Αν κάτι κοινό έχουμε όλοι οι άνθρωποι, αυτό είναι ο πόνος κι ο θάνατος, απόδειξη ότι ο υλικός κόσμος στον οποίο ζούμε είναι φθαρτός. Καθώς περνούν τα χρόνια, φοβόμαστε την απώλεια, τον θάνατο των αγαπημένων μας, τις οικονομικές αποτυχίες, τις αρρώστιες. Γνωρίζουμε ότι κάθε θάνατος συνοδεύεται από θλίψη και πόνο εξαιτίας του οριστικού (;) αποχωρισμού, κάθε οικονομική απώλεια δυνητικά οδηγεί στην εξαθλίωση, κάθε ασθένεια μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στο μοιραίο. Βιώνοντας αυτόν τον βάναυσο κύκλο της απώλειας αναρωτιόμαστε: είναι μάταια η ανθρώπινη ύπαρξη; Ποιος φταίει για όλον αυτόν τον πόνο, τις αρρώστιες, τις καταστροφές;
Αν παραιτηθούμε, αν θεωρήσουμε πως δεν έχουμε καμία ευθύνη απέναντι στις συμφορές, στον πόνο τον δικό μας και του συνανθρώπου μας, εγκλωβιζόμαστε σε έναν φαύλο κύκλο. Η συνήθης αντιμετώπιση του πόνου του άλλου είναι η αληθοφανής πλην όμως επιφανειακή συμπαράσταση. Αρκούμαστε σε ευχές, εκφράζουμε τη λύπη μας, αλλά δεν μετέχουμε στο βίωμα του συνανθρώπου μας. Συχνότερα, μάλλον, σιγογελάμε κρυφά. «Πράγματι, όταν η συμφορά δεν έχει εμάς για στόχο, όχι μόνο μας δωρίζει ένα ευχάριστο απόγευμα, αλλά μας δίνει τη σπάνια ευκαιρία να πάρουμε όλες τις άδηλες εκδικήσεις που απαιτεί η αιμοβορία των ενστίκτων. Μπροστά στο φέρετρο καταφάσκουμε πανηγυρικά στην άτρωτη ύπαρξή μας. Μπροστά στη χρεοκοπία επιβεβαιώνεται η ορθή τακτική μας. Μπροστά στην αρρώστια επικυρώνεται η ισχύς μας», γράφει ο Κ. Παπαγιώργης (1).
Αντιθέτως, όταν αποδέκτες της συμφοράς είμαστε οι ίδιοι, τότε όλοι και όλα μας φταίνε, η ζωή γίνεται άδικη, καταργείται το αδιάφορο «έτσι είναι τα πράγματα, τι να κάνουμε;». «Να γιατί πάντα στις εκφράσεις της συμπάθειας υπάρχει ένα στοιχείο έξαρσης, ενώ τα συγχαρητήρια καλύπτονται από μια σκιά απροθυμίας», συνεχίζει παρακάτω o συγγραφέας.
Υπάρχει, βέβαια μία ακόμη παράμετρος που αξίζει να λάβουμε υπ’ όψιν μας. Πολύ συχνά η αγάπη που θα έπρεπε να δείχνουμε έμπρακτα στον άλλον εκτοπίζεται κι αντικαθίσταται από τον φόβο, τον γεμάτο εγωισμό όμως, μην τυχόν πονέσουμε κι εμείς.
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
[…] Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά […]
«Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος» της Ελένης Βακαλό, από τη Συλλογή του Κόσμου (1978) (2)
Η ανθρώπινη φύση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τον πόνο. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στις πρώτες διηγήσεις της Γενέσεως, με την έξωση των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο αναφέρεται το εξής:
«ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου· ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ»
«θα είναι καταραμένη η γη εις τα έργα σου. Με λύπη και κόπο θα κερδίζεις την τροφή σου από την γη όλες τις ημέρες της ζωής σου. Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνει η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού. Καθ’ όλο το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως τον άρτο σου, μέχρις ότου πεθάνεις και επιστρέψει το σώμα σου στην γη, από την οποία και έχει πλασθεί· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξει και χώμα πάλι θα γίνει» (3).
Η ζωή του ανθρώπου συναρτάται με τον κόπο, τον μόχθο και τον πόνο και καταλήγει τελικά στον θάνατο.
Ο πόνος είναι, όμως, κάτι παραπάνω από απαραίτητος. Μέσω αυτού αντιλαμβανόμαστε τα όριά μας, συνειδητοποιούμε τη φύση μας. Ο πόνος μάς γλιτώνει από την απάθεια και μάς δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξουμε ένα γνήσιο πνεύμα αλληλοβοήθειας. Δεν χρειάζεται να έχουμε βιώσει ακριβώς την ίδια κατάσταση με τον διπλανό μας για να κατανοήσουμε τη θέση στην οποία βρίσκεται, αρκεί να μπορούμε να μετέχουμε στο συλλογικό ανθρώπινο βίωμα του πόνου και της θλίψης.
