“Ποία τοῦ βίου τρυφή διαμένει λύπης ἀμέτοχος;

Ποία δόξα ἔστηκεν ἐπί γῆς ἀμετάθετος;

Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα,

πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα·

μία ῥοπή, καί ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται.”

—Από τη Νεκρώσιμο Ακολουθία

 

Ας μου επιτραπεί ένα πιο προσωπικό ύφος σ’ένα κείμενο που δε μοιάζει με όσα έχω ήδη γράψει.

Το φρικτά κακογραμμένο φινάλε και λίγο το διάχυτο και κάπως περιττό shock value της σειράς Game of Thrones, με οδήγησαν σε μια συνολική ήπια απογοήτευση με μια κατα τ’άλλα εξαιρετική σειρά. Ωστόσο, υπάρχει μια συγκεκριμένη σκηνή που χαράχθηκε στη μνήμη μου και αντήχησε βαθιά μέσα στο ασυνείδητό μου, επανεμφανιζόμενη μάλιστα για χρόνια και σε διάφορες παραλλαγές στα όνειρά μου.

Ο Jon Snow, εν πολλοίς πρωταγωνιστής και ηθική πυξίδα της σειράς, έρχεται σε ανύποπτο χρόνο σε πρώτη επαφή και σύγκρουση με έναν νέο εχθρό – τον μυστηριώδη και πανίσχυρο Night King, ένα ψυχρό, άλαλο, δαιμονόμορφο πλάσμα του οποίου η προέλευση είναι άγνωστη και το μόνο του κίνητρο, να αφανίσει και να σκοτώσει.

Μετά την πρώτη τους μάχη, κι αφού ο Night King έχει εξοντώσει τους περισσότερους συμμάχους του Jon, με ένα νεύμα των χεριών του, ανασταίνει τους πεσόντες, πλέον νεκροζώντανους και τυφλά στρατολογημένους υπέρ του. Επισφραγίζοντας έτσι ότι είναι περίπου άτρωτος, έχει πλέον τελειοποιήσει την απελπισία των τηλεθεατών.

Ο Jon τρέπεται σε άτακτο φυγή με όσους συμμάχους του απέμειναν, κι όπως απομακρύνεται με το πλοίο του,

κοιτά επίμονα τον Night King στα μάτια, με μόνο τη θάλασσα να τον χωρίζει προσωρινά από την αναπόφευκτη αναμέτρηση, την απελπιστικά σίγουρη ήττα και τον βέβαιο θάνατο.

Κοιτώντας την Άβυσσο.

 

«Όποιος παλεύει με τέρατα, πρέπει να προσέξει να μη γίνει τέρας.

Κι όταν κοιτάς πολλή ώρα μέσα σε μια Άβυσσο, κοιτάει και η Άβυσσος μέσα σε σένα.»

Φρήντριχ Νίτσε, “Πέρα από το Καλό και το Κακό” (1886)

 

Γιατί με «στοίχειωσε» τόσο πολύ η συγκεκριμένη εικόνα; Τι συμβολίζει, ποιός είναι για μένα τελικά ο Night King; Για καιρό, δεν ήμουν σίγουρος – μέχρι που πρόσφατα, παραλλήλισα τη σκηνή αυτή με μια άλλη αφήγηση που πρωτοδιάβασα στα εφηβικά μου χρόνια κι ανέσυρα από τη μνήμη μου.

Ο Σιντάρτα Γκαούταμα, γνωστός σε όλους και ως Βούδας, περιστοιχίζεται από πάρα πολλές παραδόσεις και μύθους. Η αγαπημένη μου ήταν πάντα η αφήγηση του πώς πυροδοτήθηκε μέσα του η δίψα για πνευματική αναζήτηση και ξεκίνησε το ταξίδι του προς τη Νιρβάνα. Όπως μας πληροφορεί ο μύθος, ένας μάντης είχε προβλέψει τη διαπρεπή πνευματική πορεία του Σιντάρτα ήδη από όταν γεννήθηκε, πράγμα που ο πατέρας του θέλησε να αποτρέψει πάση θυσία.

