Πρόσφατα συνάντησα το εξής νοητικό πείραμα στα μέσα δικτύωσης: ας υποθέσουμε ότι μία ομάδα τεχνολογικά παντοδύναμων εξωγήινων παρατηρούν τον πλανήτη μας και αποφασίζουν να αφανίσουν την ανθρωπότητα. Όμως, για κάποιον λόγο, επιλέγουν μια ομάδα ανθρώπων και τους δίνουν την ευκαιρία να υπερασπιστούν την ύπαρξη της ανθρωπότητας. «Τι θα λέγατε για να υπερασπιστείτε την ανθρωπότητα;», είναι το κεντρικό ερώτημα του πειράματος (και του ΕΤ).
Διαβάζοντας μερικά σχόλια κάτω από την ανάρτηση, ο πρώτος προβληματισμός που μου ήρθε στο νου είναι αν αξίζει όντως να υπερασπιστώ την ανθρωπότητα. Άλλωστε, πολλά δεινά έχουν προκληθεί ως άμεση ή έμμεση συνέπεια της ανθρώπινης δραστηριότητας, από την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος ως και γενοκτονίες. «Μας αξίζει η τιμωρία!», έγραφαν διάφορα σχόλια. Προσωπικά, με συγκράτησε η σκέψη ότι δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι αθώοι και θα ήταν άδικο να τιμωρηθούν συλλήβδην.
Μάλλον, για να είμαι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό μου, σκέφτηκα πόσους καλούς ανθρώπους γνωρίζω, καθώς και τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Σε αντίθεση με ένα αχανές πλήθος ανθρώπων, αυτή η σχετικά μικρή ομάδα γίνεται εύκολα αντιληπτή ως κάτι το υπαρκτό. Σκέφτηκα (πράγμα επικίνδυνο, σύμφωνα με μια παρέα φίλων μου) περαιτέρω τη διαφορά ανθρώπου – ανθρωπότητας.
Η ανθρωπότητα φαντάζει κάπως απόμακρη, περισσότερο μοιάζει με κάτι αφηρημένο και εννοιολογικό, παρά κάτι απτό που μπορούμε να βιώσουμε. Ο άνθρωπος, από την άλλη, είναι ο πλησίον μας, καθένας από αυτούς με τους οποιούς αλληλεπιδρούμε καθημερινά, και αποτελεί μιαν έννοια απτή.
«Μα νοιαζόμαστε και για το καλό της ανθρωπότητας!», θα πουν κάποιοι. Εξάλλου, παραμένουμε προσηλωμένοι στον στόχο να έχουν οι επόμενες γενιές ανθρώπων καλύτερες συνθήκες διαβίωσης από εμάς ή κατ’ ελάχιστον να διαφυλάξουμε κεκτημένα του παρελθόντος (π.χ. δημοκρατικά δικαιώματα) και να προστατεύσουμε τους θησαυρούς του φυσικού περιβάλλοντος. Σωστά;
Όλοι αναγνωρίζουμε την αξία, λόγου χάριν, ενός καθαρού φυσικού τοπίου, που παραμένει ανόθευτο από πλαστικά, χαρτιά και γόπες από τσιγάρα. Αυτό, όμως, δυστυχώς δεν σημαίνει ότι παύουμε να δρούμε απερίσκεπτα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να παραμερίσουμε έστω και μικρές, μάλλον ασήμαντες, εγωιστικές συμπεριφορές, προς επίτευξη ενός σπουδαιότερου σκοπού;
Η απάντηση είναι απλή. Έχουμε συνηθίσει να εμμένουμε στα ατομικά μας συμφέροντα και να παραγκωνίζουμε ιδανικά κι αξίες, να αδιαφορούμε για τις συνέπειες μιας πράξης αν αυτή δεν επιφέρει άμεσες επιπτώσεις σε εμάς, να αδιαφορούμε για μια καταστροφή αν αυτή δεν είναι «αρκετά κοντά».
