Εάν θέσουμε στους ανθρώπους αφηρημένα ερωτήματα περί του τί βρίσκεται στην κορυφή του αξιακού τους συστήματος, ποιό είναι το “ύψιστο αγαθό” το οποίο υπηρετούν ή στο οποίο ελπίζουν, το πιθανότερο είναι ότι θα αντιμετωπίσουμε δισταγμό και αμηχανία.

Ρωτώντας τους όμως εάν πιστεύουν στον Θεό, μπορούμε έμμεσα να υφαρπάξουμε μία απάντηση στο παραπάνω. Νομίζω πως τα περισσότερα «ναι» που θα λαμβάναμε θα ήταν (περίπου) της μορφής:

«Ναι, πιστεύω σε έναν Θεό αγάπης, συμπόνιας, δικαιοσύνης, καλοσύνης, αλληλεγγύης, (…). Ίσως μάλιστα οι παραπάνω αξίες να είναι ο Θεός για μένα.»

Ενώ τα «όχι»:

«Όχι, αλλά σίγουρα κάπως “πιστεύω” στην αγάπη, στη συμπόνια, στη δικαιοσύνη, στην καλοσύνη στην αλληλεγγύη, στην (…). Ίσως θα μπορούσες να πεις ότι οι παραπάνω αξίες είναι κάπως κάτι σαν Θεός για μένα.»

Η φαινομενική διχοστασία (ναι/όχι) στις απαντήσεις μας οδηγεί σε διάφορα συμπεράσματα: στο πόσο αόριστες και κακοποιημένες είναι οι έννοιες “πίστη” και “Θεός”, στο πόσο παρωχημένη και αχρείαστα πολωτική είναι η ερώτηση (οι «διαφωνούντες» εδώ συμφωνούν αρκετά, όσο εύκολα δύο «συμφωνούντες» μπορεί να αποκλίνουν πολύ) και διάφορα άλλα.

Ωστόσο, η σύγκλιση των απόψεων μετά τη «διαφωνία», τί μας πληροφορεί;

Φαίνεται πως ακόμα και ο πιο «λογικοκράτης», «κυνικός», «υλιστής» (;) άνθρωπος, αρνητικά διακείμενος σε οποιαδήποτε ακραιφνώς θρησκευτική παράδοση, μάλλον διστάζει να αποκαθηλώσει (ή έστω να μετακινήσει!) από ένα εν πολλοίς μεταφυσικό (με τη φιλοσοφική έστω έννοια) βάθρο ένα συνονθύλευμα εννοιών και αξιών που μονολεκτικά λέγονται και «ανθρωπιά», στην οποία φαίνεται πως αποδίδει, εν μέτρω και εν μέρει, κάποια “απόλυτα” ιδιώματα.

Η ίδια η λέξη μαρτυρεί πως οι αξίες αυτές κάπως συμπυκνώνουν και πεμπτουσιώνουν το ανθρώπινο γεγονός· θεωρούνται το πολυτιμότερο πετράδι στο στέμμα της ανθρώπινης ιδιότητας και ταυτότητας, κι όποιος θέλει “επάξια” να το φορά, οφείλει να φέρει πάντα και αυτές.

Πράγματι: ερωτηθείς, ο καθένας μας κάπως θα ομολογήσει πως ιδανικά, προτιμά να διακυβεύσει ή και να απωλέσει την κοινωνική του θέση, τη βολή του, την ασφάλειά του, την αξιοπρέπειά του, τη λογική του, μάλλον και την ίδια του τη ζωή, παρά την ανθρωπιά του (ασχέτως αν η πράξη μας αποδεικνύει κατώτερους των περιστάσεων).

Το αδιαπραγμάτευτο της ανθρωπιάς

Όσοι δηλώνουν πίστη σε αυτή την “ανθρωπιά”, μάλλον θα ομολογούσαν την “απολυτότητα” της στα εξής:

Πρώτον, ότι όντας στην κορυφή της αξιακής μας ιεραρχίας, είναι κάπως “αυθαίρετα αυτοαναφορική”· οι πράξεις αγάπης, δικαιοσύνης, καλοσύνης, αλληλεγγύης, (…) είναι γνήσιες μόνο αν γίνονται “για τον εαυτό τους”, χωρίς κάποιον αντικειμενικό στόχο ή αντάλλαγμα – άλλωστε κάτι τέτοιο θα τις απαξίωνε και θα τις κρήμνιζε στην ιεραρχία, βάζοντας υψηλότερα το όποιο αντάλλαγμα κάθε φορά.

