Στοχασμοί πολιτικής θεολογίας


 

Ακούγονται συχνά πυκνά στον σύγχρονο διάλογο απόψεις περί της σχέσεως Εκκλησίας-Κράτους και σε γενικότερο πλαίσιο περί της σχέσεως θρησκείας και πολιτικής. Είναι αλήθεια πως η σχέση αυτών των δύο μεγεθών έχει πολύ μακρά ιστορία και είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, κυρίως λόγω της εξαιρετικής πολυμορφίας του φαινομένου της θρησκείας ανά τόπο και εποχή. Στις μεταμοντέρνες κοινωνίες δυτικού τύπου, στις οποίες ανήκει και η χώρα μας, είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη πως η θρησκεία οφείλει να κινείται στον χώρο του ιδιωτικού, ως μιας μορφής ατομική πνευματικότητα, ενώ πρέπει να αφήνει την δημόσια σφαίρα στον αρμόδιο τομέα της πολιτικής. Σε αυτό το άρθρο θα επιχειρήσω να παρουσιάσω μια διαφορετική οπτική, αυτήν μιας θρησκείας κοινωνικής και μιας πολιτικής συνυφασμένης με την πνευματικότητα.

Η πολιτική πράξη ως πνευματικό καθήκον

Ο χριστιανισμός, ήδη από την απαρχή του, συστήνεται ως μια θρησκεία βαθύτατα κοινωνική και η χριστιανική Εκκλησία λαμβάνει αυθόρμητα και πολιτικό ρόλο. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεό σου εξ όλης της καρδίας σου […] και τον πλησίον σου ως σεαυτόν[1]» : Η σημαντικότερη εντολή, στην οποία συνοψίζεται όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας, τοποθετεί τον άλλον άνθρωπο στο ίδιο επίπεδο με τον εαυτό, ακυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο κάθε απόπειρα ερμηνείας του χριστιανισμού ως μια θρησκεία ατομοκεντρική. Στην Εκκλησία δεν υφίστανται ανθρώπινες μονάδες, αλλά αλληλοσυνδεόμενα μέλη ενός μεγάλου Σώματος σε συνεχή κοινωνία μεταξύ τους. Ο ουσιαστικός δεσμός που ενώνει τα διάφορα μέλη είναι η θεία εν Χριστώ αγάπη, ως χαρισματική δωρεά η οποία μετουσιώνεται σε έργα. Και είναι αυτή η έμφαση στην έμπρακτη αγάπη που προσδίδει στην Εκκλησία τον πολιτικό της ρόλο. Σε αυτό το σημείο απαιτείται μία διευκρίνιση. Με τον όρο πολιτική δεν εννοείται αποκλειστικά η διαχείριση της εκάστοτε εξουσίας και οι δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτήν. Πολιτική είναι οποιαδήποτε μέριμνα ξεπερνά τα όρια της ατομικότητας και κατευθύνεται με αγνό ενδιαφέρον προς τον άλλον άνθρωπο. Η μέριμνα για τους φτωχούς, η φροντίδα των ασθενών, των ορφανών και των χήρων είναι πολιτική. Η κοινοκτημοσύνη και η κοινή εστίαση των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων και των μοναστηριών είναι πολιτική. Η εκπαίδευση και η ευαισθητοποίηση του λαού σε κοινωνικά και ηθικά ζητήματα είναι πολιτική. Ακόμα και μια απλή χείρα βοηθείας σε έναν συνάνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη αποτελεί ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της πολιτικής πράξης. Κατά συνέπεια, η πολιτική δεν είναι απλώς συμβατή με την ιδιότητα του χριστιανού, αλλά στην ουσία αποτελεί βασική προϋπόθεση αυτής.