Έτσι, ο νεαρός πρίγκιπας της Ινδίας πέρασε όλη του τη ζωή βουτηγμένος μέσα στην τρυφή: διαφορετικά παλάτια για το κρύο, για τη ζέστη και για τις βροχές, που όλα είχαν λίμνες με λωτούς κάθε πιθανού χρώματος. Τα ρούχα του πάντα από το πολυτελέστερο μετάξι, μια ομπρέλα μονίμως πάνω από το κεφάλι του για να προστατεύει το δέρμα του από το κρύο, τη ζέστη και τη σκόνη, όντας μονίμως περιστοιχισμένος από αμέτρητους υπηρέτες, διασκεδαστές, εργάτες, μουσικούς και γυναίκες.

Η ζωή του Σιντάρτα κυλούσε για πολλά χρόνια αμέριμνα αλλά και με κάποια ανία, ώσπου μία μέρα, άναψε ο πόθος και η περιέργειά του να το σκάσει από το παλάτι και να δει επιτέλους πώς ακριβώς είναι η ζωή έξω από τα προστατευτικά «δεσμά» του πατέρα του.

Σε μία σύντομη περιπλάνηση στη ζωηρή αγορά των δρόμων της Ινδίας μαζί με τον υπηρέτη του, αντίκρυσε τα χαρακτηριστικά «τέσσερα θεάματα»:

έναν ηλικιωμένο, έναν άρρωστο, έναν νεκρό, κι έναν ασκητή.

Τα «τέσσερα θεάματα».

Τα τρία πρώτα έβαλαν για πρώτη φορά στην προοπτική του Σιντάρτα το ανθρώπινο δράμα – το δε τέταρτο του υπέδειξε την, κατά τον ίδιο, μετέπειτα οδό διαφυγής. Η συνέχεια του μύθου είναι γνωστή, με τον ίδιο να γίνεται πλέον φωτισμένος Βούδας, έχοντας πλέον αποκτήσει την κατάσταση απόλυτης αποπροσκόλλησης (Νιρβάνα) κι έχοντας διατυπώσει τις  τέσσερις ευγενείς αλήθειες.

Από τότε που ξεκινάμε την επίγεια ζωή και την αυτοαντίληψή μας, υπάρχουμε μέσα σε ένα κέλυφος το οποίο αποτελείται από διάφορα όνειρα θερινής νυκτός: τη φαινομενικά απόλυτη προστασία της αγάπης των γονιών μας, την παιδική μας αθωότητα και απειρία, την αμεριμνία μας. Στον διάβα της νεότητάς μας, το κέλυφος αυτό αποκτά ανομοιόμορφες ρωγμές, μικρές, μεγάλες, και τόσο πολλές, που ξαφνικά γίνεται διάτρητο έως ανύπαρκτο, κι εκεί είμαστε πλέον ικανοί να έχουμε εκλάμψεις μια απολύτως αποτρόπαιας πραγματικότητας:

της θανατικότητας της παρούσας ζωής.

Πήρε καιρό να διαπιστώσω τη σύναψη που ήδη είχα κάνει ασυνείδητα ανάμεσα σε δύο μυθικές, αλληγορικές αφηγήσεις – αυτή της σύγκρουσης του Σιντάρτα με τον έξω κόσμο και του Jon με τον Night King – και στον παραπάνω πραγματικών διαστάσεων προβληματισμό·

ότι ο Σιντάρτα είναι ο Jon Snow, είναι ο Άνθρωπος,

και τα «τέσσερα θεάματα», είναι ο Night King, η θανατικότητα του κόσμου.