Δεύτερον, ότι η προσδοκία μας να “εφαρμόζεται” η ανθρωπιά είναι βαθύτατη, τεράστια και ασυμβίβαστη. Ακόμα και μία μικρής κλίμακας τραγωδία στον κόσμο, όπως πχ. ο πρόωρος θάνατος ενός παιδιού (σαν τα ατελείωτα εκατομμύρια που συνέβησαν και συμβαίνουν) αρκεί για να σταθεί επίμονο αιχμηρό ερωτηματικό, εκκρεμότητα και αγκάθι στον ψυχισμό και τη συνείδησή μας το οποίο εξ ανάγκης απωθούμε επ αόριστον.

 

Η ανθρωπιά ως μεταφυσική

Στην περίπτωση όσων (λένε ότι) πιστεύουν στον Θεό, η «ανθρωπιά» είναι – επιγραμματικά – ιδίωμα ενός παντοδύναμου και πάνσοφου όντος που έφτιαξε τον κόσμο και μεριμνά κάπως γι’αυτόν (ακόμη κι όταν αυτό δεν είναι άμεσα εμφανές), αποκτώντας έτσι ένα πανσυμπαντικό αντίκρυσμα και διαμέτρημα, κι αυτός είναι και ένας τρόπος με τον οποίο η ανθρωπιά “απολυτοποιείται” στα πεπραγμένα του κόσμου.

Προφανής είναι η ισχύς του παραπάνω σε μία Χριστιανική κοσμοθεωρία. Και στην Ορφική – Αρχαιοελληνική παράδοση, ωστόσο, είναι σχεδόν συλλήβδην αυτονόητη η υπερβατική φύση της ανθρωπιάς: οι «ηθικοί νόμοι» έχουν κι εδώ μια υπερκόσμια, καθολική ισχύ, και, όπως οι φυσικοί νόμοι, δεν πρέπει να αψηφόνται ποτέ. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το θείο ηθικό σχήμα «ύβρις – άτη – νέμεσις – τίσις» [1], όπως και ο μύθος του Οιδίποδα, ο οποίος, ενώ σύναψε ερωτική σχέση με τη μητέρα του χωρίς να το γνωρίζει, αυτοτυφλώθηκε για να «εξευμενίσει» την επερχόμενη θεία οργή και τιμωρία που θα του εξασφάλιζε αυτή η παράβαση της κοσμικής τάξης και αρμονίας. Γνωστά περίπου είναι και όσα περιλαμβάνει η Ινδουιστική και Βουδιστική κοσμοθεωρία για το Κάρμα [2].

Στην περίπτωση, όμως, όσων (λένε ότι) δεν πιστεύουν στον Θεό ή σε κάποια έξωθεν υπερβατική πηγή αλήθειας και νοήματος,

τί μπορεί να είναι η ανθρωπιά;

Η Ανθρωπιά υπό το κράτος του Νατουραλισμού

Μία νατουραλιστική, εξελικτική ερμηνεία της «ανθρωπιάς» είναι, απλοϊκά, ότι μας κληροδοτήθηκε από τους εξελικτικούς μας προγόνους, η οποίοι βίωναν συνθήκες στις οποίες το αμοιβαίο ενδιαφέρον και η συνεργασία ήταν απολύτως κρίσιμα για την επιβίωση του καθενός εξ αυτών [3]. Λόγω της συνεισφοράς της, λοιπόν, στην επιβίωση – ασχέτως εάν αυτή νοείται σε επίπεδο οργανισμού, γονιδίων ή κοινότητας – η «ανθρωπιά» ευνοήθηκε από τον τυφλό μηχανισμό της φυσικής επιλογής [4], απέκτησε εκ των πραγμάτων προνομιακή θέση στη γονιδιακή δεξαμενή κι έτσι επιβίωσε και η ίδια.

Αργότερα ασφαλώς η «ανθρωπιά» αποτέλεσε κινητήριο δύναμη και ακρογωνιαίο λίθο ίσως κάθε δείγματος πολιτισμού και κοινωνίας: η ανθρωπιά, όταν μεταφράζεται σε ηθική συμπεριφορά, είναι η συνθήκη ενός τεχνητού «κοινωνικού συμβολαίου», και κάθε αξιολογική κρίση γύρω από αυτό είναι μια ακραιφνώς ανθρώπινη κατασκευή και σύμβαση.