Η φυσική αυτή τάση της Εκκλησίας προς την έμπρακτη αγάπη που την καλεί στην φιλανθρωπία, είναι η ίδια τάση που σε αρκετές περιπτώσεις την οδηγεί στην εναντίωση προς εξωγενείς πολιτικούς παράγοντες οι οποίοι βλάπτουν δυνητικά την ακεραιότητα του σώματός της. Δεν είναι λίγες οι φορές στην ιστορία όπου εμπνευσμένοι ιεράρχες όπως ο Μέγας Βασίλειος ή ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν δίστασαν να συγκρουστούν με τους φορείς της εξουσίας της εποχής τους κατά το «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις[2]». Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει μάλιστα σαν καθήκον κάθε χριστιανού να εναντιώνεται στην εξουσία όταν αυτή απειλεί τα καθήκοντά του απέναντι στον Θεό[3]. Ο ιερός Χρυσόστομος πάλι, αναφέρει πως η οργή είναι φυσική δύναμη που εμφυτεύθηκε μέσα μας από τον Θεό για να υπερασπιζόμαστε τους αδικουμένους[4]. Ιδιαίτερα δριμεία κριτική άσκησαν οι πατέρες στην διανομή του πλούτου και την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Κύριλλο Αλεξανδρείας η φτώχεια, ο πλούτος και η δουλεία εισέβαλαν στην ανθρωπότητα σαν τις αρρώστιες εξαιτίας της πτώσεως. Κατά συνέπεια, ο χριστιανός οφείλει να ακολουθεί τον νόμο της ισότητας (του δημιουργού) και όχι τον νόμο του ισχυρού που οδηγεί στην ανισότητα4. Στο ίδιο μήκος κύματος, πολλούς αιώνες αργότερα, κινήθηκε και η θεολογία της απελευθέρωσης, η οποία ξεκίνησε στην λατινική Αμερική και τόνισε το κοινωνικό ενδιαφέρον ως χριστιανική υποχρέωση. Σύμφωνα με τον εισηγητή αυτού του θεολογικού ρεύματος, Gustavo Gutierrez, τα κοινωνικά ζητήματα έχουν άμεση σχέση με τα πνευματικά και η έμπρακτη χριστιανική αγάπη οφείλει να παίρνει θέση ενάντια σε συστήματα ή ιδεολογίες που καταλήγουν στην εκμετάλλευση ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων. Η θεολογία της απελευθέρωσης ενέπνευσε πολλαπλές επαναστάσεις των κατώτερων τάξεων σε χώρες όπως το Μεξικό και η Κολομβία ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και την οικονομική ανισότητα, αναζωπυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αρχέγονη σχέση της εκκλησίας με τον πολιτικό βίο και υπενθυμίζοντας σε όλη την υφήλιο το καθήκον κάθε χριστιανού απέναντι στην αδικία.

Η ιερή αναρχία και το πολίτευμα της Εκκλησίας

Όλα τα παραπάνω ίσως να αντιμετωπίζονται επιφυλακτικά από τον αναγνώστη ο οποίος γνωρίζει την παράδοση της Εκκλησίας σχετικά με την άρνηση του κόσμου και την προοπτική της προς τα έσχατα. Πραγματικά, παρόλο που η Εκκλησία δρα μέσα στον κόσμο, το πολιτικό ποιόν της είναι ριζικά διαφορετικό από την εγκόσμια πολιτική. Ενώ η κοσμική πολιτική κινείται γύρω από σχέσεις εξουσίας και δομείται στην βάση του υποχρεωτικού νόμου, ο Θεός, λόγω της υπερβατικής αγάπης του προς τα κτίσματά του, θέτει μια ανυπολόγιστη αξία στην ελευθερία. Αντίθετα από τον κοσμικό νόμο, ο οποίος λειτουργεί με απαγορεύσεις και κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο θείος νόμος στηρίζεται καθαρά στην προσωπική ελευθερία και επιλογή. Κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να αποφασίσει προς τα πού θα στρέψει την προαίρεσή του, ενώ στην περίπτωση που δεν θα επιλέξει μια πνευματική πορεία με στόχο την ένωση με τον Θεό, θα είναι οι ίδιοι οι καρποί των πράξεών του που θα τον κρίνουν και όχι Εκείνος[5]. Μέσα στο σώμα της Εκκλησίας επομένως βρίσκονται (ιδανικώς) μέλη τα οποία έχουν επιλέξει ελεύθερα την θέση τους εκεί και απουσιάζουν οι σχέσεις εξουσίας. Όλα τα μέλη είναι ισότιμα ενώπιον του Κυρίου, ενώ οι όποιες θέσεις ιεραρχίας υφίστανται απλώς για λόγους διαχείρισης και λειτουργικότητας και δε σημαίνουν κάποια οντολογική διαφορά στην ιερότητα των φορέων τους. Άλλωστε, οι άγιοι μπορεί να προέρχονται από όλες τις βαθμίδες και τις θέσεις του Εκκλησιαστικού σώματος, από απλούς λαϊκούς μέχρι επισκόπους και βασιλείς. Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο, αυτή η δημοκρατικότητα της Εκκλησίας είναι μια ειδοποιός διαφορά της από την πολιτική εξουσία, στην οποία η δύναμη είναι συγκεντρωμένη σε συγκεκριμένα πρόσωπα3. Πράγματι, με εξαίρεση ελάχιστες μορφές διακυβέρνησης, είτε γίνεται λόγος για την παραδοσιακή μοναρχία, είτε για την σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η περισσότερη πολιτική δύναμη βρίσκεται στα χέρια των κυβερνώντων. Αντίθετα, η χάρις στον χώρο της Εκκλησίας δεν μπορεί να περιοριστεί, το Άγιο Πνεύμα «όπου θέλει πνεί», φέρνοντας έτσι στην ύπαρξη μία ιδιότυπη μορφή ιερής αναρχίας.