Έτσι, η σκηνή αυτή δεν είναι για μένα παρά η γλαφυρή εικόνιση της αναπάντεχης αναμέτρησης με έναν εχθρό φαινομενικά άτρωτο – σαν τον «εχθρό» που αντιμετώπισε και ο Σιντάρτα –που μηχανεύεται κι επιδιώκει την εξόντωσή μας, και που όσο τον αντικρίζει κανείς, το καλύτερό του στοίχημα φαίνεται να είναι απλά η επιβίωση, ή αλλιώς η παράδοση σε αυτόν. Το νερό που προς το παρόν χωρίζει τον Jon από τον Night King, είναι μάλλον ο άνετος βίος του Σιντάρτα – και ο δικός μας – οι περιστασιακές, τρυφηλές συνθήκες της ζωής που μας επιτρέπουν την προσωρινή απώθηση και λήθη αυτής της αναπόφευκτης σύγκρουσης με τον πιο θανάσιμό μας εχθρό. Η πιθανότητα μάλιστα να σε σκοτώσει και να σε επιστρατεύσει υπέρ του, είναι μάλλον η παραίτηση από την σύγκρουση μαζί του· επί της ουσίας, η απέκδυση της ανθρωπινότητας μας.

Ο Φρήντριχ Νίτσε, του οποίου ο προηγούμενος αφορισμός εδώ φαίνεται να ταιριάζει άψογα, έχει πει αινιγματικά, πως δεν τον ενδιαφέρει η αιώνια ζωή, αλλά η αιώνια ζωτικότητα – κι έτσι αντιστρέφοντας το, πως δεν εχθρεύεται τόσο τον θάνατο, όσο αυτή τη θανατικότητα.

Ίσως αυτή η θανατικότητα να είναι η κατεξοχήν Άβυσσος που αν κοιτάς μέσα της, κοιτά μέσα σου κι εκείνη.

Πότε άραγε έρχεται η στιγμή για τον καθένα μας να βγει από το παλάτι του και να αντικρίσει την Άβυσσο στο μέγιστο ανεκτό μεγαλείο της; Βγαίνουμε άραγε αυτοβούλως, ή μας βγάζουν; Και το σημαντικότερο:

όταν τελικά την αντικρίσουμε, αλήθεια, τί βλέπουμε;

Θεωρώ πως το σημαντικότερο μήνυμα ενός τέτοιου βιώματος είναι το πανανθρώπινο διαμέτρημά του: Πέρα από τον ορίζοντα των ξεχωριστών βιωμάτων, των φόβων, των ελαττωμάτων, των ματαιώσεων, και όλων των προσωπικών δαιμόνων μας, έχω το θάρρος να πω με βεβαιότητα πως υπάρχουν θεάματα που, κοιτώντας την Άβυσσο, αντηχούν στον όποιο κοινό μας παρονομαστή, και θα τα αντικρίσει κάθε άνθρωπος που πέρασε ποτέ από αυτόν τον κόσμο.

Το εντελώς παράτολμο εδώ είναι η διαπίστωση ότι κοιτώντας την Άβυσσο, αποφατικά χτίζεται μια σχεδόν ολοκληρωμένη ανθρωπολογία· με πιο απλά λόγια, αντικρίζοντας με τρόμο όλα όσα εγγενώς κι ανυποχώρητα αποστρέφεται, ο άνθρωπος ψηλαφίζει ζωηρότατα και όλα όσα εγγενώς κι ανυποχώρητα αξιώνει, αγαπά, και τελικά είναι.

“Old Man’s Death” (Ladislav Mednyánszky)

Κι όταν έρθει η ώρα και μας διαπερνά το βλέμμα της Αβύσσου, νομίζω πως όλοι βλέπουμε, κλεφτά και “εν εσόπτρω”, αλλά πεντακάθαρα κι ευκρινέστατα–

Θέαμα πρώτο, το αίνιγμα της επιθυμίας·

ποιός άραγε μπορεί να κόπτεται πως έζησε τη μικρή αυτή ζωή όπως τη θέλησε; Αναμφίβολα, ελάχιστοι..