Οι δύο παραπάνω προσεγγίσεις σχετικά με την προέλευση, τη χρηστικότητα, τον σκοπό και την ουσία της «ανθρωπιάς» μπορούν να θεωρηθούν ξεχωριστά αλλά και ως προέκταση η μία της άλλης. Σύμφωνα με τη θεωρία των memetics [5] (από όπου προέκυψε και ο γνωστός όρος «meme»), οι ιδέες εν γένει είναι για την πολιτισμική εξέλιξη ό,τι και τα γονίδια για τη Δαρβινική εξέλιξη.

Ωστόσο, ένα ακόμα κοινό που έχουν οι δύο αυτές προσεγγίσεις, είναι πως μόλις ο άνθρωπος τις αποδεχθεί, η αξιακή του ιεράρχηση αποδεικνύεται εντελώς ανακριβής: η «ανθρωπιά» στην πραγματικότητα, όχι απλά ιεραρχείται πλέον (πολύ) κάτω από την επιβίωση, αλλά μάλιστα δικαιώνει τον σκοπό της μόνο όταν την εξυπηρετεί. Ο,τιδήποτε πέραν αυτού, μπορεί μάλλον να αναχθεί σε «προγραμματιστική» αβλεψία ή υπερβολή επιβεβλημένη από τον βιοχημικό μας αλγόριθμο.

Ίσως ακόμα χειρότερα, κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η «ανθρωπιά» δεν έχει επί της αρχής καμιά ποιοτική ειδοποιό διαφορά από την (πάσης φύσεως) “απανθρωπιά”: τα δύο αυτά κατά περίπτωση ταυτίζονται ουσιαστικά απολύτως, αφού καί τα δύο κληροδοτήθηκαν εξελικτικά στον άνθρωπο, και αμφότερα στοχεύουν, σε διαφορετικές περιπτώσεις το καθένα, στην επιβίωση, η οποία είναι εκ των πραγμάτων και το μόνο τελικό αξιολογικό κριτήριο μιας συμπεριφοράς ή στάσης ζωής· ισχύει εδώ ό,τι και σε ένα παίγνιο μη-μηδενικού αθροίσματος (non-zero sum game) [6] .

Ο άνθρωπος μάλιστα, αντιλαμβανόμενος πλέον την καθαρά χρησιμοθηρική φύση της ανθρωπιάς και τον πραγματικό της στόχο, και δεδομένου ότι η επιβίωσή του δεν απειλείται πια άμεσα, μπορεί να χρησιμοποιήσει το εξελικτικό του οπλοστάσιο με περισσότερη μαεστρία, υιοθετώντας εκ περιτροπής “ανθρώπινες” και “απάνθρωπες” συμπεριφορές κατά βούληση, υπηρετώντας στόχους πέραν της επιβίωσης, όπως είναι η ευδαιμονία και η δύναμη· πλέον έχει λόγο, και στους σκοπούς, και στα μέσα.

Άραγε πόσο τελικά απονενοημένη είναι, τότε, μια πράξη αυτοθυσίας; Οποιαδήποτε πράξη καλοσύνης η οποία έχει εν τέλει «επιβιωτικό» κόστος; Οποιαδήποτε τήρηση κάποιας δικαιοσύνης, κάποιας ηθικής αρχής, όταν δεν έχει προστιθέμενη επιβιωτική αξία; Ειδικά δεδομένου ότι όλες οι αρετές που περιγράψαμε έχουν νόημα στον βαθμό που είναι ανιδιοτελείς!

Από την ύψιστη δυνατή θέση στο αξιακό μας βάθρο – ως η έσχατη μέριμνα, το ευγενέστερο μας στοιχείο, πεμπτουσία της ανθρώπινης υποστάσεως και υπερκόσμιος νόμος – η «ανθρωπιά» γκρεμίζεται στη θέση απλά ενός τεχνητού, ιδιοτελούς εργαλείου. Ο,τιδήποτε πέραν αυτού δεν είναι παρά ένα βιοχημικό αποκαΐδι, μια ψυχοσυναισθηματική φάρσα που οποιαδήποτε απολυτοποίησή της έχει πλέον καταστεί de facto παρέκκλιση από την οντολογία όχι απλά της ηθικής, αλλά της “ανθρωπιάς” εν γένει, η οποία είναι εν τέλει, περιέργως, εγγενώς “απάνθρωπη”.