Διάφοροι διανοητές έχουν τονίσει πως από όλα τα πολιτικά μοντέλα, η Εκκλησία προσεγγίζει περισσότερο αυτό της αναρχίας. Αναρχία όχι με την έννοια της αταξίας και του χάους, αλλά όπως την οραματίστηκε ο John Caputo, ως απουσία μιας εξουσιαστικής και κυριαρχικής δύναμης, σε μια κοινωνία απόλυτης ελευθερίας. Το μοναχικό πολίτευμα, στο οποίο ενσαρκώνεται στην πληρότητά του το πολίτευμα της Εκκλησίας, φέρει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τις ανά τον κόσμο αναρχικές κοινότητες, όπως είναι για παράδειγμα οι κοινότητες των Ζαπατίστα στο Μεξικό. Πρόκειται για αυτόνομες κοινότητες οι οποίες λειτουργούν χωρίς κρατική εξουσία -οι αποφάσεις λαμβάνονται συνοδικά, ο πλούτος διανέμεται ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός, ενώ ο σεβασμός στους γέροντες, κατά τα φυλετικά πρότυπα των ιθαγενών, εξασφαλίζει την ηθική διαγωγή των μελών. Όλα τα παραπάνω στοιχεία εντοπίζονται και στη μοναχική ζωή, σε αντίθεση όμως με την πολιτική αναρχία, στην οποία η ελευθερία ορίζεται ως κάτι το εξωτερικό, ως μία αυτονομία από την κυριαρχία του άλλου, στο μοναχικό πολίτευμα -και γενικότερα στο εκκλησιαστικό σώμα- η ελευθερία είναι μία πολύ ευρύτερη έννοια. Είναι μια ελευθερία που εκτείνεται πέραν από τις εξωτερικές συνθήκες, μια ελευθερία και από τον ίδιο τον εαυτό. Ο μοναχός (και ο πνευματικός άνθρωπος) πολεμά να σπάσει τα δεσμά των εσωτερικών παθών του, να καταστεί ελεύθερος από όλα τα στερεότυπα, τους ψυχολογικούς εγκλωβισμούς και τα υποσυνείδητα αδιέξοδα που τον καθηλώνουν. Σε αυτήν την οπτική πρέπει να ιδωθεί και η παράδοση της υπακοής στον γέροντα, η οποία συχνά παρεξηγείται από τους υπέρμαχους της κοσμικής ελευθερίας. Η τεράστια αξία που δίνει η Εκκλησία στην έννοια της ελευθερίας όμως δε σταματάει ούτε στην εσωτερική αποδέσμευση από τα πάθη. Μέσω του μοναχισμού, η Εκκλησία φθάνει στο σημείο της υπέρβασης της ίδιας της φυσικής αναγκαιότητας. Ενώ κάθε κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό σύστημα έχει ως προϋπόθεση και απώτερο σκοπό του την επιβίωση και την μακροπρόθεσμη εξέλιξη και πρόοδο, το μοναχικό πολίτευμα, αρνούμενο την διαιώνιση του είδους μέσω της αγαμίας, φθάνει στην, με οικονομικούς όρους, αυτοκτονία του. Πρόκειται για μια κοινωνία που δεν επιδιώκει την επίγεια επιβίωση, αλλά αφήνεται εξ ολοκλήρου στη μεταμόρφωσή της μέσα στη θεία πρόνοια και με αυτόν τον τρόπο απελευθερώνεται και από αυτούς ακόμα τους νόμους της βιολογίας. Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι επομένως βαθιά εσχατολογικό, ταγμένο πλήρως στην ελευθερία από κάθε εσωτερικό και εξωτερικό παράγοντα, διαμορφούμενο ως μία χαρισματική ιερή αναρχία η οποία λαμβάνει συμπαντικές διαστάσεις. Το γεγονός αυτό καθορίζει εξ ολοκλήρου και ριζικά την πολιτική  της πράξη.

