληνική σκέψη.

Ενώ όμως η ερωτική επιθυμία φαίνεται να γνωρίζει μια μερική δικαίωση ως «αφετηρία» της κλίμακας των ζωτικών υπαρξιακών αναζητήσεων κάθε ανθρώπου, καθίσταται σαφές πως ακόμα και ο ίδιος ο σαρκικός έρωτας πρέπει να καταστεί παρωχημένος για να ανακατευθυνθεί η λίμπιντο σε δημιουργικότερες, πιο «απαραίτητες» λεωφόρους.

Υπάρχει τελικά, άραγε, κανένας χώρος να «αναπνεύσει» οντολογικά η ερωτική επιθυμία εντός ενός εν πολλοίς Πλατωνικού κοσμοειδώλου, στο οποίο η σωματικότητα όχι απλά δεν προτεραιοποιείται αλλά περιφρονείται ευθέως;

Ο λόγος για τον οποίο επικαιροποιείται το ερώτημα είναι η πιθανότητα η – καλπάζουσα μέχρι και σήμερα– αντίληψη της σεξουαλικότητας ως αυτοσκοπός που «εγκαθίδρυσε» η σεξουαλική απελευθέρωση του Δυτικού κόσμου μεταξύ 1960 και 1980, να είναι μια ακόμα όψη αυτής της νεοπλατωνικής περιφρόνησης του σώματος και του ερωτισμού. Μήπως το “Δεν αξίζει να ασχολείται κανείς με τις επιθυμίες του σώματος” οδηγεί κάπως στο σημερινό “Δεν νοείται παράχρηση του σώματος: καν’το ό,τι θέλεις”; Αυτή η άκριτη κατάφαση στη σωματικότητα του σημερινού Δυτικού κόσμου, μήπως έχει κοινό παρονομαστή με τον Αρχαιοελληνικό ιδεαλισμό και την απορρέουσα από αυτόν απαξία απέναντι στον υλικό κόσμο;

Όπως προειπώθηκε, ολόκληρη η Ορφική παράδοση, από τους Προσωκρατικούς έως και τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους εμπότισε τον Ελληνοδυτικό κόσμο με μια ανθρωπολογία η οποία δεν είχε χώρο να περικλείσει την ύλη και το σώμα (με μικρές και μερικές εξαιρέσεις τον Αριστοτέλη και τον Επίκουρο – ακόμα και οι Χριστιανοί Αυγουστίνος και Θωμάς Ακινάτης έμειναν σχεδόν ακλόνητα πιστοί στη Νεοπλατωνική τους παιδεία).

Όταν λοιπόν με τον Διαφωτισμό κάθε ως τότε υφιστάμενη ανθρωπολογική πρόταση τέθηκε σε αμφισβήτηση με το ανθρώπινο υποκείμενο “εφευρίσκει” τη δική του ανθρωπολογία, κάπως η “αδιαφορία” για τα του σώματος φαίνεται να παρέμεινε (ή απλά να άλλαξε μορφή)!

Δυσκολεύομαι πολύ να ερμηνεύσω το γιατί, και ευτυχώς ως μη ειδικός απαλάσσομαι της ευθύνης. Ωστόσο όποιος προσπαθήσει, δύσκολα θα αποφύγει το συμπέρασμα:

δεν τα κατάφερε ούτε ο Αριστοτέλης, ούτε ο (δυτικός) Χριστιανισμός, ούτε ο Διαφωτισμός, ούτε ακόμα η ψυχολογία.

Ο Πλάτωνας παραμένει στον θρόνο του, και το σώμα ψάχνει ακόμα τη δικαίωσή του.

 

 

Παραπομπές


*υπερεγώ: μπορεί να θεωρηθεί ως μια συνείδηση που τιμωρεί το άτομο με συναισθήματα ενοχής όταν το άτομο λειτουργεί με μη κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους. Το Υπερεγώ αποζητά να λειτουργεί το υποκείμενο με έναν κοινωνικά αποδεκτό τρόπο ενώ το Εκείνο (id) θέλει μόνο να ικανοποιήσει τις ενορμήσεις του. Συνεπώς όπως αναφέραμε λειτουργεί ως συνείδηση η οποία μας κρατάει μακριά από αντικοινωνικές συμπεριφορές και από διάφορα ταμπού.

*Αρχή της Ευχαρίστησης: Η θεωρία του Freud σχετικά με την επιθυμία του id να μεγιστοποιήσει την ευχαρίστηση και να ελαχιστοποιήσει τον πόνο προκειμένου να επιτευχθεί άμεση ικανοποίηση. Οριοθετείται από την Αρχή της Πραγματικότητας, κατά την οποία το υποκείμενο αντιλαμβάνεται το αδύνατον της ευχαρίστησης κάθε του επιθυμίας και συμβιβάζεται κατά το δυνατόν με αυτό.

*συλλογικό ασυνείδητο: ένα δομικό στρώμα του ανθρώπινου ψυχισμού που περιέχει κληρονομικά στοιχεία, ξεχωριστά από το προσωπικό ασυνείδητο. Το συλλογικό ασυνείδητο περιέχει ολόκληρη την πνευματική κληρονομιά της εξέλιξης της ανθρωπότητας, αναγεννημένη στη δομή του εγκεφάλου κάθε ατόμου.

*ντεστρούντο: το «αντίπαλον δέος» της λίμπιντο.

*μετουσίωση: Θεωρείται από τους πλέον “ώριμους” αμυντικούς μηχανισμούς. Όταν οι παρορμήσεις του Εκείνου (id) ενός ατόμου μένουν ανικανοποίητες, η ενέργεια που καθοδηγεί αυτές τις επιθυμίες παραμένει και ανακατευθύνεται σε πιο “ευγενείς” και παραγωγικές επιδιώξεις.