Πόσα όνειρα, πόσες ευγενέστατες αξιώσεις, πόσες ελπίδες, πόσες κραυγές απεγνωσμένης ανάγκης δεν κατέληξαν συντρίμμια;

Όποιος σπανιότατα άγγιξε τα όνειρά του και τα πραγματοποίησε, άραγε πράγματι εκπληρώθηκε και ευτύχησε όπως περίμενε, ή μήπως η επιθυμία του μεταμορφώθηκε και γιγαντώθηκε άπαξ και ακαριαία με τη γεύση του αίτημάτος της;

Μήπως σε κάθε περίπτωση τελικά θέλαμε ανέκαθεν κάτι άλλο, που το αίτημά μας απλά το συμβόλιζε;

Δεν είναι σαν η ίδια η επιθυμία μας να μας εμπαίζει, διαλεγόμενη μαζί μας με σύμβολα και είδωλα, κρύβοντας το αληθινό, βαθύ, αδιάγνωστο περιεχόμενό της;

Εφόσον η επιθυμία γιγαντωθεί, η ματαίωσή της δε γίνεται ασύγκριτα πιο επώδυνη;

Εάν πάλι τη συρρικνώσουμε ή την εξαλείψουμε επίτηδες και βιαίως (όπως ο Βούδας), τί άραγε μας απομένει;

Ποιός, τελικά, μιλά την τόσο μυστήρια, την τόσο αυτοαναιρούμενη και ταυτόχρονα τόσο βίαιη γλώσσα της επιθυμίας, όσο αυτή κυβερνά τη ζωή μας ερήμην μας;

 

Θέαμα δεύτερο, τον κομματιασμένο μας εαυτό·

Έχει αρχή, μέση και τέλος ο αγώνας μας να τεμαχίζουμε τον εαυτό μας και να κρύβουμε τις αδυναμίες, τους φόβους, τα τραύματα, τα όποια “άσχημα” κομμάτια μας, όσο και να απομονώνουμε και να υπερπροβάλλουμε τα “όμορφα”;

Αυτό δεν κάνουμε επί μονίμου βάσεως στις σχέσεις μας, ακόμα και στη σχέση με τον εαυτό μας;

Όταν κανείς επιδεικνύει τα όποια προσόντα του, αληθινά ή ψεύτικα, δε διεκδικεί απλά περιπαθώς το δικαίωμα να αγαπηθεί το πλαστό αυτό είδωλό του, και στη συνέχεια να παριστάνει ότι η αγάπη αυτή απευθύνεται σε ολόκληρο τον εαυτό του;

Η εσκεμμένη, ανειλικρινής και κωμικά αναξιοπρεπής αυτή ζητιανειά για ψήγματα ψεύτικης αγάπης, δεν είναι ενδεικτική του πόσο απεγνωσμένη δίψα έχουμε για πραγματική αγάπη;

Άραγε οι πολλοί και ξαφνικοί “κεραυνοβόλοι έρωτες”, δεν είναι ψυχοπαθολογικά πυροτεχνήματα ακριβώς μιας τέτοιας ρηχής, εφήμερης, στρεβλής “αγάπης”;

Δεν είναι προφανώς τελικά καταθλιψιογενής η συσσώρευση τέτοιας ψεύτικης αγάπης;

Δεν είναι εξίσου καταθλιψιογενής η ειλικρινής, ολοκληρωμένη θέα του εαυτού μας, που προσπαθούμε με μανία εξ’αρχής να αποφύγουμε;

Μήπως οι σχέσεις μας ναυαγούν ακριβώς μόλις αρχίζουν να φαίνονται τα κομμάτια που κρύβαμε επιμελώς, όταν πλέον μας βλέπουν και μας βλέπουμε ολόκληρους;

Υπάρχει κάπου τελικά χώρος να υπάρξουμε και ν’αναπνεύσουμε ολόκληροι;

 

Θέαμα τρίτο και φρικτότερο, το οργιώδες κακό του κόσμου·

μπορεί κανείς να αναλογιστεί τις παγκόσμιες, παντοτινές διαστάσεις του, και μάλιστα το ότι τον προκαλούμε ο ένας στον άλλο, χωρίς να χάσει το μυαλό του;

Δεν προκαλούμε τόσο κακό, ακριβώς λόγω της διάσπασης του εαυτού και της ανισορροπίας του επιθυμητικού μας;