Σχέση Εκκλησίας-Πολιτείας

Έως εδώ έχουμε δύο δεδομένα. Την άρρηκτη σχέση της αποστολής της Εκκλησίας με τα κοινωνικά ζητήματα του κόσμου από την μία και την ριζική διαφορά του πολιτεύματός της από την κοσμική πολιτεία από την άλλη. Γεννιέται συνεπώς το ερώτημα ως προς το ποια πρέπει να είναι η σχέση της Εκκλησίας με την εκάστοτε Πολιτεία; Την απάντηση σε αυτό επιχειρήσαν να δώσουν διάφορα μοντέλα τα οποία και δοκιμάστηκαν στο ανελέητο στάδιο της ιστορίας, συνεπώς δεν έχουμε παρά να δούμε συνοπτικά τους «καρπούς» τους.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας (επικεντρώνομαι στην Ευρώπη καθώς εκεί έδρασε κατά κύριο λόγο ο χριστιανισμός), το μοντέλο που επικρατούσε στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ήταν αυτό της ενότητας. Σύμφωνα με αυτό, δεν υπάρχει ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, πρόκειται για έναν ενιαίο οργανισμό υπεύθυνο τόσο για τα πνευματικά όσο και για τα υλικά ζητήματα της κοινωνίας. Εμφανίστηκε κυρίως με δύο μορφές, αυτήν της ιεροκρατίας, όπου οι θρησκευτικοί άρχοντες ασκούσαν τον έλεγχο στην πολιτική (πχ. Ο Παπισμός στη Δύση) και αυτήν του καισαροπαπισμού, όπου η πολιτεία εμπλεκόταν σημαντικά στα εκκλησιαστικά ζητήματα με αποτέλεσμα να υποτάσσει την εκκλησία στην βούλησή της (πχ. τα πρώιμα προτεσταντικά κράτη ή η βυζαντινή αυτοκρατορία). Αυτό το μοντέλο, παρότι διαφυλάσσει την κοινωνική συνοχή και προσδίδει στην θρησκεία πολιτική επικύρωση, είναι βαθιά προβληματικό.  Είτε πρόκειται για ιεροκρατία είτε για καισαροπαπισμό, η εκκλησία αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο εκκοσμίκευσης. Πολιτικός και θρησκευτικός νόμος δεν έχουν σαφή όρια, με αποτέλεσμα ο θρησκευτικός νόμος (της ελευθερίας) να επιβάλλεται πολιτικά ή ακόμα χειρότερα, ο πολιτικός νόμος να αποκτά μεταφυσική ισχύ. Στην περίπτωση της ιεροκρατίας συγκεκριμένα, η συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας στα πρόσωπα του κλήρου μπορεί εύκολα να αλλοιώσει το ήθος τους, καθώς εισέρχονται στον πολυτάραχο στίβο των παντός είδους συμφερόντων. Για την αποτροπή τέτοιων καταστάσεων, είχε ήδη θεσπιστεί από την ΣΤ Οικουμενική Σύνοδο το 681 μΧ. ο διαχωρισμός της εκκλησιαστικής από την πολιτική εξουσία.