Γι’ αυτό, βιώνουμε τη θλίψη για τα δεινά των ανθρώπων, μόνο αν μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας, ή κάποιον αγαπημένο μας, στη θέση τους. Για παράδειγμα, το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη μάς προκάλεσε βαθύτερη θλίψη, πένθος, εκνευρισμό ή και οργή από κάποιον σεισμό 7 ρίχτερ στον Ινδικό Ωκεανό, παρότι ο απολογισμός των νεκρών μπορεί να ήταν ο ίδιος. Και, για να μην αντιτείνει κάποιος ότι στη δεύτερη περίπτωση αναφερόμαστε σε φυσική καταστροφή, ας υποθέσουμε ένα αντίστοιχο δυστύχημα σε ΜΜΜ σε κάποια αφρικανική επαρχία.
Σε τι οφείλεται λοιπόν η αδιαφορία μας;
Η ανθρωπότητα είναι «μακριά», ο άνθρωπος είναι «κοντά». Η ανθρωπότητα δεν έχει συναισθήματα, όνειρα, δεν αγαπά. Ο άνθρωπος έχει και συναισθήματα και όνειρα και μπορεί να αγαπήσει τον πλησίον του. Φαίνεται, όμως, πως συχνά ανάγουμε τον διπλανό μας σε μέλος της ανθρωπότητας, κάτι μακρινό και δυσπρόσιτο. Ανήκει σαφώς στο ίδιο είδος με εμάς, αλλά δεν τον αναγνωρίζουμε ως πρόσωπο.
Είναι αρκετά βολικό, άλλωστε. Κανένας από μόνος του δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για την προστασία της ανθρωπότητας, ενώ αντίθετα είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας εκείνες που επηρεάζουν τους ανθρώπους γύρω μας.
Τι σχέση όμως έχει το αρχικό νοητικό πείραμα; Αν η ανθρωπότητα είναι πράγματι κάτι απρόσιτο, τότε πώς θα την υπερασπιζόμασταν; Οι περισσότεροι από εμάς πιθανότατα θα δίναμε έμφαση σε ορισμένες στιγμές ομόνοιας, αυτοθυσίας ή δημιουργικότητας, στιγμές που λίγοι συνάνθρωποί μας ξεχώρισαν και πέρασαν στην αιωνιότητα. Παράλληλα, βέβαια, θα αναφέραμε και όλους αυτούς τους «απλούς» ανθρώπους, που προσπαθούν να αγαπούν τον διπλανό τους, να του προσφέρουν από το υστέρημά τους.
Επομένως, θα αναδεικνύαμε την «καλή» πτυχή της ανθρωπότητας: τον κάθε άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τη λέξη, με την προοπτική να γίνει «καλός». Αυτή είναι η προοπτική (το potential που λέμε σε καλά ελληνικά) του ανθρώπου να απαλλαγεί από τα πάθη του και να πραγματώσει την εντολή «αγαπήσεις την ανθρωπότητα ως σεαυτόν».
Αν και…η εντολή λέει «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» [1]. Δεν έχει νόημα να αγαπήσουμε μια απόμακρη ανθρωπότητα, μιαν έννοια. Η αγάπη είναι έμπρακτη, αφορά πραγματικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ πραγματικών ανθρώπων, δηλαδή προσώπων. Προϋποθέτει, μάλιστα, μία σπουδαία δωρεά: τη δωρεά του ίδιου μας του εαυτού στον Άλλο. Το αντάλλαγμα είναι εξίσου σπουδαίο: θα απολαύσουμε την εμπιστοσύνη του.
Αν μπορούσα να κλείσω με ένα μόνο μήνυμα, αυτό θα ήταν ότι είναι ανάγκη να επιστρέψει ο άνθρωπος (και η ανθρωπιά) στην ανθρωπότητα.
Το μεγαλύτερο στοίχημα για όλους μας είναι να δούμε τους άλλους ως πρόσωπα και πάλι, ακόμη κι αν φαίνονται «μακριά» από εμάς. Να μη λησμονούμε ότι είναι πρόσωπα που φέρουν συναισθηματικό φορτίο, ελπίδες κι ανησυχίες. Άνθρωποι. Σαν κι εμάς.
Πηγές/Παραπομπές:
[1]: Κατά Μάρκον 12:31
Οι εικόνες φτιάχτηκαν με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης (Art AI, DALLE 2).