Νατουραλισμός & Άη Βασίλης

Θα έλεγε τώρα κανείς ότι, αφού μας κληροδοτήθηκε αυτή η βαθύτατη αίσθηση, αυτό το ανυπέρβλητο ένστικτο “απολυτοποίησης” της ανθρωπιάς, αυτό αρκεί για να καταστεί για μας “απόλυτη”. Στο κάτω-κάτω, “τίποτα δεν είναι όντως απόλυτο.”

Escher’s “Relativity”

Πράγματι, καμιά κρίση του ανθρώπινου υποκειμένου δεν είναι τελεσίδικα αντικειμενική και απόλυτη.

Ο άνθρωπος έχει στις γνωστικές και αισθητηριακές του προσλαμβάνουσες γνωστούς και άγνωστους περιορισμούς. Ωστόσο, το τί “απολυτοποιεί” έχει να κάνει με τον “ορίζοντα” του υποβάλλουν οι προσλαμβάνουσές του! Δε γίνεται όταν διευρύνει τον γνωστικό του ορίζοντα και αντιλαμβάνεται ένα ψεύδος, στη συνέχεια να οπισθοχωρεί, παριστάνοντας ότι είναι αλήθεια.

Φανταστείτε ένα μικρό παιδί που πιστεύει στον Άγιο Βασίλη. Λαχταρά όσο τίποτα την εμφάνιση του και τα δώρα του, τόσο που τα θεωρεί τον σημαντικότερο στόχο της ζωής του· και έτσι κάνει ό,τι μπορεί για να είναι στη λίστα των “καλών παιδιών” που θα τον υποδεχτούν.

Κάποια στιγμή, σταδιακά (ή ξαφνικά), το παιδί μεγαλώνει (ή πονηρεύεται) και διαπιστώνει πως ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Υπάρχει δηλαδή κάποιος “Άγιος Βασίλης” που λαμβάνει τα γράμματά του, το αγαπά, το νοιάζεται και του φέρνει δώρα, αλλά αυτός είναι ο πατέρας του, κι όχι η παχουλή μασκότ της Coca-Cola με το ιπτάμενο έλκηθρο· η πίστη αυτή δεν ήταν παρά μια “πλεκτάνη” των γονιών του για να χαρεί και να γίνει “πιο καλό παιδί”.

Μέχρι πρότινος, η “απόλυτη αλήθεια” του παιδιού ήταν πως ο Άη Βασίλης υπάρχει, και δε νοείτω τίποτα σημαντικότερο και ιερότερο από την επίσκεψή του – άλλωστε μέχρι εκεί του επέτρεπε οι αντιληπτική του ικανότητα να προχωρήσει. Μόλις όμως διευρυνθεί ο γνωστικός του ορίζοντας και ξεσκεπάσει τη “σκευωρία”, μπορεί να συνεχίσει να είναι καλός μαθητής και “καλό παιδί” (βρίσκοντας μάλιστα πλέον άλλες πηγές παρακίνησης), όμως δε γίνεται ποτέ ξανά να επιστρέψει κατά το δοκούν στην παλιά του παιδική πίστη στη Χριστουγεννιάτικη αφήγηση.

Κάτι τέτοιο δε θα μπορούσαμε να πούμε για τον άνθρωπο και τον νατουραλισμό;

Έχοντας καταλάβει την “πλεκτάνη” με την οποία η φυσική επιλογή του επέβαλε ηθικά και αξιακά κριτήρια μόνο ώστε να επιβιώσει, τώρα ο άνθρωπος υπερίπταται σε ένα γνωστικό επίπεδο ανώτερό της, κι έχει πλέον κηρύξει, θέλοντας και μη, γνωστική ανεξαρτησία, ίσως όχι από την ίδια την εξέλιξη, αλλά σίγουρα από κάθε ένστικτο που τον συνέδεε με αυτήν. Δεν μπορεί πλέον να επιστρέψει στην «αγιοβασίλικη» αντίληψη ότι τάχα η ανθρωπιά έχει τον ιερό, συμπαντικών διαστάσεων, απόλυτο χαρακτήρα που τόσο βέβαια ένιωθε, τώρα πια που ξεσκέπασε τη σκευωρία της εξέλιξης, παρά το ακαταμάχητο, μύχιο ένστικτο να το κάνει.