Στην άλλη άκρη του φάσματος τώρα, βρίσκεται το μοντέλο του πλήρους χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Σε αυτό, το κράτος είναι καθαρά κοσμικό και απέχει εξίσου από κάθε θρησκευτική ομολογία, ενώ η θρησκεία αποτελεί ιδιωτική υπόθεση. Με αυτό το σύστημα λειτουργούν οι σημερινές δυτικού τύπου κοινωνίες, σε πιο ήπιο (πχ. ΗΠΑ) ή πιο αυστηρό βαθμό (πχ. η «laïcité» στη Γαλλία). Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του μοντέλου είναι πως διαφυλάσσει την ακεραιότητα τόσο της Εκκλησίας όσο και της Πολιτείας, αφού κανένα δεν εμπλέκεται στην περιοχή δικαιοδοσίας του άλλου. Η Εκκλησία μπορεί έτσι να διεξάγει το έργο της αδιάβλητη κατά το δυνατόν από τα πολιτικά συμφέροντα, ενώ επιπλέον δίνεται η δυνατότητα της συνύπαρξης πολλών δογμάτων και θρησκειών στον ίδιο χώρο χάρη στην ανεκτικότητα του κοσμικού κράτους. Ωστόσο, κατά την ταπεινή μου άποψη, ούτε αυτό το σύστημα είναι το ιδανικό, παρότι φαίνεται να εξυπηρετεί σε έναν ικανοποιητικό βαθμό τα σύγχρονα πλουραλιστικά κράτη. Από την οπτική της Πολιτείας, η Εκκλησία δεν είναι παρά ένας ακόμα κοινωνικός οργανισμός και η φωνή της μια φωνή ανάμεσα στην οχλοβοή. Αυτό το γεγονός συνεπάγεται συχνά την θεσμοθέτηση νόμων ή ψηφισμάτων που είναι ενάντια στο ήθος και τους κανόνες της Εκκλησίας αφού πολύ απλά οι τελευταίοι δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη από το κράτος. Σαν αποτέλεσμα, δημιουργείται ένταση μεταξύ των φορέων και επέρχεται κοινωνική διάσπαση και σχάση. Επιπρόσθετα, στις περιπτώσεις της απόλυτης κοσμικοκρατίας, όπως είναι για παράδειγμα η Γαλλία, η Εκκλησία είναι αυστηρώς περιορισμένη στην ιδιωτική σφαίρα και είναι αποκλεισμένη από οποιοδήποτε δημόσιο έργο, όπως η εκπαίδευση ή ακόμα και η απλή κοινωνική κριτική.

Γίνεται πλέον φανερό πως η Εκκλησία έχει ανάγκη την Πολιτεία (τουλάχιστον όσο η συζήτηση περιορίζεται στον ιστορικό πτωτικό κόσμο), καθώς η ίδια δεν μπορεί να επιτελέσει και τους δύο σκοπούς χωρίς να αλλοιωθεί στην ουσία της. Από την άλλη, ο πλήρης χωρισμός θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και αφαιρεί από την Εκκλησία την κοινωνική της διάσταση και αποστολή. Το χάσμα έρχεται να γεφυρώσει ένα τρίτο μοντέλο, αυτό της συναλληλίας Εκκλησίας και Πολιτείας. Σύμφωνα με την θεωρία της συναλληλίας, η οποία αναπτύχθηκε από βυζαντινούς θεολόγους (παρόλο που ελάχιστες φορές επιτεύχθηκε στην πράξη), Εκκλησία και Πολιτεία οφείλουν να συμπορεύονται αρμονικά και να συνεργάζονται ως τα δύο χέρια του ενός σώματος, αφού και οι δύο εξουσίες είναι θεόσδοτες. Η Πολιτεία αναλαμβάνει την «σκληρή δουλειά» της επιβολής με τον νόμο, η οποία είναι μεν απαραίτητη για την διατήρηση της τάξης, αλλά είναι κάτι που η Εκκλησία -de facto, ως κοινωνία ελευθερίας- αδυνατεί να πράξει. Πολιτεία και Εκκλησία συνεργάζονται για την καθολική προκοπή των πολιτών, σε τομείς όπως η κοινωνική πρόνοια και η εκπαίδευση. Παράλληλα, η Εκκλησία έχει μια ισχυρή κοινωνική παρουσία, η οποία καθοδηγεί και στηρίζει χωρίς να εξαναγκάζει. Ως προς την Πολιτεία έχει ρόλο συμβουλευτικό και ηθικοπλαστικό, ενώ μπορεί ενίοτε να αρθρώσει λόγο επικριτικό ή αντιεξουσιαστικό. Δεν πρέπει άλλωστε να παραθεωρείται το γεγονός που αναφέρθηκε παραπάνω, ότι η Εκκλησία αποτελεί το σύνολο των (πιστών) πολιτών, συνεπώς η φωνή της είναι και η φωνή μεγάλου μέρους του λαού. Εάν λοιπόν η Πολιτεία ενεργεί καταφατικά στην άσκηση της εξουσίας, η Εκκλησία ενεργεί αποφατικά, ως το κενό στην μέση μίας ρόδας το οποίο την καθιστά λειτουργική. Προκειμένου επομένως να επιτευχθεί η ισορροπία είναι απαραίτητα και τα δύο, σε μία ασύγχυτη ένωση. Αυτό ίσως είναι το νόημα του περίφημου «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»[6].