Υπάρχει άραγε πέτρα στη ράχη της Γης που δεν την πότισε άδικο αίμα και πικρό δάκρυ;

Πόλεμος, φόνος, βιασμός, βασανισμός, λιμός, ανίατη ασθένεια, φρικτή συκοφαντία, άδικη τιμωρία, κοινωνική εξόντωση –

εάν μια από τις άπειρες τέτοιες μοίρες, που βρίσκει τους ανθρώπους κατά ατελείωτα εκατομμύρια, είχε βρει έστω έναν άνθρωπο από την αυγή του χρόνου,

δε θα αρκούσε ώστε αυτό να εκκρεμεί για πάντα στα κατάστιχα των πεπραγμένων του κόσμου;

Εάν πέθανε έστω ένα παιδάκι κάποιας μαμάς –

δεν πέθανε μαζί του κάπου, κάπως, κάποτε, και το δικό μας, ασχέτως από το αν δεν έχει ακόμα γεννηθεί;

Εάν έστω ένας άνθρωπος δεν έχει ελπίδα,

έχει τελικά πολλή σημασία που εμείς ίσως προς το παρόν έχουμε;

Δεν φωνάζει όλο το είναι μας ότι, παρά τις αμέτρητες και τεράστιες διαφορές –

είμαστε τελικά όλοι ένα κι όλοι το ίδιο;

 

Και ένα τέταρτο, τον θάνατο

τί ειδοποιός διαφορά χωρίζει μια «καλή» από μια «κακή» ζωή όταν είναι κι οι δύο λάβαρά του;

Τί αξία έχει το ανέκδοτο της «υστεροφημίας» μας, πέρα από το να αναβάλει την αιωνιότητα μόλις λίγα δευτερόλεπτα παραμέσα;

Αν η ζωή μας είναι ένα κυνήγι της επιβίωσης, και η επιβίωση το μόνο σίγουρα αποτυχημένο εγχείρημα, αυτό τί υπονοεί για την αξία της ζωής μας;

Αν είμαι μια τυχαία συναρμολογημένη βιοχημική μηχανή που ήρθε απ’τον βρόντο και πάει στον αγύριστο, με τις ζωτικότερες προοπτικές μου να είναι προορισμένες για την έσχατη ματαίωση –

πέρα από το «να μην πεθάνω ακόμα»,

υπάρχει άλλος λόγος για να ζήσω;

 

«Ήμασταν κι εμείς απασχολημένοι, αλλά μας διέκοψαν» – memento mori σε οστεοφυλάκια από Αθωνικές σκήτες.

 

“Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ Ἐκκλησιαστής,

 τά πάντα ματαιότης.

Τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ

ἐν παντί μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπό τόν ἥλιον;

Γενεά πορεύεται καί γενεά ἔρχεται,

καί ἡ γῆ εἰς τόν αἰῶνα ἕστηκεν.”

—Εκκλησιαστής 1: 2-4

 

Τελικά –

Μήπως το να είσαι άνθρωπος, σημαίνει να κυοφορείς ένα ολόκληρο σύμπαν από απόλυτες προσδοκίες και μεγέθηπανταχού παρούσα, υπερχειλίζουσα και απρόσκοπτη αγάπη και δικαιοσύνη, ακέραιο εαυτό, απόλυτη ζωτικότητα, αιώνια ζωή που όμως δε δικαιώνονται επί της ουσίας ποτέ και πουθενά σε έναν –κατά τα φαινόμενα – εγγενώς και αμετάκλητα απάνθρωπο κόσμο;

Μήπως η όποια «εκπλήρωσή» τους στη σύντομη ζωή μας δεν είναι παρά μόνο φευγαλέα, στιγμιαία κι απειροελάχιστη, μόλις αρκετή ώστε να μας θυμίσει την ακόρεστη, απολύτως ασυμβίβαστη δίψα μας γι’αυτές;