Από αυτό απορρέει κι η ευθύνη μας να προσφέρουμε, να βοηθήσουμε τον συνάνθρωπό μας όταν περιέρχεται σε επώδυνες καταστάσεις, με ταπεινότητα και σεβασμό προς τον πόνο του. Όλοι έχουμε την ευθύνη να συνεισφέρουμε στη βελτίωση της κοινωνίας και του κόσμου. Οφείλουμε πρωτίστως να αποδεχτούμε την ύπαρξη του κακού, των προβλημάτων, κι όχι να εθελοτυφλούμε προκειμένου να αναβάλουμε την επαφή μας με τον πόνο και να ικανοποιήσουμε τον εγωισμό μας.
Όταν απορούμε λοιπόν «τι πάει λάθος με τον κόσμο; τις πταίει;» στις δυτικές κοινωνίες, τουλάχιστον, η απάντηση είναι: εμείς. Παραμένουμε στα λόγια, θωρακίζουμε τον εγωισμό μας μην τυχόν και πληγωθούμε, πονέσουμε ή προσβληθούμε. Έχουμε απωλέσει το νόημα στη ζωή μας, εμμένοντας στη ρουτίνα του εφήμερου.
Μπορεί να ονειρευόμαστε έναν κόσμο γεμάτο ζωντάνια, απαλλαγμένο από τα δεινά και τον πόνο. Κι όμως, η επίπονη πραγματικότητα είναι αυτή που αποτελεί την αφορμή για τη νοηματοδότηση των πράξεών μας και των συναναστροφών μας με τους άλλους, παρόλο που πάντοτε στόχος μας θα είναι να οικοδομήσουμε έναν ιδεατό κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε έτοιμοι να τον βιώσουμε. Κι αυτό γιατί θα οδηγούμασταν στην απάθεια και στη λατρεία της ύλης καθαυτής. Δεν θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε αυτό που θα είχαμε, αν προηγουμένως δεν είχαμε ζήσει στον «επώδυνο» κόσμο κι αν δεν είχαμε εργαστεί για να φθάσουμε εκεί.
Αντί επιλόγου, παραθέτω ένα απόσπασμα από την Προς Ρωμαίους Επιστολή:
«Λογίζομαι γάρ ὅτι οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς. ἡ γάρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τήν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. τῇ γάρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλά διά τόν ὑποτάξαντα, ἐπ’ ἐλπίδι ὅτι καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. οἴδαμεν γάρ ὃτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν».
«Μη σας κάνει όμως εντύπωση το ότι υποφέρουμε διωγμούς και θλίψεις. Διότι, καθώς σκέφτομαι λογικά, πείθομαι ότι δεν είναι άξια τα όσα πάσχουμε και υποφέρουμε τον καιρό αυτό σε σύγκριση με τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί, για να μας δοθεί. Ναι. Είναι τέτοια η δόξα εκείνη, ώστε η σφοδρή προσμονή κι αυτής της άψυχης κτίσεως είναι να περιμένει με πόθο την ένδοξη φανέρωση των παιδιών του Θεού. Διότι και η κτίση υποδουλώθηκε στο θάνατο και στη φθορά όχι με τη θέλησή της αλλά από τον Θεό, ο οποίος την υπέταξε στη φθορά με κάποια ελπίδα. Και ποια ελπίδα; Ότι και αυτή η κτίση θα ελευθερωθεί από την υποδούλωση στη φθορά, για να πάρει μέρος στην ελευθερία της ένδοξης καταστάσεως των παιδιών του Θεού. Αυτό όμως θα γίνει στο μέλλον. Διότι από την πείρα γνωρίζουμε ότι όλη μαζί η κτίση στενάζει και πονά έως τώρα» (4).
Διαβάστε περισσότερα:
Είναι μάταια η ανθρώπινη ύπαρξη; Διαβάστε περισσότερα εδώ!
Πηγές/Παραπομπές:
(1): «Ο ιησουιτισμός της συμπάθειας» από το βιβλίο
«Σιαμαία και ετεροθαλή» του Κωστή Παπαγιώργη,
εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1990.
Το σχετικό απόσπασμα θα το βρείτε εδώ.
(2): Ολόκληρο το ποίημα θα το βρείτε εδώ.
(3): Γένεσις, 3:17-19: Η απόδοση στα νέα ελληνικά
ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα της
Ιεράς Μητροπόλεως Γουμενίσσης,
Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου
(το κείμενο της απόδοσης μεταφέρθηκε από τον αρθρογράφο στη δημοτική).
(4): Προς Ρωμαίους, 8:18-22:
Η απόδοση μεθ’ ερμηνείας στα νέα ελληνικά είναι του Π. Ν. Τρεμπέλα.