Το μαρτύριο ως η έσχατη πολιτική στάση

Κλείνοντας αυτήν την σύντομη κατάθεση, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στην ύστατη μορφή πολιτικής στάσης, αυτήν που εσωτερικεύει το καθήκον προς τον συνάνθρωπο και την ελευθερία σε τέτοιο βαθμό που φθάνει μέχρι την αυτοθυσία. Ο μάρτυρας επιδεικνύει την απόλυτη προσήλωση στο ιδανικό του, σε σημείο που να το θέτει ακόμη ψηλότερα και από την ίδια του τη ζωή. Με αυτήν του την πράξη καθιστά την πίστη του αδιάβλητη, περιβάλλοντάς την με ένα τείχος απροσπέλαστο από κάθε εξωτερικό εχθρό. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί κανείς να του πάρει το ιδανικό του χωρίς πρώτα να του αφαιρέσει την ζωή. Παράλληλα, αυτό που ξεχωρίζει τον μάρτυρα από κάθε άλλο πολεμιστή που μάχεται για τα ιδανικά του είναι πως ο τελευταίος καταφεύγει στην βία για να προστατευθεί. Σε αντίθεση με τον πολεμιστή, που μπροστά στον φόβο του εχθρού αρπάζει τα όπλα και ρίχνεται σε έναν αγώνα επιβίωσης μέσω κυριαρχίας, ο μάρτυρας αρνείται να θέσει σε ανώτερη μοίρα την δική του ζωή από αυτήν του αντιπάλου του. Προσφέροντας λοιπόν τον εαυτό του για θυσία, ο μάρτυρας γίνεται ο υπέρτατος πολεμιστής, αφού αντιστέκεται τόσο στην κυριαρχία του από τον άλλον, όσο και στην κυριαρχία του άλλου από τον ίδιο. Εάν θεωρήσουμε την ζωή ως ένα αγαθό άπειρης αξίας, τότε αυτός ο οποίος παραδίδει την ζωή του στα χέρια του εχθρού του, την λαμβάνει πίσω ως δωρεά και έκτοτε ζει ως νεκρός που αναστήθηκε, έχοντας συντρίψει κάθε φόβο. Εάν πάλι ο εχθρός του αποφασίσει να του πάρει την ζωή, η άπειρη αξία της θα μεταφερθεί πολλαπλάσια στο ιδανικό του -το οποίο είχε θέσει εξ αρχής πάνω από την ζωή του- και θα φωτιστεί ενδόξως με τον θάνατο του μάρτυρα. Σε κάθε περίπτωση επομένως ο μάρτυρας βγαίνει νικητής. Ένας νικητής που η δύναμή του έγκειται στην κατά κόσμο αδυναμία του και σε μια παράδοση στον άλλον, χωρίς υποταγή σε αυτόν.