Μήπως αν δε δικαιωθούν αυτές οι προσδοκίες, ακόμα κι ο μέγιστος κολοφώνας επιτυχίας είναι ανάξιος λόγου, ενώ η παραμικρή θλίψη μπορεί να μας λυγίσει και να μας ισωπεδώσει για πάντα;

Μήπως αν αντιθέτως δικαιωθούν, και η φρικτότερη θλίψη μπορεί να γίνει ανεκτή με θαυμαστή αξιοπρέπεια αν όχι έναυσμα άνθησης, ενώ και οι απειροελάχιστες χαρές της ζωής γιγαντώνονται και ποτίζουν το είναι μας;

Μήπως είναι ασύγκριτα προτιμώτερο να ζει κανείς φτωχός, άρρωστος, άσχημος, κοινωνικά ανύπαρκτος, περιφρονημένος και μισητός από τους πάντες, αλλά να έχει κάτι να πει απέναντι στο αδιέξοδο αυτό σταυροδρόμι, παρά να ζει το άκρον άωτον κάθε άλλης πιθανής “επιτυχίας”, χωρίς να έχει έστω να ψελλίσει κάτι;

Μήπως, ο άνθρωπος ζει ένα Σισύφειο δράμα μεταξύ απώθησης και επιτηδευμένης λήθης όλων αυτών των προσδοκιών,

και άρα της απώλειας της ίδιας της ανθρωπιάς του;

 

Κι όσο δεν έχουμε τί να της απαντήσουμε, τόσο θα ελπίζουμε από την Άβυσσο να μας χωρίζει «το νερό» – οι πολλές μέριμνες, οι πολλές μικρές “χαρές” και οι μεγάλες κι ευγενείς αξιώσεις μας, που ωστόσο δεν έχουν επί της αρχής απολύτως κανένα ανάστημα να υψώσουν απέναντί της, κι έτσι ζούμε με τη θλίψη της ανάμνησής της και τον φόβο της αναμέτρησης μαζί της, κατά την οποία τελικά θα μας κατατροπώσει.

 

Αναβάλλεται η μοίρα μας;

Θα πιστέψουμε ότι θα γίνουμε φίλοι της, ότι δε νοείται αντίσταση,

ότι είναι λάθος να είσαι άνθρωπος;

Ας βρούμε όλοι στη μικρή ζωή μας μια απάντηση στην Άβυσσο – ή ας βρει η απάντηση εμάς.

Μετά το τελευταίο κοίταγμα, μόνο ένας γίνεται να φύγει όρθιος.

 

ΟΖΥΜΑΝΔΙΑΣ –
Βασιλεύς των Βασιλέων,
ματαιότης ματαιοτήτων.

 

 

I met a traveller from an antique land,

Who said—“Two vast and trunkless legs of stone

Stand in the desert. . . . Near them, on the sand,

Half sunk a shattered visage lies, whose frown,

And wrinkled lip, and sneer of cold command,

Tell that its sculptor well those passions read

Which yet survive, stamped on these lifeless things,

The hand that mocked them, and the heart that fed;

 

And on the pedestal, these words appear:

“My name is OZYMANDIAS, King of Kings;

Look on my Works, ye Mighty, and despair!”

 

Nothing beside remains. Round the decay

Of that colossal Wreck, boundless and bare

The lone and level sands stretch far away.”

“Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία·

είπε: τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα

υψώνονται στην έρημο… Κοντά τους, μες στην άμμο

βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του

χείλη, πτυχωμένα σ’ ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής,

λένε πως ο γλύπτης τους διάβασε σωστά αυτά τα πάθη

που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ’ άψυχα ετούτα πράγματα

– το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα ’θρεψε.

 

Και πάνω στο βάθρο, αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται:

“ΟΖΥΜΑΝΔΙΑΣ τ’ όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων –

κοιτάξτε τα έργα μου, ισχυροί, κι απελπιστείτε!’’

 

Άλλο τίποτα δεν απομένει. Γύρω από τη φθορά

των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή,

μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά.

 

“Ozymandias”, Percy Bysshe Shelley (1753–1844) (μετάφραση στα ελληνικά)