Μήπως ίδιου διαμετρήματος δράμα, δεν είναι και η βαθιά, ενστικτώδης «απολυτοποίηση» της ζωής (που κι αυτή εξυπηρετεί μόνο την επιβίωση), όταν είναι βέβαιος για την πραγματικότητα του θανάτου;

Κι ενώ το μικρό παιδί θα συνεχίσει τη ζωή του χωρίς τον Άγιο Βασίλη, ο άνθρωπος ακροβατεί και συνθλίβεται ανελέητα ανάμεσα στο πανίσχυρο ένστικτο απολυτοποίησης της ανθρωπιάς και στη γνώση ότι αυτή δε σημαίνει τίποτα, ανάμεσα στη δίψα και την αγάπη για τη ζωή, και τη γνώση του εγγυημένου θανάτου-

ξέρει πλέον τί σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν απάνθρωπο κόσμο, να νοσταλγείς τη ζωή στο βασίλειο του θανάτου, χωρίς να μπορείς ποτέ τώρα πια να γυρίσεις πίσω.

Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι η τόσο απόλυτη, ακόρεστη προσδοκία της ανθρωπιάς δε δικαιώνεται και δεν εκπληρώνεται ποτέ επί της αρχής, όντας είτε εξελικτικής χρηστικότητας εργαλείο είτε απλά κοινωνική σύμβαση. Ένα τυχαίο ταπεινό παράδειγμα, η γνωστή τραγωδία των Τεμπών που πριν έναν χρόνο στέρησε, από εγκληματική κρατική ολιγωρία κι ανευθυνότητα, τη ζωή σε 57 ανθρώπους – κυρίως νέους. Κι ενώ η ψυχή του ανθρώπου αλυχτά για νόημα και λύτρωση μέσα σε αυτή την κτηνωδία (μία από αμέτρητες), η “νατουραλιστική” προσέγγιση μας ενημερώνει πως πρόκειται απλά για ένα ένστικτο που λοξοδρόμησε, πως δεν έχει εν τέλει σημασία, πως δικαίωση δε νοείται παρά απειροελάχιστη, κι αυτή αν συμφωνήσουν όλα τα μέλη που σύναψαν το “κοινωνικό συμβόλαιο” να αποδοθεί.

Ας κάνουμε, αν τολμάμε, μια αναγωγή στο σύνολο των άπειρων “Τεμπών” της ιστορίας.

Βάσει των παραπάνω, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο νατουραλισμός παραβιάζει εντελώς καί τις δύο συνθήκες “απολυτότητας” της ανθρωπιάς που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου.

Συνοψίζοντας, εάν φανταστούμε την αξιακή μας πυραμίδα, με την ανθρωπιά στην κορυφή της, ο νατουραλισμός μας λέει πως αυτή η πυραμίδα δεν είναι παρά μια «ραδιουργία» της εξέλιξης: η πυραμίδα του πραγματικού κόσμου έχει (πολύ) πιο πάνω από την ανθρωπιά την επιβίωση (και ακόμα πιο πάνω τον θάνατο).

Ξέροντας πλέον ότι η επιβίωση είναι ανώτερη της ανθρωπιάς, πρώτον: ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να ξαναγυρίσει στην προηγούμενή του απατηλή ιεράρχηση (όπως το παιδί δε θα ξαναπιστέψει στον Άγιο Βασίλη), δεύτερον, αναγκάζεται να βάλει στην ίδια περίπου ιεραρχική θέση με την ανθρωπιά, την απανθρωπιά (αφού κι αυτή κληροδοτήθηκε με Δαρβινικά μέσα, και κατά περίπτωση εξυπηρετεί επίσης στην επιβίωση), και τρίτον, η “κοσμική αδιαφορία” για την ανθρωπιά εγγυάται πως δε θα εκπληρωθούν τα αιτήματά της ούτε στο απειροελάχιστο των απαιτήσεών της.

Φαίνεται πως δεν υπάρχει πειστική υποδοχή για την “ανθρωπιά” εντός μιας νατουραλιστικής κοσμοθεωρίας, παρά μόνο για μια πενιχρή, κολοβωμένη “free trial” εκδοχή της.

Έτσι, αυτός ο «αφηγηματικός» κόσμος, το παραμύθι της ανθρωπιάς, ένα ολόκληρο σύμπαν από μεγέθη και προοπτικές, τόσο ζωτικές και τόσο αληθινές για μας, που μάλλον αξιολογούμε μέσα από αυτές κάθε τι το αληθινό, που και μόνο η ιδέα να τις θέσουμε υπό μερική και στιγμιαία έστω αμφισβήτηση προκαλεί φρίκη, φαίνεται να μην αγγίζει ποτέ ουσιαστικά τον “αντικειμενικό” κόσμο.