Το μαρτύριο συνεπώς, λόγω της τεράστιας βαρύτητας που φέρει, γίνεται ένα πανίσχυρο πολιτικό εργαλείο. Χάρη σε αυτό κατάφερε η Εκκλησία όχι μόνο να μην αφανιστεί από τους τρομερούς διωγμούς, αλλά και να καταστεί η πολυπληθέστερη θρησκεία στην τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στην νεότερη ιστορία πάλι, οι μάρτυρες ήταν αυτοί που συγκράτησαν το σώμα της Εκκλησίας σε περιόδους αιχμαλωσίας υπό ξένων κατακτητών ή αυταρχικών καθεστώτων, έτσι ώστε αυτό να καταστεί δυνατότερο από ποτέ μέσα στην αδυναμία του. Αλλά και εκτός της ορθόδοξης Εκκλησίας, μεγάλες μορφές όπως ο Μαχάτμα Γκάντι και λίγο αργότερα, εμπνευσμένος από αυτόν, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, χρησιμοποίησαν τη μη βίαιη αντίσταση, μία μέθοδο πολιτικής διαμαρτυρίας βασισμένη στις αρχές της προσωπικής ελευθερίας και της παγκόσμιας αγάπης, εξαιρετικά κοντά στην λογική του μαρτυρίου. Ο Μαχάτμα Γκάντι μάλιστα, πέτυχε, ανάμεσα στα άλλα, το εξαιρετικό κατόρθωμα της απελευθέρωσης της ινδικής χερσονήσου από την βρετανική κυριαρχία χωρίς την παραμικρή αιματοχυσία -ένα αγκάθι σε όλους εκείνους που προτάσσουν την βία ως την μοναδική λύση στα προβλήματα του κόσμου.

Η Εκκλησία λοιπόν και οφείλει να πράττει πολιτικά και έχει τα μέσα για να το κάνει χωρίς να αλλοιωθεί στην ουσία της. Γιατί η πολιτική της είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν που ασκεί η Πολιτεία, είναι μια πολιτική εσχατολογική, χαρισματική και υπερκόσμια. Μια πολιτική την οποία κάθε χριστιανός οφείλει να μαρτυρεί μέσα στον κόσμο, ασκούμενος στα έργα της αγάπης. Και εάν έρθει η στιγμή να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στην αδικία, να το κάνει με πλήρη αφοβία, με αδιάλλακτη πίστη στα ιδανικά του και με την επίγνωση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού. Όσον αφορά δε την Πολιτεία, παρότι η ύπαρξή της είναι απαραίτητη στον «κόσμο τούτο», δεν πρέπει να απαρνείται την πνοή ελευθερίας της Εκκλησίας, η οποία λαμβάνει στα σπλάχνα της όλες τις πολιτείες, όλα τα έθνη και τις φυλές και τις ενώνει μυστικά, χωρίς να καταργεί την ιδιαιτερότητά τους. Αυτή η πνοή, που ξεπερνά τα όρια του χώρου και του χρόνου, δίνει στην πολιτική έναν σκοπό υπερβατικό και μία αύρα από τα έσχατα, που τόσο απαραίτητη είναι σήμερα, μέσα στον τραγικό αυτό-εγκλωβισμό της ανθρωπότητας.

 

 


Βιβλιογραφία & Παραπομπές

  1. Κατά Μάρκον 12:30-31
  2. Πράξεις των αποστόλων 5:29
  3. Ν. Θ. Μπουγάτσος, Η πολιτική ζωή και η σκέψη των Ελλήνων Πατέρων
  4. Θ. Παπαθανασίου, Προοπτικές της Πατερικής σκέψης για μια θεολογία της απελευθέρωσης
  5. Κατά Ιωάννην 12:47
  6. Κατά Ματθαίον 22:21
  7. Θ. Παπαθανασίου, Η πολιτική ως αδύναμη δύναμη
  8. Gustavo Gutierez, A theology of liberation
  9. Ajay Skaria, “No politics without religion: On Gandhi’s politics of self-surrender”,
  10.  Β. Μπακούρου, Το Κράτος του Θεού, το Κράτος των Ανθρώπων και η Θεανθρώπινη Πολιτεία

 

[1] Κατά Μάρκον 12:30-31

[2] Πράξεις των αποστόλων 5:29

[3] Ν. Θ. Μπουγάτσος, Η πολιτική ζωή και η σκέψη των Ελλήνων Πατέρων

[4] Θ. Παπαθανασίου, Προοπτικές της Πατερικής σκέψης για μια θεολογία της απελευθέρωσης

[5] Κατά Ιωάννην 12:47

[6] Κατά Ματθαίον 22:21