Εντός του αθεϊστικού κοσμοειδώλου, έχουμε λοιπόν ένα δίλημμα: μπορούμε να δεχτούμε τον νατουραλισμό, και μαζί του και το διαζύγιο του “αφηγηματικού” με τον “αντικειμενικό” κόσμο, της ανθρωπιάς και της πραγματικότητας, του απόλυτου αγαθού και της αλήθειας.

Ή μπορούμε, κάπως αυθαίρετα, να τον αρνηθούμε. Τότε, μπορούμε να μείνουμε πιστοί στο ανυπέρβλητο ένστικτο ότι η ανθρωπιά, πίσω και πέρα από τις βιοχημικές ακροβασίες και τις ξεχασμένες κοινωνικές συμβάσεις, σημαίνει κάτι στα πεπραγμένα του κόσμου, και διατηρήσουμε την απονενοημένη αλλά πανίσχυρη πεποίθηση ότι κάπως το αγαθό τέμνει και αγκαλιάζει το πραγματικό, και επομένως αξίζει (κι ίσως επιβάλλεται) να είναι κανείς άνθρωπος σε έναν εγγενώς απάνθρωπο κόσμο· το πώς και γιατί μπορεί να ισχύει αυτό, παραμένει ένα μέγα, άλυτο μυστήριο.

Το τελευταίο, δε μοιάζει με μια πάλη, με μία ψηλάφηση, με μια υφέρπουσα πίστη σε κάποιον αγαθό Θεό;

 

«Εάν δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει ούτε άνθρωπος.»

—Νικολάι Μπερντιάεφ (1874-1948)

 

 

Παραπομπές


[1] Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως μια «ὕβρις» συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «ἄτην», δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν», την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν», δηλ. την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του.

[2] Σύμφωνα με τον Νόμο του Κάρμα, ο άνθρωπος δρέπει, αναπόφευκτα, τους καρπούς των πράξεων και σκέψεών του. Αν οι πράξεις/σκέψεις του είναι καλές, καλοί θα είναι κι οι καρποί τους, τα αποτελέσματά τους. Αν όμως είναι κακές, κακοί θα είναι κι’ οι καρποί τους, δηλαδή τα αποτελέσματά τους. Ο Νόμος του Κάρμα ταυτίζεται με τον νόμο της αιτιότητας, της αναπόφευκτης δηλαδή σχέσεως αιτίου και αιτιατού, ο νόμος της δράσης και της αντίδρασης, ο νόμος της δικαιοσύνης και της ισορροπίας, που ακολουθούν την εφαρμογή του σε κάθε εκδήλωση της ζωής με συνέπεια να διαμορφώνεται ανάλογα απ΄ αυτό το ίδιο το κάρμα.

[3] Εκκλαικευμένο άρθρο της Scientific American: https://www.scientificamerican.com/article/the-origins-of-human-morality/

[4] Η φυσική επιλογή είναι η διαδικασία εξέλιξης των ειδών μέσω της οποίας οι οργανισμοί που είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον αφήνουν περισσότερους απογόνους από εκείνους που είναι λιγότερο προσαρμοσμένοι. Η θεωρία της φυσικής επιλογής διατυπώθηκε επίσημα το 1858 από τον Κάρολο Δαρβίνο. Στηρίζεται στην παρατήρηση πως ορισμένες διαφορές μεταξύ των ατόμων σε έναν πληθυσμό είναι κληρονομήσιμες.

[5] Memetics είναι μια θεωρία της εξέλιξης του πολιτισμού που βασίζεται σε δαρβινικές αρχές με μονάδα πολιτισμού το «μιμίδιο». Ο όρος «μιμίδιο» επινοήθηκε από τον βιολόγο Richard Dawkins στο βιβλίο του το 1976 “The Selfish Gene” για να επεξηγήσει την αρχή που αργότερα ονόμασε «Καθολικό Δαρβινισμό» (“Universal Darwinism“). (βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Memetics)

[6] Non zero-sum game: Κατάσταση όπου το κέρδος (ή η απώλεια) ενός παίκτη δεν οδηγεί απαραίτητα σε απώλεια (ή κέρδος) του άλλου (θεωρία παιγνίων).